Greek Reports (Ελληνικά)

«Ηλίου άτερ σιγώ» [1]

Α΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου

Α΄ Δημοσίευση: Κύπρος, Καταφύγιο Μικρασιατών Προσφύγων

(Λευκωσία: Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου, 2015), σ. 19-37.

«Δεν είμαι ιστορικός, ούτε φιλόλογος, οπότε θα χρειαστώ τα φώτα σου Λυσίμαχε. Ξέρω καλά πως δεν διαθέτω την απαραίτητη εξάρτυση για μία αυστηρή επιστημονική μελέτη. Άλλωστε, εκ προοιμίου θέτω ως στόχο, ή μάλλον αποστολή μου, το ψυχογράφημα των ανθρώπων και του κόσμου τους στον χωροχρόνο. Σου αφήνω φωτοτυπίες πρωτολείων και αντίτυπα φωτογραφιών, ώστε να αντιληφθείς το πνεύμα που θέλω να μεταφέρω. Δες τα και θα συζητήσουμε ξανά. Θα επιστρέψω στη Λευκωσία την επόμενη Δευτέρα».

***

Ενώ ο ήχος των βημάτων της Ανατολής έσβηνε ο επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας Λυσίμαχος Χελιδόνης άφησε –πράγμα σπάνιο– την αποδελτίωση των εγγράφων του για να εξερευνήσει τον γαλάζιο φάκελο. Το επαγγελματικό ενδιαφέρον έσμιγε με το προσωπικό καθώς η Ανατολή Επιφανίου ήταν η γυναικολόγος που το 1977 τον είχε φέρει στον κόσμο, αναλαμβάνοντας ευθύνη δυσανάλογη με τη θέση της στη γυναικολογική κλινική. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ο φημισμένος πλην γηραλέος πια μαιευτήρας απολάμβανε το γιορτινό Λονδίνο. Στην κλινική ήταν μόνη η Ανατολή, εκτελώντας χρέη νοσοκόμας, όπως προέβλεπε και η σύμβασή της. Όταν διακόμισαν τη Βερεγγάρεια Χελιδόνη αιμορραγούσα, η Ανατολή αντιμετώπισε το περιστατικό με ένα δυσεύρετο κράμα αποφασιστικότητας, επαγγελματισμού κι ευαισθησίας. Ουδείς εκ των συνεργατών της κλινικής αρνήθηκε το κάλεσμα της Ανατολής και του καθήκοντος μέσα στα γιορτινά συν παγωμένα μεσάνυκτα. Έτσι, με καισαρική τομή, ενώ ανέτελλαν τα Χριστούγεννα, η Ανατολή έφερε στον κόσμο ένα εφταμηνίτικο αγοράκι, με μελιά μάτια. Η Βερεγγάρεια Χελιδόνη ονόμασε τον πρωτότοκο Λυσίμαχο προς τιμήν του αγαπημένου προγόνου της Ανατολής. Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του αγοριού η Ανατολή έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, τη «μελαγχολική πρωτεύουσα των προσφύγων» σύμφωνα με τα γράμματά της στη Βερεγγάρεια. «Εδώ η προσφυγιά βιώνεται με λιγότερη οδύνη! Αυτή η πόλη ήταν ανέκαθεν τροφός προσφύγων», είχε γράψει το 1984. Άλλωστε, η μάνα του αρραβωνιαστικού της, η Πελαγία, πρόσφυγας και η ίδια από την Κερασούντα, την είχε υποδεχτεί με την προτροπή: «Μάνα να μες λες γιαβρί μου». Κατά τη συνάντηση η Ανατολή είχε αναφέρει στον καθηγητή: «Την άνοιξη και το καλοκαίρι, όποτε η Πελαγία με έβλεπε θλιμμένη, μου κρεμούσε κεράσια στ’ αυτιά! Το φθινόπωρο και τον χειμώνα με τάιζε γλυκό κεράσι. ʺΚι εδώ ανθίζουν οι κερασιέςʺ, έλεγε. Κι ένιωθε ευλογημένη που είχε αισθήσεις εναργείς, ώστε να μεταλαμβάνει άνθη και καρπούς. Ίδια η Φωτεινή, που θεράπευε τον πόνο με πορτοκάλια σιεκκέρικα και γλυκό κιτρόμηλο! Αμφότερες αεικίνητες ως τις τελευταίες μέρες τους! Όσο για την Αρτέμιδα… η ζαχαροπλαστική δεν συγκαταλεγόταν στις αγάπες της. ʺΑνατολή, μάνα να με λεςʺ, μου είπε κι εκείνη, όταν έφτασα στη Θεσσαλονίκη,  κι ας ήταν μεγαλύτερη από τη Φωτεινή, ήδη εβδομηντατεσσάρων ετών». Η Ανατολή έμεινε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη για τριανταέξι χρόνια. Επέστρεψε τον Φλεβάρη του 2014, ως ομότιμη πλέον καθηγήτρια Μαιευτικής-Γυναικολογίας, με το όραμα να δημιουργήσει ένα βιβλίο σαν «αναθηματικό κι ενθυμητικό φανό», με πρωταγωνίστριες τις ηρωικές γυναίκες της οικογένειάς της.

«Φανός ηρωισμού»: αυτός ήταν και ο χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσε η Βερεγγάρεια για την Ανατολή και τη γενιά της. Τη συγκεκριμένη οικογένεια έφερε ως πρότυπο στον γιο αλλά και τους μαθητές της. «Και η Λεμεσός μεταρσιώνεται σε προσφυγομάνα· σταδιακά αποσείει το ρόλο της μητριάς. Στο Γυμνάσιο η πλειονότητα των παιδιών μου είναι πρόσφυγες. Στον χάρτη με το συρματόπλεγμα, σημειώσαμε τα χωριά τους με σημαιάκια, που αρχίζουν από το Ριζοκάρπασο, απλώνονται στη Λάπηθο, καλύπτουν τη Μεσαορία, φτάνουν στην Άχνα και τον Γερόλακκο. Ορισμένοι μαθητές έχασαν συγγενείς· ορισμένων οι συγγενείς εξακολουθούν να αγνοούνται. Ωστόσο η ενσωμάτωση προχωρεί γοργά· το νησί ανακάμπτει. Πραγματικά θαυμάζω το δυναμισμό και το κουράγιο αυτού του προσφυγικού κόσμου. Οι συνοικισμοί γεμίζουν με ομοιόμορφα, περιποιημένα σπίτια, τα οποία οι πλείστοι αποκαλούν προσωρινά. Μειονότητα αποτελούν οι διπλά πρόσφυγες, εκείνοι που έχουν ξεριζωθεί για δεύτερη φορά. Οι συγκεκριμένοι θέλουν να πιστεύουν στη δικαίωση αλλά έχουν επίγνωση της ισχύος των όπλων. Δίδασκα Σεφέρη τις προάλλες: ʺΚύριε, βόηθα να θυμόμαστε/ πώς έγινε τούτο το φονικό·/ την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια/ το στέγνωμα της αγάπης […]/ όμως ο μαντατοφόρος τρέχει/ κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει/ σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο/ το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίναςʺ[2]. Μια κοπελίτσα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. ʺΚυρία, τους συγγενείς μας να φέρει ο μαντατοφόροςʺ, είπε. Ο παππούς της σφαγιάστηκε το 1955, στην Κωνσταντινούπολη. Η περιουσία τους λεηλατήθηκε. Η γιαγιά της γλίτωσε καθώς ήταν Βρεττανή υπήκοος. Πλέον η μαθήτριά μου πάει κάθε Κυριακή με τη γιαγιά εκείνη στο οδόφραγμα. Η κόρη και ο γαμπρός της γιαγιάς μια φωτογραφία γαμήλια, όπως ακριβώς και οι γονείς της, στα 1922», έγραψε το 1979 η Βερεγγάρεια στην Ανατολή.

Η Βερεγγάρεια είχε το δικό της κασελάκι επιστολών! Η αλληλογραφία συνήθεια αγαπημένη! «Θα σου γράφω, θα στέλνω φωτογραφίες, όλων μας». «Μην με λησμονήσεις», είχε ζητήσει η Ανατολή την άνοιξη του 1978, σχεδόν παρακλητικά. «Δεν λησμονώ», ήταν το μόνιμο υστερόγραφο στα γράμματα της Βερεγγάρειας ταυτόσημο με το πανταχού παρόν «Δεν ξεχνώ». Ούτε η Ανατολή λησμονούσε και κάθε Ιούλιο επισκεπτόταν τους όλο και λιγότερους συγγενείς της στο νησί, μαζί και τη δεύτερη οικογένεια. Το 1995 πέθανε η Μελίνα, η μητέρα· το 2000 ο Φάνης, ο πατέρας. Τους ακολούθησε η γιαγιά Φωτεινή, το 2005, σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών. Από τότε η Ανατολή δεν μετέβη ξανά στο νησί. Πριν φύγει παραχώρησε την προσφυγική οικία σε οικογένεια παλιννοστούντων από τον Καύκασο, με μόνο όρο τη φροντίδα του σπιτιού και κυρίως του κήπου. Ο Φρίξος και η Ντιάνα δεν μπορούσαν να πιστέψουν την καλοσύνη· η Ανατολή θεωρούσε τη στάση ανταπόδοση στην κοινωνία. Άλλωστε, οι φωτογραφίες που έφταναν μέσω διαδικτύου επιβεβαίωναν την ορθότητα της χειρονομίας. Στην περίπτωση της Βερεγγάρειας η αλληλογραφία διατήρησε τον παραδοσιακό χαρακτήρα, τόσο ως προς τον τρόπο όσο ως προς και το πνεύμα, με το ρομαντισμό και το ρεαλισμό σε ατέρμονο διάλογο.

Η φιλόλογος Βερεγγάρεια Χελιδόνη μπορούσε άνετα να είναι ρομαντική, όπως και φιλάνθρωπος, πάντα προσιτή, απαρέγκλιτα καλόβολη· γυναίκα μάλαμα, από μετάξι. Γόνος ιστορικής οικογένειας της Λεμεσού το 1975 παντρεύτηκε τον Αριστείδη Χελιδόνη, οξυδερκή έμπορο κι ευπατρίδη με πλούσια πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική δράση. «Ουσιαστικά μορφωμένος κι ενεργός πολίτης», ήταν η πρώτη γνωμάτευση της Φωτεινής. Η Βερεγγάρεια συνάντησε την Ανατολή μετά την Εισβολή, όταν η τελευταία έφτασε στη Λεμεσό ως προσφυγοπούλα. Ήταν γιατρός, γυναικολόγος, σπουδασμένη με υποτροφία. Για τους πλείστους μετρούσε περισσότερο η προσφυγική ιδιότητα· για την ίδια, όπως και για την Βερεγγάρεια, η μόρφωση και η κληρονομημένη φιλοπονία. Πριν την Ανατολή βρήκαν εργασία οι γονείς: ο πατέρας ως μικροπαραγωγός στο «Παντοπουλείο» και η μητέρα στην κουζίνα εστιατορίου, όπου θαυματουργούσε με συνταγές φερμένες από τη Μικρά Ασία. Η Βερεγγάρεια γνώρισε τη Μελίνα όταν μετά το δείπνο στο εστιατόριο θέλησε να συγχαρεί τη δημιουργό των εξαίσιων θαλασσινών «ποιημάτων». «Γρήγορα η Μελίνα έλαβε προαγωγή και αύξηση ενώ ο Αριστείδης φρόντισε ώστε η Ανατολή να προσληφθεί στην κλινική οικογενειακού φίλου.

Αν τα νοερά νήματα ήταν ορατά, εκείνο το μεσημέρι οι αναμνήσεις του Λυσίμαχου θα έσμιγαν με εκείνες της Ανατολής, όπως οι κλωστές του μάρτη στο κρινόλευκο χέρι της γυναίκας. Η τελευταία περπατούσε απολαμβάνοντας τον κυπριακό ήλιο ενώ ο λογισμός περιδιάβαινε σε ηλιόλουστες αλλά και ανήλιαγες στιγμές του παρελθόντος. «Πες μας θεία για την Αμμόχωστο!», την παρακαλούσαν μικρά τα ανίψια: η Πελαγία και ο Λυσίμαχος. Η ίδια δεν πρόλαβε να γίνει μάνα. Την πρόλαβε ο καρκίνος. Μετάνιωσε για τις αναβολές. Ήθελε πρώτα να ορθοποδήσει. Ήταν σαράντα χρονών όταν έγινε η διάγνωση. Το πάλεψε και το νίκησε με τον Δημήτρη, την Πελαγία και την Αρτέμιδα φύλακες-άγγελους. Το 1984, αναζητώντας στο βιβλιοπωλείο μία μελέτη περί κακοήθων όγκων, το βλέμμα αγκάλιασε μια καινούρια ποιητική συλλογή: Αμμόχωστος Βασιλεύουσα. Κυριάκος Χαραλαμπίδης ο ποιητής, από την Άχνα. Το άνοιξε: «Η αρχή ενός ειδυλλίου…». Δεν περίμενε για τη μελέτη· πλήρωσε κι έφυγε δρομαία αδιαφορώντας για τα ρέστα. Ένιωθε πως έπρεπε να μεταλάβει την ποίηση ενώπιον θαλάσσης. Ήδη το μυαλό είχε κατακλειστεί από εικόνες: της κοσμοπολίτικης Αμμοχώστου και της πόλεως-φάντασμα, της νύμφης Ιωνίας, της «κορώνας», της πυρολυμένης και της σύγχρονης. Η γενιά της πάντα «παρά θιν αλός», σε πόλεις που το 1830 ήσαν όλες αλύτρωτες. Από αυτές μόνο η Θεσσαλονίκη αξιώθηκε την πλήρη λύτρωση. Καθώς ψηλαφούσε τους στίχους η Ανατολή αναρωτιόταν αν ο ποιητής σμίλευε την Αμμόχωστό της ή τη Σμύρνη της Φωτεινής. «Πόλη με το φεγγάρι στα μαλλιά σου/ τον ήλιο ξέσκεπο, την ευωδιά ντυμένη». «Εκεί που το δικράνι την έλιωνε/ ακούω σπαραχτικές κραυγές/[…] Μια πόλη σάμπως να συνθλίβεται/ Και τα καρύδια που έσπανα, στη μέση τ’ άφηκα». Τον Αχιλλέα, τον αδελφό της Φωτεινής, τον συνέθλιψαν μπουκωμένο με καρύδια. «Άφκιαστο κι αστόλιστο/ του χάρου δεν σε δίνω!»[3], ολοφυρόταν η μάνα της, η Χιώτισσα Αριάδνη, που είχε μεγαλώσει με τις διηγήσεις για τη σφαγή του 1822. Λίγες μέρες αργότερα τον συνάντησε, με διαβατήριο τις κακουχίες στο καράβι. «Ίδια η Αριάδνη», έλεγε η Φωτεινή για τη Μελίνα. Όντως, η μάνα της Ανατολής ήταν αηδονόλαλη, καλοπροαίρετη και κυρίως νοικοκυρά. «Δέσαν την πόλη στο καμπαναριό/ με αλυσίδες σώματα παλικαριών/ και κάτι λείψανα αγαλμάτων». Η λέξη καμπαναριό άρρηκτα συνδεδεμένη με την Αγία Φωτεινή, της Σμύρνης και της Φωτεινής. Αίφνης η Ανατολή συλλογίστηκε την Αμμόχωστο, δεμένη στο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής με αλυσίδες τα σώματα των προγόνων: Λυσίμαχος, Αχιλλέας, Αριάδνη, Θύρσος, Ανδρέας… Αλυσίδες και τα αγάλματα, που χρίστηκαν ορφανοί κι ανυπεράσπιστοι φύλακες σε Ανατολή και Βορρά. Η γιατρός σήκωσε το βλέμμα· ατένισε τους γλάρους του Θερμαϊκού. Όταν ήταν παιδούλα η Φωτεινή την έπαιρνε να θαυμάσουν τους Αμμοχωστιανούς γλάρους, κατά την ανατολή ή τη δύση. Η εγγονή Ανατολή γεννήθηκε ενώ ανέτελλε η μεγαλύτερη ημέρα του έτους. Η Φωτεινή ήταν εκείνη που αποφάσισε το όνομα. «Λυσιμάχη», επέμενε η Μελίνα κι ας μην είχε γνωρίσει τον παππού. «Τι μας έφταιξε το κορίτσι; Άσε, αν κάνεις αγόρι να το βγάλουμε Λυσίμαχο». Εν τέλει η Μελίνα δεν έγινε αγορομάνα· ούτε και η Ανατολή βέβαια. Ωστόσο η τελευταία ένιωθε δικά της πλήθος παιδιά στη ʺΜέλισσαʺ πρώτα και στο ʺΧαμόγελοʺ ύστερα. Τα ορφανά την αποκαλούσαν μάνα, μαμά, μανούλα· κι αννέ την αποκάλεσε κάποτε μια μικρή. Στο άκουσμα η Ανατολή θυμήθηκε τη συνετή κοσμοπολίτισσα Φωτεινή, που μιλούσε άπταιστα τουρκικά. Η γιαγιά της δεν μισούσε τους Τούρκους ως σύνολο· η απέχθεια ήταν στοχευμένη. Η πεθερά της Φωτεινής, η Άννα, ήταν αλλιώτικη: αγανακτούσε με τη νύφη που στο Βαρώσι συναναστρεφόταν την Aynur, που κολυμπούσαν μαζί σαν γοργόνες, ξανθιά και γαλανομάτα η Τουρκάλα, μελαχρινή η νύφη. «Τούτη εν Τούρτζισσα, εστράβωσεν σε, έκαμεν σου μάγια. Εβάλαμεν την έσσω τιτσίραν τζι’αλυπόλυτην τζιαι θέλει να μας κουμαντάρει», μηρύκαζε στον γιο. Η Φωτεινή ένιωθε τα λόγια σαν πυρωμένα καρφιά αλλά σιωπούσε. Έγραφε, μόνο, τον πόνο της στην Αρτέμιδα. Το τελευταίο γράμμα που ταξίδεψε από το Βαρώσι για τη Θεσσαλονίκη αναφερόταν στον αρραβώνα της Ανατολής με τον Δημήτρη και στο νεόδμητο σπίτι με τις τριανταφυλλιές.

Η συνοικία της αρραβωνιασμένης Ανατολής στην Αμμόχωστο έφερε το όνομα Νέα Σμύρνη. Μετά το διωγμό από την Αμμόχωστο η κοπέλα έμεινε για δύο εβδομάδες κάτω από τα πεύκα, στο δασάκι της Άχνας, φορώντας το αγαπημένο λουλουδάτο φουστάνι και τις μοδάτες σαγιονάρες με τη μαργαρίτα. Το μυαλό της κοπέλας φτερούγιζε στις διηγήσεις της Φωτεινής. «Δεύτερη φορά πρόσφυγας· δεύτερος ξεριζωμός· τώρα έστω, πατάω γη», αποφάνθηκε εκείνη στωικά. Η Ανατολή ήταν απελπισμένη καθώς διαπίστωνε τη ματαίωση ονείρων και στόχων. «Μητέρα, γύρω από τα σπίτια μας στρατοπέδευσε η Ασία/ γύρω από τα σπίτια μας αλαλάζει έξαλλη η Ασία/ γαυριά έξαλλη η Ασία», θα μάθαινε, κάποια χρόνια αργότερα στα ανίψια τους στίχους του Μόντη. Τη δική της μητέρα την έσυραν από το σπίτι με κόπο. Η Μελίνα δεν εννοούσε να αφήσει τα κεντήματα και τα χρυσαφικά της. Η Φωτεινή δεν της επέτρεψε να πάρει τίποτε. Συνεπώς τα τιμαλφή έμειναν στην κρύπτη. Η Φωτεινή έκρυψε στο σταφιδιασμένο στήθος το δακτυλίδι της γιαγιάς της, το φερμένο από τη Σμύρνη, κρυμμένο στο κοκαλιάρικο τότε στέρνο. Η ίδια η Ανατολή έκοψε σύριζα την εβένινη χαίτη, καθώς θυμήθηκε την ιστορία της Αρτέμιδος, την οποία ο στρατιώτης είχε αδράξει από την πλεξίδα. Γρήγορα και οι τρεις γυναίκες θέλησαν να προσφέρουν στον Ερυθρό Σταυρό το υστέρημα της δύναμής τους. Στους καταυλισμούς έβλεπαν την Ανατολή σαν άγγελο, τη Φωτεινή και τη Μελίνα σαν μανάδες. «Σαν να ξεπληρώνω μια οφειλή σε όσους φρόντισαν εσένα και τους άλλους πληγωμένους μας τότε», έγραψε στην Αρτέμιδα. Μετά την Άχνα η οικογένεια κατάφερε να νοικιάσει δυο κάμαρες στη Λεμεσό. Το 1976 ο Φάνης και η Μελίνα έλαβαν οικόπεδο στο Τραχώνι, στην οδό Μικράς Ασίας. Δύο χρόνια αργότερα η Ανατολή εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, στην Καλαμαριά, στην οδό Λευκωσίας. Σαν να χτυπούσε η ημιελεύθερη καρδιά του νησιού της στην φιλόξενη γη. Όσο για το Τραχώνι γρήγορα άλλαξε όψη. Στήνοντας το σπίτι της ξανά η Μελίνα πρόλαβε να νιώσει ξανά νοικοκυρά. Η γη του Τραχωνιού ήταν εύφορη. Η αυλή της χώρεσε ελιά, μανταρινιά, πορτοκαλιά, λεμονιά, ροδιά, κλήμα καρδινάλιο και μυροβόλες τριανταφυλλιές. Η Ανατολή της λάτρευε τα ρόδα· στο διαμέρισμα της Καλαμαριάς μπήκε συντροφιά με μια γλάστρα.

Κι ενώ η Ανατολή, έσκυβε να απολαύσει το άρωμα των παιδιών μιας βιαστικής τριανταφυλλιάς, ο Λυσίμαχος άφηνε τους συλλογισμούς κι έσκυβε στα γραπτά. Η Ανατολή έγραφε… εξιστορώντας τις ημέρες και τα έργα της Φωτεινής:

Η Φωτεινή Αϊβαλιώτη βίωσε πρώτη φορά την προσφυγιά το 1922, δεύτερη το 1974. Μετά το δεύτερο ξεριζωμό, θύμιζε, όλο και περισσότερο, τον σεφερικό άνθρωπο της ακροθαλασσιάς: ολόκληρη μια «Αφήγηση». Κάποτε μονολογούσε «Για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες/ Που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς/[…]/Εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου». Κι όμως, ως το θάνατό της, το 2005, ένιωθε ευγνώμων για την επιβίωσή της. Το 1922 η πόλη κάηκε, μαζί με τα αρχεία και τα ληξιαρχεία της, αλλά η Φωτεινή ήξερε πως ήταν ζωντανή. Πως το βιβλίο των δούναι και λαβείν με τη ζωή ήταν ανοικτό. Ανέβηκε στο πλοίο και πέρασε στην άλλη όχθη, σώα. «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν/ Έτυχε νά’ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί/[…]/πήραν πολλούς τα σκάγια/ οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια»[4], θα διάβαζε, δεκαετίες αργότερα. Και στο καταφύγιο Κύπρος πολλοί τρελάθηκαν, όπως μια φίλη που τριγυρνούσε νανουρίζοντας μια κούκλα με το όνομα του παιδιού που της άρπαξαν, ένα μήνα μετά τη γέννησή του.

Η Φωτεινή γεννήθηκε τον Γενάρη του 1906. Τον Αύγουστο του 1922 η Σμύρνη βρέθηκε στο έλεος των Τσετών· τον Σεπτέμβριο το θλιβερό ιστιοφόρο της Φωτεινής προσάραξε στις κυπριακές ακτές. Οι Βρετανοί συμπεριφέρθηκαν στους πρόσφυγες με αναλγησία ανάλογη εκείνης των συμπατριωτών τους, στην προκυμαία της φλεγόμενης πόλης. Οι πλέον ευάλωτοι επιβαίνοντες του πλοίου δεν κατόρθωσαν να πατήσουν το πόδι τους στο νησί. Ήταν στιγμές που η Φωτεινή φοβήθηκε πως το ιστιοφόρο εκείνο θα αποτελούσε κοινό φέρετρο. Οι αλλεπάλληλες εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου απέδωσαν και οι πρόσφυγες αποβιβάστηκαν στο νησί. Η Φωτεινή, αφού πέρασε και από το μαρτύριο του λοιμοκαθαρτηρίου, με τις φροντίδες του Φιλοπτώχου Συλλόγου ανέκτησε τις δυνάμεις της. Η θαυμάσια Ελένη Χατζηπέτρου την προέτρεπε να επιστρέψει στα θρανία, ώστε σύντομα να γίνει η παιδαγωγός που ονειρευόταν. Ωστόσο η Φωτεινή πρόταξε το στόχο της επιβίωσης δια της εργασίας της. Το επόμενο καλοκαίρι γύρεψε δουλειά στους σιτοβολώνες της Μεσαορίας. Όταν η έφηβος Ανατολή διάβασε για τις Μεσολογγίτισσες του Σολωμού, που άλλοτε «είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόϊδα» αλλά «όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς[…]/ Και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε» θυμήθηκε τις διηγήσεις της γιαγιάς. Όντως, οι πλείστοι Κύπριοι αγκάλιασαν του πρόσφυγες. Η γη, όπου στα 1821 «το γαίμαν εκολύμπωσεν» ήταν πέρα από γόνιμη και φιλόξενη. Κυρίως οι κάτοικοί της ήξεραν πως «Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!»[5]. Ελένη και Φωτεινή κράτησαν επαφές. Μάλιστα η Ελένη βοήθησε τη Φωτεινή να εντοπίσει τα ίχνη της Αρτέμιδος. Κάποια χρόνια αργότερα η Φωτεινή θα έστελνε περήφανη τη Μελίνα της μαθήτρια στο Παρθεναγωγείο.

«Το γιασεμί στην πόρτα σου/ γιασεμί μου/ ήρθα να το κλαδέψω[…]/ και νόμισε η μάνα σου[…]/ πως ήρθα να σε κλέψω/ ωχ γιαβρί μου», της τραγούδησε ένα μεσημέρι ο Νεόφυτος, ο γιος των επιστατών, λίγες μέρες μετά την έναρξη του θέρους. Η Φωτεινή, έμπλεη οργής κι οδύνης του απάντησε: «Ποια μάνα ε; Πεντάρφανη είμαι, στο έλεος της μάνας σου». Δεν ήθελε να κλάψει αλλά απέτυχε να συγκρατήσει το αλμυρό κύμα. Αυθόρμητα ο Νεόφυτος έσπευσε να την αγκαλιάσει· δεν τον άφησε· ήταν ο καιρός που φοβόταν τον κόσμο και δη τα αρσενικά περισσότερο από ποτέ. Ωστόσο ο Νεόφυτος την αγάπησε από την πρώτη στιγμή που την είχε δει να φτάνει ζητώντας δουλειά. Δεν επέμεινε στο αγκάλιασμα· αρκέστηκε να κλείσει τα χέρια της στα δικά του λέγοντας: «Τούτα τα σιέρκα εν κάμνουν για χωράφκια. Εσού πρέπει να ήσουν αρκόντισσα, πρέπει να είσαι τζιυρά!». «Ήμουν αληθινή αρχόντισσα, Σμυρνιά, αριστούχος μαθήτρια του Παρθεναγωγείου. Και οι γονείς μου άρχοντες, και από άποψη περιουσίας και από άποψη ήθους». Της μιλούσε με την ντοπιολαλιά· του απαντούσε σε επίσημα ελληνικά, για να του καταστήσει σαφές ποια ήταν στην προηγούμενη ζωή της, ποια εξακολουθούσε να είναι παρά την περιβολή. Η Άννα, η μάνα του, αρχόντισσα ως προς την περιουσία αλλά ενδεής ως προς το ήθος, ήθελε να κάνει την «αρκάτρια» να λησμονήσει πρότερο βίο και βιός. Απέτυχε παταγωδώς. «Ψιντρή βασιλιτζιά μου τζιαι μάντζουράνα μου/ Εσύ εννα με χωρίσεις από τη μάνα μου/ Έφκά στο παραθύριν κορή το γιάλλενον/ Να δω το πρόσωπό σου το σιμιγδάλενον», μονολόγησε το βράδυ ο Νεόφυτος και η Άννα αντιλήφθηκε τη γέννηση του ειδυλλίου. Εξοργισμένη προσπάθησε να  το στραγγαλίσει, αφενός συκοφαντώντας τη Φωτεινή, αφετέρου προτείνοντας στον Νεόφυτο νύφες «της σειράς του». Ωστόσο το πνεύμα του Νεόφυτου ανήκε πλέον στη Φωτεινή, που αγαπούσε, σεβόταν κι έβλεπε στον ύπνο του, άλλοτε σαν ανεράδα, άλλοτε σαν εικόνισμα. Δεν ήταν όμορφη η Φωτεινή· ήταν ωστόσο προικισμένη με αύρα σχεδόν μαγική, σχεδόν θεία.

Σε εκείνο το σημείο ο Λυσίμαχος αναζήτησε τις φωτογραφίες της Φωτεινής. Στην πρώτη ένα μαντήλι σκέπαζε το κεφάλι. Το πρόσωπο ήταν αποστεωμένο, ενώ στο βλέμμα ο πόνος αναμετριόταν με το πείσμα για επιβίωση. Στη δεύτερη φωτογραφία τα εβένινα μαλλιά ήταν πλεγμένα σε δύο χοντρές πλεξίδες. Το βλέμμα αντανακλούσε την αδιαφιλονίκητη δυναμική της θάλλουσας θέλησης για ζωή. Γύρισε τη φωτογραφία: «Άγιος Νεόφυτος, Ιανουάριος 1927». «Άγιος Θέρισος, Ιούλιος 1935», έγραφε στην τρίτη φωτογραφία. Στα χέρια η Φωτεινή κρατούσε ένα αγόρι: «Θύρσος Νεοφύτου: 1933 γέννηση-1957 αθανασία». Το βλέμμα της μάνας έμπλεο αγάπης. Βλέμμα… που οι πυξίδες έστρεφαν πάντα προς Βορρά και Ανατολή. Βουνά της Φωτεινής ο Πενταδάκτυλος και ο Σίπυλος! Η αδημονία επανέφερε το βλέμμα του Λυσίμαχου στα γραπτά:

«Τζιαι στην Κύπρον έχουμεν Αγίαν Φωτεινήν. Εν που το Ριζοκάρπασον! Μοιάζεις της! Λάμπετε τζι’οι δκυο. Που την Καρπασίαν εν τζι’ο Άης Θύρσος ο ιεράρχης!», πληροφόρησε ο Νεόφυτος. «Θύρσος… Μου θυμίζει τον Άγιο Βουκόλο, τον επίσκοπο Σμύρνης. Γιόρταζε τον Φλεβάρη…». «Ο Άης Θύρσος ή Θέρισσος γιορτάζει τον Ιούλην, τον τζιαιρό του θέρους». Αργά και σταθερά η αγάπη κέρδιζε έδαφος έναντι του φόβου. Η Φωτεινή διαπίστωνε πως ο νέος τόπος έμοιαζε με τον παλιό· οι άνθρωποι σέβονταν και τιμούσαν φύση και αγίους. Η Ατταλειώτισσα Σοφία φοβόταν την κακία της Άννας: «Αρχοντογιός παντρεύεται/ και παίρνει προσφυγούλα/[…]/ προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου/ Η μάνα του[…] σαν τ’ άκουσε/ πολύ της κακοφάνη/[…]/ Πιάνει[…] δυο φίδια ζωντανά/ τα ξεροτηγανίζει[…]», θρηνωδούσε. Άννα και Φωτεινή αναμετρούνταν κυρίως με τα μάτια. Επιπλέον η Άννα προσπαθούσε με αγγαρείες και λόγια να θραύσει το ηθικό της Σμυρνιάς, την οποία αν μπορούσε θα ξαπόστελνε. Αλλά ο Νεόφυτος το είχε δηλώσει ρητά: αν έφευγε η Φωτεινή εκείνος θα την ακολουθούσε. Η Φωτεινή ήταν βέβαιη πως αν η Άννα μπορούσε θα της τηγάνιζε τα φίδια που φόνευε, ή θα την φόνευε… συνθλίβοντάς της τη σπονδυλική στήλη, όπως έκανε με τα φίδια. Άλλωστε, «κουφήν τριτζιέφαλην» την αποκαλούσε. Ο γάμος του Νεόφυτου και της Φωτεινής τελέστηκε τον Σεπτέμβρη του 1925.  Τον Δεκέμβρη του 1926 ο Νεόφυτος αποφάσισε την εγκατάσταση στο Βαρώσι. Στην αναπτυσσόμενη πόλη η οικογένεια Νεοφύτου μεγάλωσε, όπως και η περιουσία της, κυρίως η έγγειος. Ο Νεόφυτος πίστευε αφενός στην αθανασία της γης, αφετέρου –αν και ολιγογράμματος– στο φέγγος της μόρφωσης, όπως ακριβώς και ο πατέρας της συζύγου του. Όντως· Λυσίμαχος και Νεόφυτος έμοιαζαν ως προς το χαρακτήρα αλλά κι ως προς την πορεία. Αμφότεροι δημιούργησαν αξιοθαύμαστη οικογένεια και αξιοζήλευτη περιουσία. Αμφότεροι έφυγαν πριν η οικογένεια και περιουσία μαγαριστούν από εισβολείς. Τόσο το 1922 όσο και το 1974 η Φωτεινή άρπαξε φεύγοντας τα  κοτσιάνια των κτημάτων. Και όλο ορμήνευε τα παιδιά και την εγγονή της, ουδέποτε να τα ανταλλάξουν για όλα τα λεφτά του κόσμου. Είχε φυλαγμένους ακόμα και τους τίτλους ιδιοκτησίας της Σμύρνης αν και στερούνταν της όποιας πρακτικής αξίας. Στα κατάλοιπα της Φωτεινής βρέθηκε ένα άρθρο του 1930 (Φως, 4ης Αυγούστου), σταλμένο από την Αρτέμιδα, το οποίο κατήγγελλε την από μέρους του Βενιζέλου αυθαίρετη δήμευση «μιας ξένης και ορφανικής περιουσίας». Η ίδια η Ανατολή ήταν αποφασισμένη να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού την πατρογονική περιουσία, στη Μεσαορία και στο Βαρώσι. Ήταν, άλλωστε, η μόνη κληρονόμος· από την πολυάνθρωπη γενιά μόνη εκείνη έμεινε.

Πρώτη αγκαλιά για την Ανατολή στη Θεσσαλονίκη η Πελαγία, δεύτερη η Άρτεμις, που την κατέστησε πρώτα κοινωνό των σκέψεών της και ύστερα κληρονόμο των γραπτών της. Στη Σμύρνη οι Τούρκοι την βίασαν άγρια και την παράτησαν αιμόφυρτη να ψυχορραγεί. Ωστόσο ένας Τούρκος την έσωσε. Ήταν εκείνος, ο Doğu, που  περιπαθώς τραγουδούσε στην ωραία χριστιανή: «Κέλομαί σε Άρτεμις…». Κι εκείνη, αν και ατίθαση, αν και τον ποθούσε, ουδέποτε του επέτρεψε να την αγγίξει. Η ανατροφή της Ομηριάδος υπερίσχυσε! Εκείνη την ημέρα υπερίσχυσε η αγάπη του, η οποία έσμιξε με τη δίψα της Αρτέμιδος για ζωή. Ο Doğu διακινδύνευσε για να την σώσει μεταφέροντάς την σε πλοίο που εν τέλει προσάραξε στη Θεσσαλονίκη. Στο σκαλιστό μπαούλο της Αρτέμιδος η Ανατολή βρήκε πλήθος γραπτά. Ημερολόγιο Στεριάς ή Γράμματα στην Θυγατέρα: Αυτό ήταν στο όνομα που έδωσε στην κληρονομιά η γιατρός. Η μήτρα της Αρτέμιδος κατέστη άγονη αλλά η γραφίδα της ήταν κατέστη άγονη αλλά η γραφίδα ήταν απαράμιλλα γόνιμη. Σαν ελάχιστη ανταπόδοση η γονιμότητα της γραφής για την άλλη στειρότητα, για να κρατιέται η Άρτεμις ορθή και να προχωρεί τα μεγάλα βράδια της μοναξιάς, τις ατελείωτες ημέρες των επετείων. Έγραφε… κάποια έστελνε σε εφημερίδες… υπογράφοντας απλά ως Άρτεμις. Κάποιοι το εκλάμβαναν για ψευδώνυμο. Τα άπαντά της στο κασελάκι, δώρο νεαρού, Πόντιου ξυλουργού, που της όφειλε τη βελτίωση των ελληνικών του. Μαζί με τις πυκνογραμμένες σελίδες κι αποκόμματα εφημερίδων, περί των μαρτυρίων και της αποκατάστασης των προσφύγων. Η Άρτεμις: εκ γενετής και δια βίου ωραία, όπως ίσως και μάνα. Αδιάλειπτα μόνη δούλεψε για τέσσερις δεκαετίες ως δασκάλα, έδειξε το δρόμο σε χιλιάδες παιδιά. «Τότε τα στερεότυπα ήταν σιδηρά και πύρινα. Η σφραγίδα της βιασμένης και της στέρφας ανεξίτηλη. Μια φίλη της μάνας μου, μου πρότεινε να γίνω καλόγρια. Αρνήθηκα, ήθελα να παλέψω μέσα από τον κόσμο, για να τον κάνω καλύτερο. Διέθετα, άλλωστε, την εξάρτυση: μιλούσα άπταιστα τρεις γλώσσες, ήμουν διπλωματούχος πιάνου και βιολιού και άρτι απόφοιτος του ʺΟμηρείουʺ. Ορισμένα ορφανά προσφυγόπουλα με φώναζαν μάνα· κι εγώ προσφυγομάνα όπως η Θεσσαλονίκη», εξήγησε στην Ανατολή. Ομηριάς: η λέξη γέμιζε την ψυχή· «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου!». Αυτή ακριβώς η ελληνική λαλιά συνέβαλε αποφασιστικά στην επιβίωση τόσο της Αρτέμιδος, όσο και της Φωτεινής, στην εξέλιξη και την προσφορά τους.

Όντως, διάβαζαν πολύ οι δυο Σμυρνιές, με κίνητρο αφενός την αληθινή μόρφωση, αφετέρου την αλίευση προτύπων. Η μοίρα τις έφερε κοντά στα πρότυπά τους. Σαν να ήταν η πορεία τους μωσαϊκό από στιγμιότυπα και ήθη του Σολωμού, του Παλαμά, του Παπαδιαμάντη, του Ελύτη, του Ουγκώ, του Τολστόι και του Ζολά. «Κατηγορώ!», έγραφε η περήφανη Άρτεμις καυτηριάζοντας την αναλγησία και τις προκαταλήψεις. Η Ανατολή ιχνηλάτησε τα κείμενα σαν τον δωδεκάλογο Καρυάτιδας που μια γηγενής τόλμησε να αποκαλέσει υποτιμητικά «γύφτισσα». Η ανάγνωση έπλασε σαν ψηφιδωτό την εικόνα της καλλίμορφης Αρτέμιδος να τραγουδά ως ποιήτρια και μούσα τη μήνιν της. Άρτεμις: κράμα άγιας Αφροδίτης και θεϊκής Παναγιάς. Η Φωτεινή πάντα Παναγιά! Αν ήταν θεά θα ήταν η Δήμητρα, η πονεμένη μάνα. Ο Άδης δεν της πήρε την κόρη, της πήρε όμως τους γιους, και τους έξι: τα δύο πρώτα αγόρια πέθαναν νήπια, ο Ανδρέας κατέληξε λεπρός στην κυπριακή «Κοιλάδα του Κλαυθμώνος» ενώ ο αγγελόμορφος Θύρσος έπεσε κατά τον Αγώνα της ΕΟΚΑ. Το δρόμο του ηρωισμού ακολούθησε και ο Περικλής, που έπεσε προασπιζόμενος την Κερύνεια, τον Ιούλη του 1974. Αυτό, έγινε γνωστό μόνο το 2006: μέχρι τότε ο γιος ήταν αγνοούμενος. Συνεπώς της έμεινε μόνη η Μελίνα η μονάκριβη να τελεί πέντε αδελφικά μνημόσυνα και να δέεται για την επιστροφή του αγνοουμένου. Δώρο ακριβό της «μελένιας» η Ανατολή!

Η Ανατολή λάτρευε την ποίηση, όσο και η Φωτεινή. Γέννημα της Σμύρνης και ο αγαπημένος της ποιητής, που διακήρυξε την επιβίωση του θαύματος στην Κύπρο. Ήταν εκείνος, ο ίδιος, που διακήρυξε και τη δύναμη του δικαίου χρησιμοποιώντας και τον προστάτη άγιο της φαμίλιας ως persona. Ο ανεξίκακος τόνος του ομιλητή έμοιαζε με εκείνον του Θύρσου: «Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την/[…]/ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού/ που είχε στα μάτια ψηφιδωτόν τον καημό της Ρωμιοσύνης». Ο Θύρσος έπεσε το 1957, δυο χρόνια αφού η Κύπρος σήκωσε κεφάλι και συνακόλουθα στη Σμύρνη σήκωσε κεφάλι το κακό. Σεπτεμβριανά: το νεόδμητο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής κάηκε· περιουσίες λεηλατήθηκαν· γνωστοί και συγγενείς έπεσαν θύματα της βίας. Παρόλ’αυτά το ταξίδι έπρεπε να συνεχιστεί. «Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες…», θα απάγγελλε το στερνοπούλι, ο Περικλής, στη σχολική εορτή, του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, το 1958. Ουδέποτε η Φωτεινή εξοικειώθηκε με τη φρίκη· ωστόσο πάντα πάλευε μαζί της, την καθιστούσε κουβεντιαστή. Κι εκείνη, άμαθη αντίστασης υποχωρούσε. Στην οργή αντιπαρέθετε τη στοργή, στο ρίγος το σφρίγος, στο άλγος την αίγλη, στην οδύνη του θανάτου την ηδονή της ζωής, στην απουσία την ουσία, στον όλεθρο την αιθρία. Σαν να συνέχιζε βιωματικά το παιχνίδι των συνειρμών, που μαθήτρια έπαιζε με την Αρτέμιδα: «–Τάφος –Ταφή –Αφή –Καταφύγιο –Φυγή –Σιγή –Οιμωγή –Άγος –Άλγος –Πέλαγος…».. Το παιχνίδι πέρασε από τη γιαγιά στην εγγονή: «Αντί του παραλόγου ο λόγος γιαγιά», της είπε η έφηβος Ανατολή στα 1962, δίνοντάς της ένα φιλειρηνικό δοκίμιό της με τον τίτλο: «Ηλίου άτερ σιγώ». Αντίγραφο του δοκιμίου βρέθηκε στα κατάλοιπα της Αρτέμιδος! Ο Θύρσος είχε ήδη σιγήσει, για την έλευση του νοητού ήλιου της δικαιοσύνης και της ελευθερίας· δώδεκα χρόνια αργότερα το στερνοπούλι θα αποδημούσε προασπιζόμενο τον Πενταδάκτυλο». 

 «Πες μου γιαγιά για τη Σμύρνη!», παρακαλούσε παιδούλα η Ανατολή την Φωτεινή. Η Φωτεινή δεν της μίλησε μόνο για την πόλη. Της μίλησε και για την τιμιότητα του Λυσίμαχου, την καλοσύνη της Αριάδνης, τη σπιρτάδα και το κάλλος της Αρτέμιδος, τη ζωηράδα του Αχιλλέα, την καλοσύνη του Doğu και τη φροντίδα της Angel, της Αρμένιας παραμάνας, που βρισκόταν από δώδεκα χρονών, ως ψυχοκόρη, στο μέγαρο του Λυσίμαχου. Εκείνη μεγάλωσε τη Φωτεινή· εκείνη μεγάλωνε και τον Αχιλλέα. Δεν θέλησε να φύγει· έμεινε αμνός στη σφαγή. Στον τόπο της σφαγής η Φωτεινή ξαναπάτησε, ως επισκέπτρια, το 2002. Πήγε στην παλιά της γειτονιά προετοιμασμένη: ούτε παλιό κήπο, ούτε παλιό σπίτι γύρεψε. Στη θέση του πατρικού της ορθωνόταν επιβλητική μια μοντέρνα έπαυλη. Με το φόβο πως θα την αποκαλούσαν τρελή κτύπησε το κουδούνι της οικογένειας Selanikli. Δεν την αποπήραν, την καλωσόρισαν. Η «Deniz teyze», μια γυναίκα στην ηλικία της, μιλούσε ελληνικά. Ήταν γεννημένη στη «Selanik», από όπου έφυγε στα δεκαεφτά της. Θυμόταν ακόμα τη στοργική αγριάδα του Βαρδάρη, το Μπεζεστένι, το Bey Hamam και το «Ιδαδιέ» τη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, όπου ο έμπορος πατέρας ποθούσε να στείλει τον Barış. Παρομοίως… ο πατέρας της Φωτεινής ήθελε να φοιτήσει ο Αχιλλέας στην Ευαγγελική Σχολή κι ακολούθως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2005 η Ανατολή θα είχε μία ανάλογη συνάντηση. Σε ένα βιβλιοπωλείο του Βαρωσιού γνώρισε μία ηλικιωμένη Τουρκάλα, γεννημένη στο Μούτταλο, συγγραφέα και ζωγράφο. Διαβαίνοντας ξανά το οδόφραγμα, προς το νότο σκεφτόταν ποιο ήταν εκείνο το δίκαιο, που οδηγούσε στις ανταλλαγές των πληθυσμών και στους λιγότερο ή περισσότερο βίαιους ξεριζωμούς. «Για ένα πουκάμισο αδειανό…», μονολογούσε. Για ουδεμία Ελένη· μόνο για γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Ελένη: το όνομα της γυναίκας που φανερώθηκε όταν προσπάθησαν να καλύψουν με φορέματα την ασχήμια της πολιτικής. Χαλκός· σιτάρι· χρυσός· πετρέλαιο· φυσικό αέριο: τα αληθή αίτια των πολέμων. Αλήθεια, πόσο σιτάρι χρειάζεται για να χορτάσει ένας άνθρωπος; Πόσο πετρέλαιο για να ζεσταθεί; Πόσο χρυσό μπορεί να φορέσει; Αλήθεια… την ώρα της καταστροφής εκείνος ο χρυσός που συσσωρεύεται άπληστα προσφέρεται απελπισμένα ως αντάλλαγμα για την εξαγορά του θανάτου. Σε κάθε περίπτωση το βίωμα του πολέμου σφραγίζει ανεξίτηλα· άλλους τους καθιστά πιο ανθρώπινους, άλλους τους εξαγριώνει. Η Ανατολή, ως πολεμόπληκτη και ως επιστήμων ήξερε καλά τα όρια της ευαισθησίας του ανθρώπου αλλά και της αναλγησίας του.

Ο Λυσίμαχος έμεινε προσηλωμένος στα γραπτά ως την ώρα του μαθήματος. Ουδόλως στενοχωρήθηκε για την αναβολή της αποδελτίωσης για τη δημοσίευσή του. «Αποδελτίωση ψυχών… η Ιστορία σε ψυχές», ψιθύρισε καθώς κλείδωνε τα πολύτιμα κείμενα στο χρηματοκιβώτιο.

***

«Υποκλίνομαι», είπε αντί χαιρετισμού στην Ανατολή μια εβδομάδα αργότερα. «Κι εγώ.. στην προσφορά και το μεγαλείο τους Λυσίμαχε». «Ακολουθήσατε… ακολουθείτε επάξια τα βήματά τους τόσο με το έργο όσο και με τη γραφίδα σας… Για να είμαι ειλικρινής… δεν περίμενα μια τέτοια απόφαση. Η Βερεγγάρεια ήταν βέβαιη πως μετά την αφυπηρέτησή σας θα αποσυρόσαστε είτε στη Χαλκιδική είτε στην Αγία Νάπα, απολαμβάνοντας τη μαγεία της φύσης». «Καταρχήν μην μου μιλάς στον πληθυντικό! Λοιπόν, κάποτε ο παππούς αγόρασε, σε εξευτελιστική τιμή, στην Αγία Νάπα, ένα χωράφι, οικόπεδο πλέον. Προφανώς είναι καιρός να στήσω, ξανά, το δικό μου σπίτι στη γη, πλάι σε θάλασσα. Να φυτέψω, όπως και στη Νέα Σμύρνη, τα δέντρα και τα λουλούδια μου. Τότε πρόλαβα να δω να ανθίζουν μόνο τα τριαντάφυλλα. Όταν εκδιώχθηκα οι πορτοκαλιές δεν ήταν παρά νεογνά. Ξέρεις… νιώθω πως το βιβλίο μας συνιστά παιδί πολλών ανθρώπων, που απαιτεί τη γέννησή του. Και ο λόγος γέννημα, που προϋποθέτει γη, σπορά και συγγραφέα στο ρόλο μαιευτήρα». «Στην περίπτωσή μας μάλλον ο μαιευτήρας θα λειτουργήσει ως συγγραφέας. Μιλάτε… μιλάς όπως ο νομπελίστας συμπολίτης σου». «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας/ σπέρνονται γεννιούνται/[…]/ ριζώνουν θρέφονται με το αίμα/[…]φυλάγουν/ τη μορφή του ανθρώπου…»[6]. «Υποκλίνομαι ξανά». «Πίστεψέ με, πρέπει να υποκλινόμαστε στους ανθρώπους που πριν φύγουν βίωσαν μια αρμαθιά ολέθρους. Όταν η Άρτεμις γράφει για τους ανθρώπους με τα άγρια μάτια, που όλο και πλήθαιναν σκέφτομαι τα Γράμματα του Μόντη: ʺΒρεθήκαμε ξαφνικά μ’ ένα δεδομένο γύρω απ’ τον λαιμό μας,/[…]μ’ ένα δεδομένο γύρω απ’ την ανάσα μας[…]/ Μας είπε προεξείχε η καρδιά/ και την περιέκοψαν,/ μας είπαν προεξείχαν τα όνειρα/ και τα περιέκοψαν,/ μας είπαν προεξείχαν οι αιρετικοί πόθοιʺ. Αιρετική ίσως και η πρωτοβουλία της συγγραφής από μια γιατρό, αλλά όταν οι θησαυροί των μπαούλων έσμιξαν κατάλαβα πως ίσως είμαι η τελευταία της οικογένειας που μπορεί και οφείλει να αποδώσει τα βιώματά τους. Μοιράζομαι, άλλωστε με εκείνες την εμπειρία της προσφυγιάς. Σε κάθε περίπτωση, η κληρονομιά ενός τέτοιου θησαυρού δημιουργεί την ευθύνη της βέλτιστης αξιοποίησης. Αμφιβάλλω αν κάποιος άμοιρος πολέμου μπορεί να νιώσει τον τρόμο, αν κάποιος που δεν υπέστη το διωγμό μπορεί να νιώσει και συνακόλουθα να μεταδώσει τη συνακόλουθη απώλεια. Στη Θεσσαλονίκη τα ανίψια και οι φοιτητές μου δηλώνουν εξοργισμένοι με την υφιστάμενη κατάσταση. Ενίοτε αναφέρονται σε πόλεμο, διωγμό, όλεθρο. Εγώ όμως έζησα τον αληθινό πόλεμο. Είδα αεροπλάνα να σκίζουν τον αέρα, αλεξιπτωτιστές να πέφτουν. Η κλινική όπου βρισκόμουν κατέρρευσε κατά το ήμισυ. Και όμως, ουδέποτε θα τολμήσω να παραβάλω το βίωμα, με τον σπαραγμό του 1922. Εφόσον οι πρόγονοί μας κατάφεραν να επιβιώσουν μετά από εκείνη την Καταστροφή, τότε ουδείς έχει το δικαίωμα να μιλά για γεγονότα αβίωτα».

«Άνθρωποι… στις μυλόπετρες και την πυρά της ιστορίας για κάποια ακατανόητα συμφέροντα», ψιθύρισε ο καθηγητής. «Το τραυματικό βίωμα της προσφυγιάς και οι συνακόλουθες απώλειες μοιραία οδηγούν σε επαναπροσδιορισμό των αξιών και των προτεραιοτήτων, στην κατανόηση της ουσίας της ζωής και της αξίας της. Η απατηλή αίσθηση του άτρωτου συνθλίβεται. Ενίοτε οι πρόσφυγες παρομοιάζονται με δόντια, που στάζουν ακόμα αίμα. Εγώ τους ονομάζω αιωρούμενα σωματίδια. Άνθρωποι μετέωροι, έως τη λήψη κάποιων τετραγωνικών δικής τους γης, ώστε να γίνουν ξανά νοικοκύρηδες». «Η ιστορία μιας οικογένειας, συνακόλουθη της Ιστορίας, σφηνωμένη στα γρανάζια της Ιστορίας, ενίοτε και σε ρόλο ατμομηχανής λοιπόν. Η στήριξή μου είναι αυτονόητη Ανατολή. Αλήθεια, μου επιτρέπεις να προτείνω ως τίτλο το ʺΗλίου άτερ σιγώ;ʺ, με την έννοια της προσφοράς έργου, ως φως…», «… που εμπνέει Λυσίμαχε. Διότι κυοφορήθηκε σε δύο ερέβη. Με την έννοια επίσης του φωτός του θαλασσοφίλητου νησιού, που επέτρεψε σε ένα κόσμο καθημαγμένο να φεγγοβολήσει ξανά και υπό το φως του ήλιου του να ιστορήσει έργα και ημέρες. Για να μιλήσω ξανά με λόγια ποιητή: ʺΌπου σημαίνει του βαρβάρου δεύτερη άνοιξη […]πάσα του ήλιου ακταιωρός δεκτήʺ»[7].

[1] Ηλίου άτερ σιγώ»: αυτή την επιγραφή έφερε το ρολόι, στο τριαντατριών μέτρων καμπαναριό του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Φωτεινής, στη Σμύρνη.

[2] Γιώργος Σεφέρης, «Σαλαμίνα της Κύπρος», Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄.

[3] Κωστής Παλαμάς, «Ο Τάφος».

[4] Γιώργος Σεφέρης, «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», Κίχλη.

[5] Βασίλης Μιχαηλίδης, Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου.

[6] Γιώργος Σεφέρης, «Επί Σκηνής, Στ΄», Τρία Κρυφά Ποιήματα.

[7] Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του Πλησίον.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button