Greek Reports (Ελληνικά)

Τα ελληνοτουρκικά και η ελληνική εξωτερική πολιτική

Προκλήσεις

Υπάρχει πάντα μία επιμονή όταν μιλάμε για την ελληνική εξωτερική πολιτική να αναφερόμαστε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Ως ένα σημείο είναι κατανοητό.

Οι σχέσεις με αυτή τη χώρα μας ταλαιπωρούν μονίμως.

Και μας υποχρεώνουν σε συγκρίσεις μαζί της. Από την άλλη βέβαια θα πρέπει κάποτε να κατανοήσουμε ότι υπάρχει και μια προβληματική για όσα συμβαίνουν στον υπόλοιπο κόσμο που πάει πέρα από την Τουρκία,όσο και αν δεν μπορούμε να την  αμελούμε. Άλλωστε η συμμετοχή μας στα διεθνώς δρώμενα μας κάνει πολύ πιο αξιόπιστους όταν μιλάμε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε με την Τουρκία. Το δυστύχημα είναι ότι, σχεδόν μονίμως, η Ελλάδα ξέρει μόνο ένα δρόμο, η πολιτική της είναι προβλέψιμη και συνοψίζεται στο γνωστόν εκείνο «ημείς ανήκομεν εις την Δύσιν». Η ρήση του Αντρέα Παπανδρέου ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», δεν ήταν παρά μια αναλαμπή που έσβησε πολύ γρήγορα.

Το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με κάποιες περιόδους διαφοροποίησης, είναι η μονολιθικότητά της. Φαίνεται ότι πολύ λίγα κληρονομήσαμε από την υψηλή βυζαντινή στρατηγική που μάλλον την αξιοποιούν οι απέναντί μας στο Αιγαίο και πολύ λιγότερα από την αρχαία Ελλάδα, από τον πολυμήχανο Οδυσσέα. Αλλά ούτε και την ευρωπαϊκή παράδοση καταφέραμε να αφομοιώσουμε σωστά και δημιουργικά και ας διακηρύσσουμε στεντορία τη φωνή ότι ανήκουμε στη Δύση. Η εμμονή μας βέβαια στο διεθνές δίκαιο είναι σωστή. Δεν φαίνεται όμως να κατανοούμε ότι δεν υπάρχει διεθνής αστυνομία για να το εφαρμόσει και επομένως η εφαρμογή του επαφίεται στις δικές μας δυνατότητες, διπλωματικές αλλά και αποτρεπτικές.

Για να επανέλθουμε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτό που τις χαρακτηρίζει διαχρονικά,  από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου,είναι τα συνεχή σκαμπανεβάσματα. Ήταν τόση η επιμονή του Βενιζέλου για καλές ελληνοτουρκικές σχέσεις που έφτασε να προτείνει τον Μουσταφά Κεμάλ για το βραβείο Νόμπελ. Όμως οι Τούρκοι με την πρώτη ευκαιρία, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, πήραν μέτρα εξολόθρευσης των Ελλήνων της Πόλης, με το γνωστό φορολογικό νόμο του 1942 (Varlık Vergisi).

Μεταπολεμικά, λόγω του Ψυχρού Πολέμου και με την ένταξη και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ το 1952, επανήλθε μια σχετική ηρεμία στις σχέσεις τους κάτω από την αμερικανική  ηγεμονία. Η ανακίνηση του Κυπριακού στη συνέχεια δημιούργησε  ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών και έγινε προσπάθεια επαναφοράς τους στο καλό κλίμα με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Το Κυπριακό χρησιμοποιήθηκε όμως ως πρόσχημα από την Τουρκία για να συνεχίσει την πολιτική διωγμού της ελληνικής μειονότητας που είχε ήδη αρχίσει από το 1942, με το πογκρόμ του 1955.

Τα γεγονότα είναι γνωστά στη συνέχεια, τόσο με το Κυπριακό όσο και με την ανακίνηση το 1973 θεμάτων κυριαρχίας της Ελλάδας στο Αιγαίο. Μετά την εισβολή του 1974 στην Κύπρο, η Τουρκία αισθάνεται αρκετά ισχυρή για να συνεχίσει την αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Επιπλέον αφού κατάφερε να εξολοθρεύσει την ελληνική μειονότητα στην Τουρκία, ανακίνησε το θέμα της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη, η οποία αντίθετα με την ελληνική στην Τουρκία συνέχισε να αυξάνεται δημογραφικά.

Στην πολύ πιο κοντινή εποχή σε μας, υπήρξε μια πρώτη αναθέρμανση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά τους σεισμούς του 1999 και τη σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Τούρκο ΥΠΕΞ Ισμαήλ Τζεμ και τον Γιώργο Παπανδρέου, ΄Ελληνα ΥΠΕΞ την εποχή εκείνη. Μάλιστα ο Τζεμ ήταν ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας που επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από σαράντα χρόνια. Στη συνέχεια ο Ερντογάν ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που επισκέφτηκε την Ελλάδα το 2004 μετά από 16 χρόνια. Το δε 2008 ο Κώστας Καραμανλής έγινε ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφτηκε την Τουρκία μετά από 49 χρόνια. Ο Ερντογάν βέβαια θα επισκεφτεί την Ελλάδα στη συνέχεια και ως πρόεδρος για δύο ακόμη φορές. Σε όλες αυτές τις επισκέψεις γινόταν πάντα λόγος για μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και αυτό ίσχυε μέχρι την επόμενη κρίση ανάμεσα στις δύο χώρες. Κρίση που προκαλούσαν οι συνεχείς τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και η αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.

Οι προηγούμενες αναφορές είχαν σκοπό να υπενθυμίσουν την αστάθεια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ύπαρξη μιας σταθερής τουρκικής στρατηγικής επεκτατικών βλέψεων απέναντι στην Ελλάδα. Επομένως, όταν σήμερα μετά την τελευταία επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα μιλούμε ξανά για νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε το παρελθόν αν κάτι αυτό μας διδάσκει. Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου ως τις μέρες μας, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Τότε η Τουρκία ήταν μια χώρα των 12 εκατομμυρίων και η Ελλάδα των 7. Σήμερα η Τουρκία είναι μια χώρα των 90 σχεδόν εκατομμυρίων και η Ελλάδα των 10. Και ασφαλώς δεν είναι μόνο τα δημογραφικά μεγέθη που έχουν αλλάξει αλλά και τα οικονομικά και πολλά άλλα. Η Τουρκία σήμερα στηρίζει την αυτονομία της εξωτερικής της πολιτικής σε μια ιδιόρρυθμη καπιταλιστική ανάπτυξη που επέτρεψε στην  οικονομία της να κατέχει την 20η θέση στον κόσμο, παρά τις όποιες δυσκολίες και αδυναμίες  της.

Παρά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, η Ελλάδα διαθέτει τα δικά της ισχυρά χαρτιά στον διεθνή χώρο. Ασφαλώς η τουρκική πραγματικότητα, γεωπολιτική, ιστορική, οικονομική, δημογραφική και όχι μόνο, είναι πολύ διαφορετική από την δική μας και κανείς δεν θα πρότεινε να την αντιγράψουμε. Χρειάζεται όμως να ξεφύγουμε από την μονομέρεια και την μονολιθικότητα και να βρούμε τον μέσο δρόμο, να εφεύρουμε τον ελληνικό δρόμο μέσα σε αυτό το ρευστό και πολυδαίδαλο διεθνές σύστημα. Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη συμμαχιών. Σημαίνει όμως ότι προηγείται το εθνικό  συμφέρον του συμμαχικού και ότι οι συμμαχίες δεν μας εμποδίζουν να το διεκδικήσουμε, όπου και όταν χρειάζεται. Σημαίνει επίσης ότι οι συμμαχίες αυτές   δεν επαρκούν για την πλήρη προστασία των ζωτικών ελληνικών συμφερόντων, σε σχέση ειδικά με τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί, με την έννοια αυτή, να είναι ιδεοληπτική αλλά να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες.

Ούτε ασφαλώς και δικαιολογείται η πολιτική της Αθήνας απέναντι στην Κύπρο με το γνωστό δόγμα «η Κύπρος κείται μακράν».

Στην Κύπρο ζεί ένα κομμάτι του ελληνισμού και η Ελλάδα έχει ζωτικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button