Greek Reports (Ελληνικά)

Όταν η Νάσια συνάντησε την Ιουλία… στον κάμπο των Εβραίων του Καράολου!

Δύο γυναίκες συγγραφείς δύο διαφορετικών γενεών μαζί σε ένα ξεχασμένο τόπο της ιστορίας και της μνήμης του νησιού μας

Όταν πληροφορήθηκα αρχικά την έκδοση της νουβέλας της Νάσιας Διονυσίου «Τι είναι ένας κάμπος» και το θέμα της, σκέφτηκα συνειρμικά ότι υπάρχει στην Κύπρο άλλη μια γυναίκα συγγραφέας που σίγουρα ξέρει πολύ καλά τι είναι ένας «κάμπος» κι αυτή είναι η Ιουλία Φουρουκλά!

Γνωρίζω προσωπικά και τις δύο μέσα από τη δημοσιογραφική μου δουλειά κι ένιωσα ότι έστω κι αν δεν ήξερε προσωπικά ή λογοτεχνικά η μια την άλλη, είχα μπροστά μου δύο αδελφές ψυχές, παρόλο που έχουν μεταξύ τους μια ηλικιακή διαφορά 40 χρόνων…

Και όταν διάβασα το βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου, μια μυθιστορηματική μεταφορά της ζωής των Εβραίων κρατουμένων στον «κάμπο» («camp») του Καράολου Αμμοχώστου, που οι Βρετανοί αποικιοκράτες είχαν δημιουργήσει το 1946-1949, με τον οποίο η Ιουλία Φουρουκλά έχει μια πολύ προσωπική και βιωματική σχέση αφού γεννήθηκε το 1940 και μεγάλωσε στη γειτονική συνοικία του Αγίου Λουκά Αμμοχώστου, ένιωσα την ανάγκη να διευθετήσω μια φυσική συνάντηση και γνωριμία μεταξύ των δύο συγγραφέων, που πάει πέρα από το σημαντικό λογοτεχνικό τους συναπάντημα σε αυτό τον ιδιαίτερο, αλλά ξεχασμένο τόπο της ιστορίας και της μνήμης του νησιού μας που με απασχόλησε δημοσιογραφικά τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια.

Πολύ περισσότερο γιατί αυτή τη γνωριμία την «επέβαλλαν» οι συμπτώσεις του βιβλίου, όπως ξεδιπλώνονται μέσα από τις ημερολογιακές σημειώσεις του πρωταγωνιστή, ενός Κύπριου δημοσιογράφου του Φαίδωνα που γράφει για τον κάμπο του Καράολου και που παρουσιάζεται να διαμένει στη γειτονιά του Αγίου Λουκά και να έχει σπιτονοικοκυρά του μια κυρία που ονομάζεται Ιουλιανή!

Ένα ταξίδι στη συγγραφική έμπνευση!

Ταξίδεψα πριν λίγες μέρες με τη Νάσια Διονυσίου από τη Λευκωσία στο σπίτι της Ιουλίας Φουρουκλά στη Λεμεσό όπου έγινε η συνάντηση και η συνομιλία τους – μια ευτυχής συγκυρία που σημάδεψε το ταίριασμα δύο γυναικών που μοιράστηκαν με πολλή αγάπη τις σκέψεις τους για τα βιβλία τους, την έμπνευση και τις συγγραφικές τους προθέσεις. Σημειώνω ότι αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου που είναι λειτουργός στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Περιττή ομορφιά» που είναι μια συλλογή διηγημάτων, απέσπασε το κρατικό βραβείο διηγήματος/νουβέλας για τις εκδόσεις του 2017 στην Κύπρο. Η Βαρωσιώτισσα συγγραφέας και αυτοδίδαχτη ζωγράφος Ιουλία Φουρουκλά, μητέρα τεσσάρων γιων, όλων επιτυχημένων επιχειρηματιών και επιστημόνων στην Κύπρο και στο εξωτερικό, ξεκίνησε τη συγγραφή μυθιστορημάτων – τεσσάρων μέχρι στιγμής – σε ώριμη ηλικία πριν τα 70 της χρόνια και αφού έζησε για πολλά χρόνια πριν την τουρκική εισβολή του 1974 στην τότε Ροδεσία (πρώην βρετανική αποικία, τη σημερινή Ζιμπάμπουε), αλλά και για κάποια χρόνια μετά το 1974 στη Νότιο Αφρική με τον μ. σύζυγο της Ανδρέα Φουρουκλά, επιχειρηματία από την Κερύνεια και με τους τέσσερις γιους τους.

Η λογοτεχνική της διαδρομή άρχισε με την ποιητική της συλλογή «Ο ήχος της σιωπής» το 2000 και συνεχίστηκε μετά τον θάνατο του συζύγου της με το πρώτο της μυθιστόρημα «Το μυστικό των γρανιτένιων βράχων» το 2009 και τα μυθιστορήματα «Άουσβιτς, στα φτερά των πεταλούδων» το 2010, «Οι ξεχασμένοι Άγγελοι» το 2015 και «Ρωξάνη, μια αγάπη που γεννήθηκε για να γίνει θρύλος» το 2017. Το 2018 εξέδωσε ένα μικρό οδοιπορικό διανθισμένο με ποιήματα της για τον Άγιο Λουκά Αμμοχώστου και το 2019 το τελευταίο της μυθιστόρημα «Το δάκρυ της Αφρικής».

«Κλείνω τα μάτια και βλέπω τη μορφή σου…»

Η Ιουλία Φουρουκλά μίλησε στη Νάσια Διονυσίου για το σπίτι της στον Άγιο Λουκά «απέναντι από τα τείχη της Αμμοχώστου, ένα χιλιόμετρο από τον Καράολο», που όπως πληροφορήθηκε «είχε για κάποιο διάστημα μετά την εισβολή χρησιμοποιηθεί ως κλινική ενός Τουρκοκύπριου γιατρού, αλλά είναι ακατοίκητο κι εγκαταλειμμένο τα τελευταία χρόνια». Η κυρία Φουρουκλά περίγραψε με συγκίνηση ότι «αλώνιζε όλη την περιοχή με το πρώτο της ποδήλατο στα 12 χρόνια της», αναφέρθηκε στη γνωριμία της με τη Σαρίτα, τη νεαρή Εβραιοπούλα του κάμπου του Καράολου και διάβασε ποιήματα και αποσπάσματα από το βιβλίο της για τον Άγιο Λουκά. Στο ποίημα με τίτλο «Η μορφή σου Αμμόχωστος» έγραψε: «Κλείνω τα μάτια και βλέπω τη μορφή σου. Με λέξεις κεντημένες σε χάραξα απάνω στις μνήμες μου. Θα είσαι μαζί μου πάντοτε. Θα σε θυμάμαι σαν ένα αστέρι λαμπερό στο δρόμο μου να σε ακολουθώ. Η μορφή σου θα βρίσκεται απάνω σε λευκά φτερά…». Αντίστοιχες με τις μνήμες της κυρίας Φουρουκλά, οι περιγραφές της Νάσιας Διονυσίου στο «Τι είναι ένας κάμπος». Στη σελίδα 15: «Η κάμαρη που μου νοίκιασαν οι Εγγλέζοι βρίσκεται στην πίσω αυλή μιας αστικής κατοικίας στη συνοικία του Αγίου Λουκά, όχι μακριά απ’ τον Καράολο. Πλακόστρωτη αυλή, τενεκέδες με μυρωδικά, κιούλια, μενεξελιές ορτανσίες, στη μέση μια πλατιά συκαμιά που ρίχνει πυκνό ίσκιο. Εκεί με περιμένει το πρωί η σπιτονοικοκυρά, μια καλά γερασμένη γυναίκα, λιγνή και λιγόλογη, που χαμογελά μετρημένα καθώς αφήνει στο τραπέζι τον δίσκο – καφές μέτριος και λεπτοκούλουρα. «Καλώς όρισες, κύριε Φαίδωνα», λέει κι η φωνή της έχει έναν τόνο τρυφερότητας, σωρευμένης, θαρρείς, από καιρό. Κάθεται μαζί για την παρέα, ανταλλάζουμε μερικές κουβέντες για το Βαρώσι, μερικές για τη Χώρα. Τη λένε Ιουλιανή. Γλυκιά η μέρα, ουρανός της ειρήνης». Στη σελίδα 28: «Πάει πια ο καιρός της αποφοράς, οι Εγγλέζοι κουμάνταραν τουλάχιστον να στραγγίσουν το έλος, οι φυτεμένοι ευκάλυπτοι ψήλωσαν γρήγορα. Τώρα τις νύχτες φτάνει ως το σπίτι η αύρα της θάλασσας, νοτισμένη με τ’ αρώματα των λεμονανθών. Αν ποτέ χρειαστεί να λείψει απ’ τον τόπο της, σκέφτεται, πιο πολύ θα της λείψει τούτος ο αέρας – μα και γιατί να λείψω ποτέ που τον τόπο μου;». Στη σελίδα 78: «Κι άρχισε τότε να της εξιστορεί πως μόλις έφτασαν στο περβόλι και ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα του τάνκερ, τα παιδιά στάθηκαν για μερικές στιγμές σαστισμένα κοιτώντας τριγύρω, σαν ν’ αναρωτιόνταν τι ήταν εκεί, κομμάτι γης ή ο παράδεισος, αν ήταν όραμα ή παραμύθι. Οι μισοί ανθοί από τα λεμονόδεντρα, γερμένοι στο χώμα, έμοιαζαν με το βαμβάκι του καλοκαιριού, οι άλλοι μισοί έφεγγαν μέσα στα σκουροπράσινα φυλλώματα σαν τις πυγολαμπίδες, μοσχομύριζε ο τόπος, πέρα ψηλά γύριζαν οι ανεμόμυλοι. Ύστερα, σάμπως και κάποιος έδωσε το σύνθημα, τα παιδιά πήδηξαν κάτω κι αρχίνησαν μεμιάς να τρέχουν ανάμεσα στους κορμούς, με κάτι δρασκελιές τεράστιες για τα μικρά ποδάρια τους, να κυνηγιούνται, να κρύβονται πίσω απ’ τους κλώνους ή να κρεμαλίζονται, ύστερα να πιάνουν χεριές και να στριφογυρνούν, ενώ οι φωνές τους αντηχούσαν απ’ άκρη σ’ άκρη, ξεπερνώντας ακόμα κι εκείνες των σγαρτιλιών. Όλο αυτό, της είπε, του θύμιζε μεγάλη γιορτή, τόσο, που του πέρασε από τον νου πως αν είχε σχοινί, θα τους κρέμαζε σούσες, σαν να ήταν ήδη Λαμπρή».

Η φιλία με τη Σαρίτα και το Άουσβιτς

Κοντοστέκομαι στο βιβλίο της Ιουλίας Φουρουκλά του 2010 «Άουσβιτς στα Φτερά των Πεταλούδων», που ασχολείται με τα δεινά των Εβραίων στο ναζιστικό Ολοκαύτωμα και για το οποίο άντλησε πληροφορίες μέσα από την πολύ φιλική σχέση που είχε αναπτύξει με τη Σαρίτα, μια νεαρή Εβραία από το Κίεβο της Ουκρανίας, που ήταν κρατούμενη του κάμπου του Καράολου και που στη συνέχεια παρέμεινε στην Αμμόχωστο και παντρεύτηκε τον πλούσιο Εβραίο επιχειρηματία Σάντος. Όταν γνωρίστηκαν το 1952 η Ιουλία ήταν 12 χρόνων και η Σαρίτα 20 χρόνια μεγαλύτερη της, σύζυγος του Σάντος. (Τόσο η Σαρίτα, όσο και ο Σάντος, έχουν πια πεθάνει). Ο Σάντος είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο πριν από τον πόλεμο, είχε μεγάλο περιβόλι εσπεριδοειδών και επισκεπτόταν συχνά τον Καράολο, προσφέροντας δωρεάν πορτοκάλια και άλλα φρούτα στους κρατούμενους Εβραίους. Μετά που η Σαρίτα εξέφρασε στη Βρετανική Διοίκηση την επιθυμία της να μείνει στην Κύπρο να εργαστεί, αντί να σταλεί στην Παλαιστίνη, ο Σάντος προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει και την πήρε στο σπίτι του στην Αμμόχωστο. Περίπου 6-7 χρόνια αργότερα και αφού είχαν ερωτευτεί ο ένας τον άλλο, παντρεύτηκαν. «Κοντά στη Σαρίτα, έμαθα να μιλώ αγγλικά, καλούς τρόπους και με βοήθησε να πάω στο Γυμνάσιο», είπε η κυρία Φουρουκλά. Η μικρή, ευαίσθητη και ρομαντική Ιουλία βρήκε κοντά στη Σαρίτα, που είχε ζήσει τη φρίκη του Ολοκαυτώματος και είχε επιβιώσει του χιτλερικού στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Άουσβιτς, μια δεύτερη μητρική αγάπη. Συνδέθηκε μαζί της με μια δυνατή και παντοτινή φιλία, καρπός της οποίας είναι το μυθιστόρημά της «Άουσβιτς, στα φτερά των πεταλούδων», που το έγραψε με βάση την επίσκεψη της στο Άουσβιτς μαζί με τη Σαρίτα. Πρόσθεσε ότι «εμπνεύστηκε τον τίτλο του βιβλίου αυτού από το γεγονός ότι σε ένα τοίχο του Άουσβιτς, μικρές έγκλειστες Εβραιοπούλες, όπως η Σαρίτα, είχαν ζωγραφίσει με κιμωλία πεταλούδες, πιστεύοντας ότι όταν πεθάνουν, η ψυχούλα τους θα καθίσει σε μια πεταλούδα και θα ταξιδέψει να βρει τους γονείς τους». Η Σαρίτα είχε βρεθεί στον «κάμπο» του Καράολου, μετά που συνελήφθη από τους Βρετανούς, με άλλους Εβραίους πρόσφυγες, σε πλοίο κατευθυνόμενο από την Ιταλία στην Παλαιστίνη. Είχε πάει στην Ιταλία μετά το τέλος του πολέμου για να συναντήσει τους γονείς ενός νεαρού Ιταλού, επίσης αιχμάλωτου στο Άουσβιτς, του Λουτσιάνο, με τον οποίο είχε συνδεθεί με ένα δυνατό, πλατωνικό έρωτα, στη διάρκεια του εγκλεισμού τους. Ο Λουτσιάνο είχε σκοτωθεί έξω από το Άουσβιτς, από γερμανικά πυρά, ενώ προσπαθούσε μαζί με τη Σαρίτα να ξεφύγουν από τους Γερμανούς διώκτες τους και η κοπέλα υλοποίησε την επιθυμία του να επισκεφθεί εκείνη τους γονείς του στην πατρίδα του. Έμεινε μαζί τους μέχρι που γέννησε την κόρη της Άννα, καρπό των πειραμάτων στα οποία υποβαλλόταν στο Άουσβιτς. Από την Ιταλία έφυγε, αφού άφησε το κοριτσάκι στους γονείς του Λουτσιάνο, που είχαν την εντύπωση ότι ήταν παιδί του γιου τους. Το 1957 στα 17 της χρόνια η Ιουλία Φουρουκλά επισκέφθηκε μαζί με τη Σαρίτα τους γονείς του Λουτσιάνο και την Άννα στην Ιταλία και επιστρέφοντας με πλοίο στην Κύπρο, τις περίμενε στο λιμάνι Αμμοχώστου ο Σάντος, μαζί με ένα 30χρονο φίλο και συνεργάτη του, τον Κύπριο επιχειρηματία της Ροδεσίας Ανδρέα Φουρουκλά από την Κερύνεια. Μερικούς μήνες μετά, το 1958 η 18χρονη Ιουλία και ο Ανδρέας παντρεύτηκαν και έφυγαν μαζί στη Ροδεσία. Επέστρεψαν στην Κύπρο το 1968, αλλά το 1974 έφυγαν πρόσφυγες στη Νότιο Αφρική αυτή τη φορά, αφού έχασαν την περιουσία τους στην Αμμόχωστο, μετά την κατάληψή της από τον τουρκικό στρατό.

Η τραγική επανάληψη της Ιστορίας

Στο μυθιστόρημά της «Ρωξάνη, μια αγάπη που γεννήθηκε για να γίνει θρύλος», η Ιουλία Φουρουκλά καταπιάνεται με την ιστορία της εκδίωξης των Εβραίων από τη μεσαιωνική Ισπανία της Ιεράς Εξέτασης και την εγκατάσταση τους στη Θεσσαλονίκη, όπου ρίζωσαν και αναπτύχθηκαν, μέχρι τη νέα τραγωδία, με τη μεταφορά τους το 1943 στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη θανάτωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού τους. Όπως τη Νάσια Διονυσίου στο βιβλίο της «Τι είναι ένας κάμπος», έτσι και την Ιουλία Φουρουκλά την είχε απασχολήσει συγγραφικά η επανάληψη της Ιστορίας, όπως ενδεικτικά λέει και η ίδια στον πρόλογο του βιβλίου «Ρωξάνη»: «Είναι εκπληκτικό το πόσες φορές η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία. Οι ομοιότητες ανάμεσα στην Καθολική Ισπανία του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα και στη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ, είναι πράγματι εκπληκτικές. Η Καθολική Ισπανία ανάπτυξε μια εμμονή με την ιδέα του sangre limpia – καθαρό αίμα. Η ναζιστική Γερμανία, είχε μια εμμονή με το reines blut, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο – καθαρό αίμα. Και στα δύο κράτη, η καθαρότητα του αίματος είχε στόχο τους Εβραίους οι οποίοι διώχτηκαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν και στην Ισπανία και στη Γερμανία».

Οι πρόσφυγες τότε και σήμερα…

Το 1939 η Βρετανία εξέδωσε μια Λευκή Χάρτα (White Paper), που καθόριζε ως ανώτατο όριο της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη τα επόμενα πέντε χρόνια τις 75 χιλιάδες και που προνοούσε την αραβική συγκατάθεση για την περίπτωση αποδοχής μεγαλύτερων αριθμών μεταναστών. Στο τέλος του πολέμου η Βρετανία συνέχισε να εφαρμόζει τα μεταναστευτικά της μέτρα, απαγορεύοντας σε έναν τεράστιο αριθμό επιζώντων του Ολοκαυτώματος να πάρουν άδειες εισόδου στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη. Αυτό οδήγησε σε επικίνδυνες διαδρομές όπου χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες συνωστίζονταν σε μικρά, ακατάλληλα σκάφη που διέσχιζαν τη Μεσόγειο, συχνά από λιμάνια στην Ιταλία, σε μια προσπάθεια να μπουν κρυφά στην Παλαιστίνη χωρίς νόμιμα έγγραφα. Τον Αύγουστο του 1946 η βρετανική κυβέρνηση αντέδρασε σε αυτήν τη δραστηριότητα, ανακόπτοντας τα σκάφη τους και οδηγώντας τα στα λιμάνια της Αμμοχώστου και της Δεκέλειας όπου είχε ανεγείρει τους περιφραγμένους με συρματοπλέγματα «κάμπους» κράτησης στον Καράολο και στη Ξυλοτύμπου. Εκεί κρατήθηκαν συνολικά 52 χιλιάδες Εβραίοι και γεννήθηκαν 2 χιλιάδες παιδιά, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1949 που οι «κάμποι» έκλεισαν. Ανάμεσα στους κρατούμενους υπήρχαν άτομα από όλες τις ηλικίες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά η κυρίαρχη ομάδα ήταν νέοι, ιδιαίτερα ορφανά που έχασαν τους γονείς τους στο Ολοκαύτωμα. Η πλειοψηφία των κρατουμένων απελευθερώθηκαν και μεταφέρθηκαν στο Ισραήλ το καλοκαίρι του 1948, αμέσως μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, αλλά περίπου 10 χιλιάδες νεαροί στρατεύσιμοι και μέλη των οικογενειών τους έμειναν πίσω, έγκλειστοι στους «κάμπους». Στις 10 Φεβρουαρίου του 1949 απελευθερώθηκε και ο τελευταίος κρατούμενος και το κεφάλαιο των «κάμπων» της Κύπρου, στην ιστορία του Σιωνισμού, έκλεισε και έμεινε στην Ιστορία. Όπως παρατήρησε η Νάσια Διονυσίου, «υπάρχουν ανησυχητικές ομοιότητες μεταξύ της παρούσας προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη και εκείνης της μεταπολεμικής προσφυγικής κρίσης».

Πρόσθεσε ότι «αν και οι πρόσφυγες σήμερα πιέζουν τα σύνορα της Ευρώπης ως σημεία εισόδου και όχι ως σημεία εξόδου, όπως τότε, εντούτοις η απελπισία των μεταναστών που συνωθούνται σε υπερφορτωμένα πλοιάρια, αναζητώντας ασφάλεια, αντικατοπτρίζει ανατριχιαστικά τη δύσκολη κατάσταση των Εβραίων προσφύγων πριν από 76 χρόνια»…

  • Το ρεπορτάζ μου αυτό δημοσιεύεται σήμερα Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021 στον “Φιλελεύθερο”
  • Στις φωτογραφίες στιγμιότυπα απο τη συνάντηση της περασμένης βδομάδας της Ιουλίας Φουρουκλά με τη Νάσια Διονυσίου στο σπίτι της πρώτης στη Λεμεσό.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button