Greek Reports (Ελληνικά)

Ιωάννης Καποδίστριας: O κρυφός Υπουργός Εξωτερικών των επαναστατημένων Ελλήνων

Η Ενωση Κυπρίων Ελλάδος, τιμώντας τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, διοργάνωσε με τη στήριξη του Σπιτιού της Κύπρου και του Υφυπουργείου Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 30 Οκτωβρίου 2022, στην Κυπριακή Εστία στην Αθήνα, εκδήλωση αφιερωμένη στον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια, με ομιλητές τον τ. υπουργό και βουλευτή της Ν.Δ. Γιώργο Κουμουτσάκο και την ιστορικό-ερευνήτρια δρα Νάσα Παταπίου.

Ο κ. Κουμουτσάκος παρουσίασε την τεράστιας σημασίας για την ανεξαρτησία της Ελλάδος δράση του Ιωάννη Καποδίστρια ως, κατά κάποιον τρόπο, “μυστικού Υπουργού των Εξωτερικών” των επαναστατημένων Ελλήνων. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα υπήρξε και η επισήμανση του ομιλητή ως προς τις ομοιότητες στοιχείων και χαρακτηριστικών της εποχής του Καποδίστρια με τα σημερινά ζητήματα και ως προς την επιβεβλημένη αντιμετώπιση του νεο-οθωμανικού αναθεωρητισμού με σταθερότητα και αποφαστικότητα, παράλληλα με τη μεγαλύτερη δυνατή διεθνοποίηση των ζητημάτων που προκαλεί σε ολόκληρη την περιοχή η τουρκική επεκτατική πολιτική, αλλά και την ανάγκη επιδίωξης στήριξης από φίλους, εταίρους και σύμμαχα κράτη. Και κατέληξε ο τ. υπουργός με το δόγμα του πρέσβυ Βύρωνα Θεοδωρόπουλου: «Κάθε φορά που αντιμετωπίσαμε την Τουρκία μόνοι (1897, 1922, 1974) χάσαμε. Κάθε φορά που την αντιμετωπίσαμε σε συσχετισμό με άλλες δυνάμεις (πρώτος βαλκανικός, πρώτος παγκόσμιος και, εμμέσως, δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος) κερδίσαμε ή τουλάχιστον δεν χάσαμε».

Εξόχως ενδιαφέρουσα και η ομιλία της δρος Νάσας Παταπίου με θέμα “Οικογένεια Γονέμη: οι κυπριακές ρίζες του Ιωάννη Καποδίστρια”, αποτέλεσμα πολυετών προσωπικών ερευνών της ιστορικού στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας για τη μεσαιωνική Κύπρο. Τεκμηριωμένη και λεπτομερής υπήρξε η παρουσίαση της διαδρομής της επιφανούς κυπριακής οικογένειας Γονέμη, από την οποία κατάγεται η μητέρα του Ι. Καποδίστρια, που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο από τον 12ο αι. μαζί με την ακολουθία του Γκυ ντε Λουζινιάν και απαντά στις πηγές ως ευγενής και ισχυρή οικογένεια κατά τα έτη της Λατινοκρατίας.

Σημαντική ανακάλυψη της δρος Παταπίου είναι και η ταύτιση του επισκόπου Αμαθούντος Πέτρου με τον επίσκοπο Πέτρο Γονέμη της ίδιας οικογένειας, που απαντά σε επιγραφή εικόνας με την Κοινωνία των Αποστόλων των αρχών του 16ου αι. και η οποία σήμερα βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. Στην ίδια εικόνα απαντά και το οικόσημο της οικογένειας Γονέμη ως αδιάψευστο τεκμήριο της κυπριακής καταγωγής του Ι. Καποδίστρια.

Ελληνική ανεξαρτησία. Πρώτη με διαφορά.

  • Γιώργος Κουμουτσάκος

H Ελλάδα υπήρξε το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος στον ευρωπαϊκό κόσμο των πολυεθνικών αυτοκρατοριών του 19ου αιώνα. Η ανεξαρτησία αποφασίσθηκε από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής – Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία – με το πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου του 1830.

Ακολούθησε, το 1831, η ανεξαρτησία του Βελγίου. Σαράντα χρόνια μετά, το 1871 πραγματοποιήθηκαν οι δύο μεγάλες εθνικές ενοποιήσεις του 19ου αιώνα. Η ενοποίηση της Γερμανίας και της Ιταλίας.

Η χρονική διαφορά μεταξύ της διεθνούς αναγνώρισης του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους και εκείνης των βαλκανικών κρατών που δημιουργήθηκαν με τη διάσπαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο έγιναν ανεξάρτητα κράτη το 1878, σχεδόν μισό αιώνα μετά την Ελλάδα. Ακολούθησαν το 1908 η Βουλγαρία και το 1913 η Αλβανία. Η σύγκριση αυτή γίνεται πιο συγκεκριμένη και ενδιαφέρουσα όταν επικεντρωθούμε στην Ελληνική και την Σερβική περίπτωση.

Η πρώτη εξέγερση στη Σερβία ξέσπασε δεκαέξι χρόνια πριν από την ελληνική, το 1804. Ακολούθησε και δεύτερη το 1815, έξι χρόνια πριν από την ελληνική επανάσταση. Ακόμα και όταν, μετά το 1817, αναγνωρίστηκε στη Σερβία κάποιος βαθμός αυτονομίας, δεν άλλαξαν τα εξωτερικά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τελικά, οι Σέρβοι θα περιμένουν μέχρι το 1878 και τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου, για να κερδίσουν τη διεθνή αναγνώριση και την ανεξαρτησία του κράτους τους, την ώρα που οι Έλληνες θα έχουν ήδη από το 1830 το δικό τους  ανεξάρτητο κράτος.

Γιατί αυτή η μεγάλη χρονική διαφορά στην κατάκτηση και αναγνώριση της ανεξαρτησίας δύο όμορων ορθόδοξων χριστιανικών λαών από τον ίδιο δυνάστη;

Μια σοβαρή ιστορική μελέτη μπορεί να εντοπίσει και να αναδείξει πολλούς παράγοντες που συνετέλεσαν σ’αυτό.(1) Υπάρχει όμως μια εξήγηση που υπερτερεί κάθε άλλης.

Το «σερβικό ζήτημα» δεν πήρε, και πάντως καθυστέρησε να προσλάβει, την έντονη διεθνή διάσταση που από πολύ νωρίς προσέλαβε το Ελληνικό Ζήτημα. Το γεγονός αυτό επιτάχυνε τις εξελίξεις και τις διεργασίες που τελικά οδήγησαν στην πολυπόθητη από τους Έλληνες εθνική ανεξαρτησία. Μόλις εννέα χρόνια χρειάστηκαν για να καλυφθεί η πολύ ανηφορική και γεμάτη από κάθε είδους δυσκολίες διαδρομή από το ξέσπασμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα έως την ίδρυση και αναγνώριση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Το ιστορικό αυτό γεγονός αποτελεί τη πρώτη μεγάλη εθνική ρωγμή, στη συμπαγή μονολιθικότητα των πολυεθνικών Αυτοκρατοριών του 18ου και 19ου αιώνα, ειδικότερα δε του «μεγάλου ασθενούς της Ανατολής», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.(2)

Ο άθλος της διεθνοποίησης του Ελληνικού Ζητήματος.

Η διεθνοποίηση του γεωγραφικά περιορισμένου αγώνα των Ελλήνων ενάντια της ασύγκριτα ισχυρότερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και απέναντι στις σκληρά συντηρητικές και αντιδραστικές πεποιθήσεις της εποχής, υπήρξε ένας πραγματικός άθλος.

Παράλληλα με τον ηρωικό πολεμικό αγώνα που έδιναν οι έλληνες επαναστάτες στις θάλασσες, στα βουνά, στα χωριά και στις πόλεις της υπόδουλης Ελλάδος, ο αγώνας για τη διεθνοποίηση και την διεθνή στήριξη της ελληνικής υπόθεσης δινόταν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Στην προσπάθεια αυτή συνέβαλλαν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες. Οι κυριότεροι από αυτούς ήταν: τα δίκτυα των ελλήνων εμπόρων και καραβοκυραίων, η ύπαρξη σημαντικού αριθμού μορφωμένων και εύπορων ελλήνων που είχαν κερδίσει βαρύνουσα υπόσταση και κύρος στις διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το καλλιεργημένο από το διαφωτισμό και το ρομαντισμό, έδαφος για το θαυμασμό και την αγάπη προς την αρχαιοελληνική κληρονομιά, το κίνημα του φιλελληνισμού και βέβαια, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων στη διαχρονικά κρίσιμη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Όμως, όλα αυτά για να φέρουν απτό αποτέλεσμα θα έπρεπε να συναρθρωθούν κατάλληλα, να αποκτήσουν συνοχή, να γίνουν πολιτικό σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος που να  υποστηρίζεται από ισχυρά και πειστικά επιχειρήματα. Έπρεπε ταυτόχρονα να βρεθεί ο τρόπος για να φτάσει το Ελληνικό Ζήτημα στις αίθουσες των ευρωπαϊκών ανακτοβουλίων, να γίνει θέμα στα τραπέζια των μεγάλων συνεδρίων και των, ιδιαίτερα δύσκολων για την ελληνική υπόθεση, διαπραγματεύσεων των αρχών του 19ου αιώνα.

Στην εποχή των αυτοκρατοριών και του αντιδραστικού απολυταρχισμού, η διεθνοποίηση μιας ριζοσπαστικής αμφισβήτησης  της καθεστηκυίας τάξης, όπως ήταν η Ελληνική εθνική εξέγερση, ήταν ένα πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, εγχείρημα.

Ο άθλος της διεθνοποίησης της ελληνικής υπόθεσης έχει αναμφισβήτητα πολλούς συντελεστές, αλλά ένα ονοματεπώνυμο: Ιωάννης Καποδίστριας. Μόνον μια προσωπικότητα διεθνούς κύρους, επιρροής, βαθιάς γνώσης των πολιτικών πραγμάτων, μεγάλων ικανοτήτων και, πάνω απ΄ όλα, απόλυτης αφοσίωσης στον ευγενή σκοπό της εθνικής απελευθέρωσης, θα μπορούσε να την υπηρετήσει.

Οι Έλληνες ευτύχησαν, να υπάρχει ακριβώς εκείνην την περίοδο, στο ευρωπαϊκό πολιτικό-διπλωματικό στερέωμα, ένας μεγάλος Έλληνας που συγκέντρωνε όλα  αυτά τα χαρακτηριστικά. Ο κερκυραίος ευγενής Ιωάννης Καποδίστριας σπούδασε στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα φιλοσοφία, φιλολογία και ιατρική. Επιστρέφοντας στην ιδιαίτερη πατρίδα του εργάστηκε ως γιατρός–χειρουργός. Γρήγορα όμως τον συνεπήρε η ενασχόληση με τα δημόσια πράγματα. Συμμετείχε ενεργά και από υψηλές θέσεις ευθύνης στην πολιτική ζωή της βραχύβιας Επτανησιακής Πολιτείας (1802-1807), η οποία κατ΄ουσίαν ήταν το πρώτο νέο-ελληνικό κράτος.

Ένας Έλληνας στη διπλωματική υπηρεσία του Τσάρου.

Η αίσθηση ελευθερίας και υπερηφάνειας που δημιούργησε το να ζεις και να υπηρετείς ένα ανεξάρτητο, ελεύθερο κράτος, έστω και μικροσκοπικό, όπως ήταν η Επτάνησος Πολιτεία, σημάδεψε ανεξίτηλα τον Καποδίστρια. Συνειδητοποίησε ότι η ανεξαρτησία ήταν στόχος πολύ δύσκολος αλλά ταυτόχρονα και εφικτός. Εάν μπόρεσε να κερδηθεί για τα Επτάνησα θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα και για τους άλλους, τους υπόδουλους στον Οθωμανικό ζυγό, Έλληνες.

Αυτή η πεποίθηση και επιθυμία υπήρξε κατευθυντήρια πυξίδα για τον Ιωάννη Καποδίστρια καθ´όλην τη διάρκεια της θαυμαστής του πορείας στα ευρωπαϊκά πράγματα. Από την ένταξή του στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας μετά από πρόσκληση του Τσάρου, το 1809, την τοποθέτησή του ως Υπουργού Εξωτερικών της Αυτοκρατορίας το 1816 και έως την παραίτησή του το 1822. Ο Καποδίστριας παραιτήθηκε από το περίοπτο αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών γιατί διαφώνησε με τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’, ακριβώς για την κατεύθυνση της ρωσικής πολιτικής στο ελληνικό ζήτημα.

Έως ότου ονομαστεί Υπουργός υπηρέτησε κατά σειρά : στην Πρεσβεία της Ρωσίας στη Βιέννη, ως επικεφαλής της αντικατασκοπίας της Γ’ Ρωσικής Στρατιάς του Δούναβη, ως απεσταλμένος του Τσάρου στην Ελβετία και ως μέλος της Ρωσικής αντιπροσωπίας  στο Συνέδριο της Βιέννης. Σε όλους αυτούς τους σταθμούς της διπλωματικής σταδιοδρομίας  του, ο Καποδίστριας δεν έχασε ποτέ από το οπτικό του πεδίο τα συμφέροντα των υπόδουλων Ελλήνων και των άλλων Χριστιανών που βίωναν την ασφυκτική πραγματικότητα της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Στη σύντομη, μόλις επτάμιση μηνών, παραμονή του στην Πρεσβεία της Ρωσίας στη Βιέννη, ο νέος διπλωμάτης Ιωάννης Καποδίστριας υποβάλλει υπόμνημα «περί της καταστάσεως της Ελλάδος και των Ιλλυρικών επαρχιών» το οποίο με έγκριση του επικεφαλής Πρέσβη, διαβιβάστηκε στο Ρώσο Αυτοκράτορα.(3) Η ουσιαστική στόχευση του υπομνήματος ήταν να αναδειχθεί η πολιτική σημασία που είχε η ελληνική υπόθεση για την ενίσχυση της ρωσικής πολιτικής απέναντι στις επιθυμίες των λοιπών Μεγάλων Δυνάμεων. Στο κείμενο αυτό ο Καποδίστριας «από τη μία εκπλήρωσε το καθήκον του πιστού υπηρέτη της Ρωσίας και από την άλλη το καθήκον του πολίτη που είναι σταθερά προσδεδεμένος στην τίμια υπόθεση της πατρίδος του».

Μετά την ολιγόμηνη υπηρεσία του στην ρωσική Πρεσβεία της Βιέννης, ο Καποδίστριας τοποθετείται Διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του επικεφαλής της ρωσικής στρατιάς του Δουνάβεως. Από τη νέα αυτή θέση, ο Καποδίστριας θα προσπαθήσει να βοηθήσει και να προστατεύσει τους «ομόδοξους χριστιανούς», όταν τα ρωσικά στρατεύματα του Δούναβη θα εγκαταλείψουν την περιοχή των Ηγεμονιών λόγω της ραγδαία αναπτυσσόμενης Ναπολεόντειας γαλλικής απειλής. Ο Τσάρος ήθελε να επικεντρωθεί σε αυτήν και να κλείσει το μέτωπο με τους Τούρκους. Ο Καποδίστριας αμέσως φρόντισε να μην αφεθούν στην τύχη τους οι Χριστιανικοί πληθυσμοί μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, οικοδόμησε ένα πυκνό δίκτυο προστασίας τους με σύστημα Ρώσων προξένων που παρέμειναν στην περιοχή. Η ενέργειά του αυτή εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στην Πετρούπολη.(4)

Ακολούθησε η λαμπρή θητεία του Καποδίστρια στην Ελβετία ως απεσταλμένου του Τσάρου. Ο Καποδίστριας συνέβαλε στη διασφάλιση της ενότητας και της ανεξαρτησίας της, κανόνισε να τους δοθούν ενισχύσεις σε χρήμα και όπλα. Πέραν αυτού, ηταν από τους εμπνευστές του ισχύοντος έως και σήμερα συστήματος των καντονίων. Συνεισέφερε επίσης στην διαμόρφωση του ελβετικού συντάγματος, καθώς και στην υιοθέτηση της πολιτικής ουδετερότητας στης χώρας.(5)

Η επιτυχία της «ελβετικής αποστολής» οδηγεί τον Καποδίστρια στο ιστορικών διαστάσεων Συνέδριο της Βιέννης. Ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας σε αυτό, είχε εκ των πραγμάτων, πολύ περιορισμένες δυνατότητες και ευκαιρίες να αναδείξει το ελληνικό ζήτημα το οποίο δεν ήταν καν στην ημερήσια διάταξη του Συνεδρίου. Έτσι εστίασε περισσότερο στο «Επτανησιακό» το οποίο ήταν ήδη διεθνές θέμα.

Οι προσπάθειες και εκκλήσεις του Καποδίστρια προς τον Τσάρο να αναφερθεί εκείνος στο «καταδυναστευόμενο ελληνικό έθνος», έμειναν άκαρπες. Ο Τσάρος δίσταζε να το πράξει μέσα στο καθόλου ευνοϊκό περιβάλλον του Συνεδρίου της Βιέννης. Ο Μέτερνιχ είχε εξ αρχής αποκλείσει πλήρως κάθε τέτοια συζήτηση με το επιχείρημα ότι «Η Ευρώπη δεν γνωρίζει Έλληνες, γνωρίζει Κράτος Οθωμανικό, υπό το οποίον βρίσκονται οι κατοικούντες εις την Ελλάδαν».(6)

Αντιμέτωπος με την ανυπέρβλητη δυσκολία του εγχειρήματος, ο Καποδίστριας δεν μένει αδρανής. Επέλεξε μία άλλη μορφή δράσης υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Αξιοποίησε την παρουσία του στην αυστριακή πρωτεύουσα για να ιδρύσει την «Εταιρεία των Φίλων των Μουσών» της Βιέννης. Έπεισε τον Τσάρο να συνηγορήσει σε αυτήν την πρωτοβουλία λέγοντας: «Δυνάμεθα παρά ταύτα (εννοεί παρά την άρνηση των άλλων Δυνάμεων), Μεγαλειότατε, χωρίς να εξέλθομεν της γραμμής ην αχαράξατε, να πράξωμεν κάτι δι’ αυτούς».(7)

Ήταν μια καλά συντονισμένη πολιτική πράξη που με την υποστήριξη Ελλήνων ομογενών απέβλεπε στη συγκρότηση ενός ελληνικού πολιτιστικού κέντρου στην καρδιά της Ευρώπης το οποίο θα έδινε, έμμεσα αλλά και αποφασιστικά, στήριξη στην ελληνική υπόθεση. Η Φιλόμουσος Εταιρεία θα αποδειχθεί πραγματικά πολύτιμο και αποτελεσματικό «εργαλείο» στην ανάδειξη και προώθηση του αιτήματος της ελληνικής ανεξαρτησίας στη δυσμενή και αντιδραστική διεθνή συγκυρία που διαμόρφωσε στην Ευρώπη το Συνέδριο της Βιέννης. Η ίδρυση της Εταιρείας ήταν σημαντικό πολιτικό και οργανωτικό επίτευγμα που, όπως είχε προβλέψει ο Καποδίστριας, ενδυνάμωσε το κίνημα του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού το οποίο τόσο ευεργετικά συνέβαλε στον εθνικό αγώνα κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας. «Η σημαντικότερη συμβολή των φιλελλήνων δεν ήταν στα πεδία των μαχών, αλλά πολύ μακριά από αυτά, στις χώρες από τις οποίες είχαν έρθει… Χάρη στη φιλελληνική δράση, οι ξένες κυβερνήσεις άρχισαν σιγά σιγά, αν και απρόθυμα, να αναθεωρούν τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα».(8)

Ο αιρετικός συντηρητισμός του Καποδίστρια

Ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, ο Ιωάννης Καποδίστριας αναζητούσε διαρκώς τρόπους προώθησης του Ελληνικού Ζητήματος, επιχειρώντας να το συναρθρώσει με τις προτεραιότητες και τα συμφέροντα της τσαρικής εξωτερικής πολιτικής, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπ´όψιν τις πραγματικότητες και τους συσχετισμούς της ευρωπαικής πολιτικής όπως είχαν προκύψει από το Συνέδριο της Βιέννης. Η διαρκής προσπάθεια της εναρμόνισης των ελληνικών πόθων με τα ρωσικά συμφέροντα και το συντηρητικό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ήταν μία εξόχως σύνθετη και απαιτητική αποστολή. Το να πιστεύεις και να εργάζεσαι υπέρ μιας εθνικής απελευθέρωσης στην εποχή της κυριαρχίας των μεγάλων πολυεθνικών Αυτοκρατοριών, υπηρετώντας μάλιστα μία από αυτές, ήταν ένας αδυσώπητος εσωτερικός αγώνας διαρκείας για τον Καποδίστρια. Γράφει ο Αλέξανδρος Ι. Δεσποτόπουλος: «O Καποδίστριας εμφανίζεται, καθ´όλην την περίοδο των ετών 1816-1822, ως ο εντός της Ιεράς Συμμαχίας, μέγας αντίπαλος της Ιεράς Συμμαχίας, επιβάλλων την σφραγίδα της ιδίας αυτού προσωπικότητος εις πλείστα γεγονότα και ζητήματα της εποχής, παρά το πνεύμα και το κλίμα της εποχής».(9) Το σχέδιο του Καποδίστρια για την απελευθέρωση και την αναγέννηση της Ελλάδας ήταν μακρόπνοο. « η υλοποίηση του θα γινόταν σταδιακά», χαρακτηρίζονταν από αποστροφή στον κίνδυνο, νηφαλιότητα αλλά και συντηρητισμό: ήταν το σήμα κατατεθέν του δημιουργού του». (10)

Οι επιθυμίες και επιδιώξεις αυτές, για να γίνουν πολιτική πράξη και να φέρουν κάποιο αποτέλεσμα μέσα σ’ ένα σαφώς εχθρικό περιβάλλον, έπρεπε να παραμένουν κρυφές ή, στην καλύτερη περίπτωση, προστατευμένες στο διπλωματικό ημίφως μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος, χρόνος και τόπος για να εκδηλωθούν.

Ο Καποδίστριας ήταν υποχρεωμένος να κινείται με εξαιρετικά μεγάλη προσοχή, Ήταν επιβεβλημένο από τις συνθήκες να προωθεί το στόχο του άλλοτε έμμεσα και, άλλοτε, όταν μπορούσε και ταίριαζε στις περιστάσεις, πιο φανερά και συγκεκριμένα. Πίστευε ότι διατηρώντας τη θέση που του έδωσε ο Τσάρος μπορούσε να προσφέρει πολλά περισσότερα στην Πατρίδα του από το να προχωρήσει σε αβέβαιου αποτελέσματος ενέργειες και συμπεριφορές που όμως θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την θέση και την επιρροή που είχε κατακτήσει. «Οι ιδέες του Καποδίστρια ήταν αντιλήψεις ενός θερμού πατριώτη, αλλά ψυχρού διπλωμάτη, ο οποίος ζύγιζε τα πράγματα επάνω στον ευαίσθητο ζυγό της διεθνούς πολιτικής, και ο οποίος απέβλεπε προς την ασφαλή επιτυχία του σκοπού, φοβούμενος τη μάταιη αιματοχυσία και τα αβέβαια αποτελέσματα.»(11) Αυτός πρέπει να ήταν και ο βασικός λόγος που κράτησε αποστάσεις από τη Φιλική Εταιρεία και τις προτάσεις που του έγιναν να αναλάβει την ηγεσία της. Το ιδεολογικό στίγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, θα μπορούσε να περιγραφεί ως αιρετικός συντηρητισμός.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Γάλλος Αrthur de Gobineau γράφει για τον Καποδίστρια: «Υπάρχει ένας ανήρ ιδιαιτέρως ενδιαφέρον δια τον θόρυβον που έχει προκαλέσει και δια τις μεγάλες συζητήσεις εις τας οποίας ευρέθη αναμεμιγμένος, αλλά προπάντων δια το είδος της σκιάς που τον περιβάλλει πάντοτε, δια το διπλωματικόν ημίφως υπό το οποίον μόλις διακρίνονται οι πράξεις του. Δεν εγνώριζε κανείς ούτε τι παρασκευάζει ο Καποδίστριας, ούτε τι επιθυμεί, ούτε τι φοβείται. Φίλος προσωπικός του Αυτοκράτορα Αλεξάνδρου, ευπρόσδεκτος από τους ελευθερόφρονες και τέλος, σχεδόν βασιλεύς της Ελλάδος, δεν διέφυγεν την δυσπιστία όλων. Παρά τον Ταλλευράνδον, το όνομά του είναι το διπλωματικότερον των σύγχρονων καιρών»(12)

«Αυτός ο Υπουργός ο περισσότερον Έλλην, παρά Ρώσος… ».

Αυτό το οποίο πραγματικά επεδίωκε ο Καποδίστριας με προτάσεις και ενέργειες, ήταν να επέλθει λύση του Ελληνικού Ζητήματος μέσα στο πλαίσιο ενός ρωσο-οθωμανικού πολέμου, αφού το τότε διεθνές ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν αντίθετο σε οποιαδήποτε κίνηση και πρωτοβουλία εθνικής χειραφέτησης. Έτσι, η σύγκρουσή του με το βασικό εκφραστή της αντίδρασης, τον Αυστριακό Καγκελάριο Μέτερνιχ, ήταν αναπόφευκτη, διαρκής και σφοδρή. Ο Αυστριακός υποστήριζε, όχι άδικα, ότι « ο Κόμης Καποδίστριας ήτο εκπρόσωπος μίας σχολής παραδόξου. Δεν είχε προ οφθαλμών ειμή το ελληνικόν ζήτημα…, αυτός ο Υπουργός ο περισσότερον Έλλην, παρά Ρώσος».(13)

Αλλά και η τότε Βρετανική πολιτική δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την επιρροή του Καποδίστρια στη ρωσική και κατ’επέκταση στην ευρωπαϊκή πολιτική. Μετά το Συνέδριο του Λάιμπαχ, όπου ο Καποδίστριας είχε ωθήσει με επιμονή τα πράγματα προς εξελίξεις που θα βοηθούσαν την ελληνική επανάσταση, ο Άγγλος Πρέσβης  στην Αγία Πετρούπολη Τσαρλς  Μπίκοτ, τηλεγραφεί φανερά εκνευρισμένος προς τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Κάσλρι τονίζοντας την «πελώρια θρασύτητα του Καποδίστρια που τον κάνει να πιστεύει ότι είναι σε θέση και την πολιτική της Ρωσίας να καθορίζει και της επανάστασης  στην Ελλάδα να ηγείται».(14)

Ρήξη και δικαίωση.

Προκύπτει εδώ το ερώτημα: Γνώριζε ο Τσάρος ότι ο Καποδίστριας, ο Υπουργός του των Εξωτερικών, ήταν  τόσο επηρεασμένος και αφοσιωμένος στην ελληνική υπόθεση;

H απάντηση είναι καταφατική. Επιβεβαιώνεται από την επαναλαμβανόμενη στη βιβλιογραφία τοποθέτηση του Αλέξανδρου προς τον ίδιο τον Καποδίστρια: «Σέβομαι τα αισθήματά σας  προς την ιδιαιτέρα πατρίδα σας και την Ελλάδα, και επειδή ακριβώς γνωρίζω τα αισθήματα ταύτα επιθυμώ να σας κρατήσω πλησίον μου. Ουδέν δικαιότερον και ώφελιμότερον του να έχουν οι Έλληνες συνήγορον παρ’ Εμοί  εν τω προσώπω υμών. Σας υπόσχομαι ότι όλας τας υποθέσεις τόσον τας ιδιωτικάς όσον και τας δημόσιας αι οποίαι αφορούν εις αυτούς θα τας εμπιστεύομαι εις υμάς».(15)

Η υπόσχεση  αυτή του Αλέξανδρου προφανώς δεν ήταν ένα «πολιτικό συμβόλαιο» πλήρους και διαρκούς αποδοχής και υιοθέτησης των απόψεων και των προτάσεων του Καποδίστρια, για την Ελληνική Υπόθεση. Άλλωστε είναι γνωστό ότι στην πολιτική οι υποσχέσεις συχνά δεσμεύουν περισσότερο εκείνους που τις δέχονται και λιγότερο εκείνους που τις δίνουν. Στην ουσία λοιπόν, ο Τσάρος έδινε μία ευκαιρία σε αυτόν τον εξέχοντα Έλληνα  να εναρμονίσει στις ρωσικές προτεραιότητες και επιθυμίες την επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος. Όταν αυτό δεν κατέστη εφικτό το 1822, η απόκλιση των θέσεων των δύο ανδρών οδήγησε στην ψυχρότητα, στην απομάκρυνση  και κατέληξε στη ρήξη και τελικά στην παραίτηση του Καποδίστρια από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας.

Όπως αναφέρει η γνωστή βιογράφος του Ιωάννη Καποδίστρια, Ελένη Κούκου:

«Ο Καποδίστριας απεχώρησε οικειοθελώς από την πολιτική σκηνή της Ευρώπης αποκλειστικά και μόνον χάριν του ελληνικού αγώνα, εγκαταλείποντας, με δική του απόφαση, τα πάντα, διαλέγοντας την «έντιμη πορεία του χρέους».(16)

Η απομάκρυνση του Καποδίστρια από το κέντρο των αποφάσεων για την χάραξη της ρωσικής πολιτικής, χαροποίησε ιδιαίτερα και χαιρέκακα, τον Μέτερνιχ, ο οποίος πέραν του ότι υπήρξε μεγάλος πολιτικός και διπλωματικός αντίπαλος του Καποδίστρια, υπήρξε και επίμονος υπονομευτής του καθ’ όλην τη διάρκεια της υπουργικής του θητείας. Χαρακτηριστικά για τα αισθήματα του Μέτερνιχ είναι τα όσα είπε  στον τότε Άγγλο Ύπατο Αρμοστή των Επτανήσων, Μάιτλαντ: «Λοιπόν- έλεγε ο Μέτερνιχ μετά την παραίτηση του Καποδίστρια- στρατηγέ μου, η αρχή του κακού εξεριζώθει. Ο Κόμης Καποδίστριας ετάφη δια το υπόλοιπον της ζωής του. Θα ζήσετε ησύχως στην Επτάνησο και η Ευρώπη θα έχει απαλλαγεί των μεγάλων κινδύνων, δι’ ων την ηπείλει η επιρροή του ανδρός τούτου». (17)

Ο Μέτερνιχ έκανε λάθος. Ο Καποδίστριας δεν ετάφη. Αντιθέτως, συνέχισε από την Γενεύη όπου εγκαταστάθηκε μετά την αναχώρησή του από την Πετρούπολη, την άοκνη δράση του υπέρ των αγωνιζόμενων συμπατριωτών του. Διαμόρφωσε ένα πυκνό ευρωπαϊκό δίκτυο ισχυρών φίλων και υποστηρικτών της Ελληνικής Υπόθεσης, που επηρέαζαν πρόσωπα και καταστάσεις στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων.

Έξι χρόνια μετά, το 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας γίνεται ο Πρώτος Κυβερνήτης των απελευθερωμένων από τον Οθωμανικό ζυγό Ελλήνων. Είχε επιτύχει το σκοπό της ζωής του, εκεί ακριβώς που ο Μέτερνιχ είχε αποτύχει. Όσο για τον Μαίτλαντ, απεβίωσε το 1824 και δεν μπόρεσε να δει τον Καποδίστρια Κυβερνήτη της ανεξάρτητης Ελλάδας, ούτε βέβαια την Ένωση των Επτανήσων με τον εθνικό κορμό στις 29 Μαρτίου του 1864.

Το διαχρονικό δίδαγμα.

Μελετώντας τη διπλωματική διαδρομή του Καποδίστρια ο οποίος, μέχρι να γίνει ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, έδρασε στην ουσία σαν μυστικός Υπουργός Εξωτερικών των Ελλήνων, συνάντησα χαρακτηριστικά και στοιχεία μιας εποχής που σε πολλά μοιάζει με τα σημερινά ζητήματα που μας απασχολούν. Απέναντι στο σημερινό τουρκικό νέο-οθωμανικό αναθεωρητισμό οφείλουμε, πρωτίστως εμείς οι ίδιοι, να σταθούμε σταθερά και αποφασιστικά, αλλά όχι μόνον μόνοι μας. Χρειαζόμαστε τη μεγαλύτερη δυνατή διεθνοποίηση των ζητημάτων που προκαλεί σε ολόκληρη την  περιοχή μας , η τουρκική επεκτατική πολιτική, καθώς και τη στήριξη φίλων, εταίρων και συμμάχων κρατών. Με άλλα λόγια, οφείλουμε να θυμόμαστε το δόγμα του αείμνηστου Πρέσβυ Βύρωνα Θεοδωρόπουλου: «Κάθε φορά που αντιμετωπίσαμε την Τουρκία μόνοι (1897, 1922, 1974) χάσαμε. Κάθε φορά που την αντιμετωπίσαμε σε συσχετισμό με άλλες δυνάμεις (πρώτος βαλκανικός, πρώτος παγκόσμιος και, εμμέσως, δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος) κερδίσαμε ή τουλάχιστον δεν χάσαμε». (18)

   Bιβλιογραφία

  1. Μαρία Ευθυμίου,«Σερβική και Ελληνική Επανάσταση: Μια σύγκριση», στο Μαρία Ευθυμίου, Θάνος Βερέμης- Άντώνης Κλάψης, «1821. Η Επανάσταση των Ελλήνων», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2021, σελ. 61-84
  2. Roderick Beeton, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η παγκόσμια σημασία της. Εκδόσεις Αιώρα, Αθήνα, 2021, σελ. 24-27
  3. Στέλιος Αλειφαντής, «Ο Προ-επαναστατικός Καποδίστριας και το Ελληνικό Ζήτημα: Διεθνής ρευστότητα και πολιτική χειραφέτησης», στο Αναστασία Σαμαρά-Κρίσπη, Σοφία Κ. Μωραίτη, Στέλιος Αλειφαντής, «Ιωάννης Καποδίστρια, Διεθνείς Θεσμικές και Πολιτικές Προσεγγίσεις (1800-1831). Εκδόσεις Κασταλία, Αθήνα, 2021, σελ. 49-163
  4. Αλέξανδρος Ι. Δεσποτόπουλος, «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωση της Ελλάδος». Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1996.
  5. Θάνος Βερέμης – Παναγιώτης Πασπαλιάρης, «Ιωάννης Καποδίστριας – Μεγάλοι Έλληνες», ΣΚΑΙ Βιβλίο, Εθνική Τράπεζα, Αθήνα 2009
  6. Στέλιος Αλειφαντής, «Ο Προ-επαναστατικός Καποδίστριας και το Ελληνικό Ζήτημα: Διεθνής ρευστότητα και πολιτική χειραφέτησης», στο Αναστασία Σαμαρά-Κρίσπη, Σοφία Κ. Μωραίτη, Στέλιος Αλειφαντής, «Ιωάννης Καποδίστριας. Διεθνείς Θεσμικές και Πολιτικές Προσεγγίσεις (1800-1831). Εκδόσεις Κασταλία, Αθήνα, 2021, σελ. 91
  7. Στο ίδιο. Σελ. 93
  8. Roderick Beeton, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η παγκόσμια σημασία της. Εκδόσεις Αιώρα, Αθήνα, 2021, σελ. 57-69
  9. Αλέξανδρος Ι. Δεσποτόπουλος, «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωση της Ελλάδος». Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1996, σελ.21.
  10. Αριστείδης Ν. Χατζής, Ο Ενδοξότερος Αγώνας, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2021,σελ.240
  11. Στο ίδιο,σελ.239
  12. Στέλιος Αλειφαντής, «Ο Προ-επαναστατικός Καποδίστριας και το Ελληνικό Ζήτημα: Διεθνής ρευστότητα και πολιτική χειραφέτησης», στο Αναστασία Σαμαρά-Κρίσπη, Σοφία Κ. Μωραίτη, Στέλιος Αλειφαντής, «Ιωάννης Καποδίστριας. Διεθνείς Θεσμικές και Πολιτικές Προσεγγίσεις (1800-1831). Εκδόσεις Κασταλία, Αθήνα, 2021,σελ. 49-163

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button