Greek Reports (Ελληνικά)

Ονήσιλου του Νέου(1)

(Ὀνήσιλος, ήρωας της αρχαίας Σαλαμίνας και ψευδώνυμο τοῦ Παναγιώτη Θεοφίλου Τουμάζου στήν ΕΟΚΑ.)

Μνήμη

Παναγιώτη Θεοφ. Τουμάζου

Οκτώβριος, 2022

(aπό το Γ´ μέρος της συλλογής “Νήσος εν Καμίνω” της Ανδρούλας Τουμάζου)

Φοῖβος ἀνεῖλεν2

(Ὁ Φοῖβος -Ἀπόλλων- χρησμοδότησε, “Κύπρονοὗ μ‘ ἐθέσπισεν…”)

Ι

Τή θέληση τῆς μοίρας ψέλλισε ἱέρεια

ἐκστατική πάνω ἀπ’ τῆς γῆς τό μέγα χᾶσμα

αἰῶνες πρίν τά βλέφαρά του ἀνοίξει.

Αἷμα μέ αἷμα σήμανε τήν ἀνομία καί τήν ὕβρη

νά ξεπλύνει, ἆγος τυράννων πού μέ ἀνόσια χέρια

δέσμιες Δίκη καί Ἐλευθερία κρατοῦσαν

κι ἀκόμη μέ τό φῶς του φῶς νά δώσει

στά τάρταρα, πανάρχαια λόγια φωνώντας:

Ἐνταυθοί νυν πύθευ ἐπί χθονί βωτιανείρῃ,

οὐδέ σύ γε ζωοῖσι κακόν δήλημα βροτοῖσιν

ἔσσεαι.3

(Λιῶσε ἐδῶ τώρα, Πύθωνα, στή γῆ ἐπάνω

πού τούς ἀνθρώπους θρέφει

κι ἄλλη ἀπό σένα συμφορά νά μήν τούς βρεῖ.)

Κανέναν ἄλλη συμφορά πιά νά μή βρεῖ

ἀπό κείνους πού ἦρθαν κουβαλώντας σκοτάδι.

Μέσα στό γυάλινο τους βλέμμα ἐκατοικοῦσε ὁ Ἅδης,

φαντάσματα μέ ἀνθρώπων σάρκες καί μ’ αἵματα θρεμμένα.

Ἦρθαν γιά νά σκοτώσουνε θεές μητέρες τῶν περιστεριῶν.

Δέν κάτεχαν τί πά’ νά πεῖ ἄσπρισμα ἐκκλησιᾶς

μέ προβατίνας γάλα γιά νά ξορκίσεις τό κακό, οὔτε ποτέ

γλυκά τούς ἀποκοίμισε κυρά θαλασσινή καί βοηδρόμος

ἀφήνοντας τά χνάρια της πάνω σέ πέτρες ριζιμιές.4

(Σύμφωνα μέ μια παράδοση, ὑπάρχουν ἀποτυπωμένα σημάδια ποδιῶν στίς πέτρες έξω από τό ἐκκλησάκι τῆς προστάτιδας τῶν παιδιῶν Ἁγίας Μαρίνας, κοντά στη Δερύνεια, ἡ ὁποία τρέχει μόλις τήν ἐπικαλεστοῦν οἱ μανάδες (βοηδρόμος) γιά νά βοηθήσει ἤ γιά νά ἠρεμήσει καί νά νανουρίσει τά μωρά.)

Ἦταν ἀπάτη ὁ οὐρανός κάτω ἀπό τά ξεθωριασμένα τσίνορα.

Μέσα στό γυάλινο τους βλέμμα ἐκατοικοῦσε ὁ Ἅδης.

ΙΙ

Δάφνη μοσχοβολᾶ ἡ πρώτη ἀνάσα του καί τό μικρό του

τό κορμί τριανταφυλλιᾶς καί νεραντζιᾶς βλαστάρια

πού ἡ μάνα του κορφολογᾶ ἀπό τά πέρα τῶν περῶν.

Στό πρῶτο του ἀνακλάδισμα φτάνει ἐντός του ὁ ἥλιος,

τίς ἀνοιχτές φτεροῦγες του ἡ θέρμη του ἀτσαλώνει.

 

Λυσσομανοῦσε ἡ ἄνοιξη

Μόλις πρόλαβαν τά ἔφηβα χείλη νά ποῦνε τ’ ὄνομά της.

Πῆρε μαζί του τήν εἰκόνα της πού ἀνέμιζε παντιέρες

καί στήν κοτσίδα της αἰχμάλωτο τ’ αὔριο τῶν ὀνείρων.

Νά νοσταλγήσει τό μέλλον δέν πρόλαβε.

Μελαγχολία δέν χωροῦσε γιά ἀνεκπλήρωτο θαῦμα.

Δέν εἶχε θέση τό κενό στούς λογισμούς του.

Πῆρε μαζί του τήν εἰκόνα της νά τῆς φορᾶ λουλούδια

ἀπό τά χείλη τῶν γκρεμῶν τίς ἀφέγγαρες νύχτες

πού παραμόνευε στίς λόχμες ἡ παγερή ἀθανασία.

ΙΙΙ

Βιάστηκε νά φορέσει τόν πόλεμο κατάσαρκα.

Τό ροῦχο μύριζε Πίνδο καί Ροῦπελ.

Μύριζε παγωνιά κι Ἀνάσταση.

Τό ροῦχο μύριζε Σαλαμίνα καί μέλι.

Μύριζε Ἀμμόχωστο κι ἀνθούς,

πεῦκο, ρετσίνι, κρουσταλλιασμένα δάκρυα

γιά νά μετροῦν τόν χρόνο.

Τό ροῦχο ἠχοῦσε προσκλητήριο νεκρῶν

–ποιά ἀπ-ουσία τάχατες δηλώνει τόση οὐσία–

Ἐπίκληση – Ἀπάντηση: “Παρών!”

ἐκ Σαλαμῖνος, Σόλων, Κυρηνείας, Λαπήθου…

“Παρών!”: Ἀρκάς, Ἀργεῖος, Ἀθηναῖος,

Μακεδών…

“Παρών!”: Ὀνήσιλος, Κυπριανός, Λουκᾶς,

Βαρνάβας, Λιάσος…

Συγγενεῖς κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν Ἐλευθερίας καί αἵματος

Νικόλας…5 Αἷμα ἀπ’ τό αἷμα του.

(Νικόλας Κ. Τουμᾶζος: θεῖος τοῦ Παναγιώτη Τουμάζου, ἐθελοντής στόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καί ἀγνοούμενος ἐπί πολλά χρόνια, σκοτώθηκε στήν Ἑλλάδα καί βρέθηκε θαμμένος σέ ὁμαδικό τάφο στό Συμμαχικό Νεκροταφεῖο Παλαιοῦ Φαλήρου.)

Σιωπή. Ἄπνοη σιγή μυστηρίου.

Τόν δέ σκότος ὄσσε κάλυψεν6

(Τά μάτια του τά σκέπασε σκοτάδι.)

Κορμιά ὁλόκληρα, μισά, σάρκες καί κόκκαλα

συγγενῶν κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν Ἐλευθερίας

σέ κοινό τάφο παρά θῖν’ ἁλός ἐν Δήμῳ Ἀλιμοῦντος.

Ἄδηλοι μέν, ποτέ δειλοί!

Κυπαρισσένια λάρνακα δέν ἔφερε ἡ γενιά τους

Μία λοιπόν κλίνη κενή φέρεται

ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν7

(Φράση του Θουκυδίδη από τον Επιτάφιο του Περικλή για τους μη ταυτοποιημένους ήρωες του πολέμου)

Ὅταν τό σῆμα βρίσκεται ἔχει σωθεῖ τό δάκρυ.

Εἶχε ζυμώσει τόν πηλό πού ἔπλασε γυναίκα

στάμνα γιά ξόδι ἀγίνωτο: χῶμα νερό ἀέρας πῦρ.

Ὅλη ἡ ζωή μιά στάμνα καί μές στή στάμνα ἡ ζωή.

Τόσα Σαββάτα τῶν Ψυχῶν ἀπών κι ἀπρόσφορος,

πλάνης καί πλανεμένος ἀνάμεσα γῆ κι οὐρανό,

μιά πανταχοῦ παροῦσα ἀπουσία πού παλεύει τή λήθη

καί ἡ μνήμη ἀγήρως.

IV

Ὁ Πεζουνόγκρεμος τήν ἀντάρα ἀντρανίζει,

ἀγριοπερίστερο φόβο σφραγίζει στίς σπηλιές

τίς ἀμίαντες.

Ὕπουλα τάχα τό μολύβι χώθηκε μές

στά σγουρά του τά μαλλιά ἤ ἀπό αἰδώ

μήν τό ἄσπιλο του πρόσωπο χαλάσει

ἤ ἀπό χέρι θεϊκό κινημένο ξαστόχησε…

Σταλωμένο ἀνθόμελο στά μισάνοιχτα μάτια

καί στά χείλη δροσιά τά ἀνείπωτα λόγια:

“Ὄμορφα πού ‘ναι τά βουνά, μά γρήγορα νυχτώνει”

ψέλλισε ὁ νοῦς καί χύθηκε στό μαῦρο τῆς ἀβύσσου.

Οἱ σταυρωτές, φοβισμένοι ἤ ἀδιάφοροι,

τόν ἀφήνουν βορά τῶν ὀρνέων.

Ἐκεῖνοι ἦρθαν ἀπό μέρη ἀνήλιαγα,

ἔσπειραν θάνατο ἀποσπερίτη καί τώρα σωπαίνουν.

Στίς ἀρχαῖες του πέτρες μονάχος δέρνεται ὁ ποταμός.

Τά πεῦκα ψέλνουν “Κύριε ἐλέησον”.

Ἡ ἀγριελιά στό παγωμένο στῆθος του “Ἑἰρήνη”.

Οἱ ἀνυφάντρες τοῦ ἀνέμου ξεγυμνώνουν τή νύχτα

πού ἀντιλαλοῦν οἱ χαράδρες καί μιάν ἄγουρη μέρα

σκεπάζουν βελόνες.

Σέ ἀπάτητη γῆ τόν γυλιό-κιβωτό ποτισμένο μέ αἷμα

καί κατάστικτο σκόρπια μυαλά οἱ συντρόφοι κηδεύουν.

Τῆς Ἀντιγόνης γόνοι περισυλλέγουν τό σῶμα του,

ἕνας ἄγγελος κρύος ἀέρας ροβολᾶ γιά τή θάλασσα,

στούς Δελφούς τρεμοπαίζει σέ λυχνία μιά φλόγα

καί καπνός θυμιατοῦ τοῦ Εὐέλθοντα τό μαντᾶτο σκορπᾶ.

V

Οὐδέ τις αὐτόθ’ ἐνί πτόλεϊ λίπετ’ ἀνήρ,

οὐδέ γυνή. Πάντες γάρ ἀάσχετον ἵκετο πένθος.

Ἀγχού δέ ξύμβληντο πυλάων νεκρόν ἄγοντι.8

(Τότε ψυχή δέν ἔμεινε στήν πόλη, μήτ’ ἄντρας

μήτε γυναίκα, γιατί σφοδρός τούς συνεπῆρε πόνος

καί τόν νεκρό προϋπάντησαν ἐκεῖ σιμά στις πύλες.)

Σφάλισαν καί ρωμάνισαν οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν

μήν ξεγλιστρήσει ἀδιάντροπη θλίψη.

Σφάλισαν καί ρωμάνισαν οἱ πύλες τῶν σχολειῶν.

Ἀπόλυτη σιγή. Στά δισκοπότηρά τους ἑτοιμάζουν

νέα μετάληψη.

Πλημμύρισαν ἔφηβους πόθους τά περβόλια,

κατηφορίζουν σιωπηλοί, στά δόντια τους σφιγμένος

ὁ τελευταῖος ἀσπασμός.

Κατηφορίζουν στήθη χωρίς φόβο ἀριθμῶν.

Τά κατοικοῦν καρδιές θεριεμένες ἀπό ρόγχο

ἀγχόνης καί νωπό ὁλοκαύτωμα.

Τά σταυροδρόμια γέμισαν γυάλινα μάτια,

οὐρανό ἀπάτη κάτω ἀπό ξεθωριασμένα τσίνορα

καί μολύβι θανάτου.

Tίς καρδιές πλημμυρίζει τοῦ χρυσάνθεμου γεύση.

Πότε στρώθηκαν τά μυρσίνια κι οἱ δάφνες!

Ποιό λυγίζει τά γόνατα πρόσταγμα,

ἰαχή στόν αἰθέρα ὑψώνει

καί τά σπλάχνα ποιό ἀμφίστομο λεπίδι ξεσκίζει!

Ἐμῶ θυμῶ πάντων πολύ φίλτατε παίδων…9

(Ὦ ἀκριβότερο ἐσύ ἀπ’ ὅλα τά παιδιά μου.)

Ὡραῖος ἤσουν ζωντανός, καί τώρα πάλι ὡραῖος…

Τοῖο δ’ Ἀπόλλων

Πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροΐ, φῶτ’ ἐλεαίρων

καί τεθνειότα περ. Περί δ’ αἰγίδι πάντα κάλυπτε

χρυσείη ἵνα μη μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων.10

(Φθορές ωστόσο το κορμί δέν είχε, γιατί τόν ἄνδρα

καί νεκρόν ὁ Ἀπόλλων τόν λυπόταν, προσεκτικά τόν σκέπαζε

μέ τή χρυσήν αἰγίδα νά μή γδαρεῖ τό σῶμα του στά χώματα συρμένο.)

 

Μακρινό μοιρολόι πικρό ἀρχινᾶ.

Κορυφαία τῆς μάνας ἡ μάνα θρηνεῖ

τό ἀκριβό τοῦ παιδιοῦ της παιδί

κι ἀπαντοῦν στόν κρουστό του ρυθμό

ἐν χορῶ οἱ καμπάνες τῆς πανάρχαιης πόλης.

Οἱ νεραντζιές στούς φράχτες “Ἀλληλούια”.

Τρεμουλιάζουν τή θερινή τους σκόνη

οἱ ροδωνιές σέ πνιγμένο λυγμό: “Δόξα Σοι!”

Τά κυπαρίσσια τοξεύουν ἀγέρωχο ὕστατο “Χαῖρε!”

στό στῆθος τοῦ ἥλιου.

VI

Τοῦτος ὁ θάνατος δέν μυρίζει λιβάνι καί μούχλα,

ταγγισμένο λάδι καί σβησμένο λουμίνι.

Τοῦτος ὁ θάνατος μοσχοβολᾶ βάγια κι Ἑλλάδα,

εὐωδιάζει κερήθρα κι ἀνθόμελο σταλωμένο

σέ μισάνοιχτα μάτια καί σφραγίζει μέ δρόσο

ἀνείπωτα λόγια: Ἐλευθερία – Δίκη – Ἀρετή.

Αὐτά μονάχα.

Καί ἡ μνήμη ἀγήρως!

Παναγιώτης Θεοφίλου Τουμάζος
12 07 1939 – 22 10 1958
Ο τόπος της θυσίας του στην Κακοπετριά
Η ανεψιά του ήρωα Άρτεμις Χατζηβαρνάβα με τα παιδιά της Αλέξανδρο και Ελευθερία ετοιμάζοντας στεφάνι και κόλυβα για το 64ο μνημόσυνο του

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button