Greek Reports (Ελληνικά)

Πρωτοχρονιά στο Τόκιο

«Τι τρομερές συνέπειες περιμένουν την ανθρωπότητα

επειδή περιφρονητικά παραβλέπει τα προβλήματα της Ανατολής! Είναι  

[…] αρκετά παράξενο το ότι η ανθρωπότητα έχει μέχρι τώρα

συναντηθεί σε ένα φλυτζάνι τσάι. Είναι το μόνο ασιατικό

τελετουργικό που έχει κερδίσει τον παγκόσμιο σεβασμό»

————Οκακούρα Κακούζο, Το βιβλίο του τσαγιού

Ο Τζό­κι­τσι και ο Ίσι­ρο, γεν­νη­μέ­νοι στο Τό­κιο, όχι και τό­σο φα­να­τι­κοί οπα­δοί της σφο­δρής νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας που βιώ­νε­ται στη χώ­ρα τους σή­με­ρα, μου πρό­τει­ναν να γνω­ρί­σω, με την ευ­και­ρία του εορ­τα­σμού της πρω­το­χρο­νιάς, έναν συ­ντα­ξιού­χο τρα­πε­ζί­τη.

Τους εί­χε μι­λή­σει κά­πο­τε με σε­βα­σμό για τον πο­λι­τι­σμό της ελ­λη­νι­κής αρ­χαιό­τη­τας, στο πε­ρι­θώ­ριο ενός σε­μι­να­ρί­ου διε­θνών σχέ­σε­ων.

Εί­χε διορ­γα­νω­θεί πε­ρί τα τέ­λη του 1980 σ’ ένα εκ­παι­δευ­τι­κό ίδρυ­μα στην Γιο­κο­χά­μα, όπου οι δύο φί­λοι μου σπού­δα­ζαν τό­τε.

Ο έμπει­ρος και άλ­λο τό­σο επι­τυ­χη­μέ­νος τρα­πε­ζί­της τούς εί­χε κερ­δί­σει αμέ­σως με τον τρό­πο που προ­σέγ­γι­ζε τα συ­γκε­κρι­μέ­να, δι­σε­πί­λυ­τα προ­βλή­μα­τα, τα οποία προ­έ­κυ­πταν τό­τε κα­θη­με­ρι­νά στην ευ­ρύ­τε­ρη ασια­τι­κή αγο­ρά. Η σα­φή­νεια και η πει­στι­κό­τη­τα των επι­χει­ρη­μά­των του τον έκα­ναν να ξε­χω­ρί­σει γρή­γο­ρα από τους υπό­λοι­πους συ­νέ­δρους. Γι’ αυ­τό και κρά­τη­σαν από τό­τε μια χα­λα­ρή, αλ­λά αδιά­κο­πη επα­φή μα­ζί του.
Ήταν επό­με­νο να αντα­πο­κρι­θώ στην πρό­σκλη­σή τους. Κά­ποιον Μάιο, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1970, ο τρα­πε­ζί­της, επι­στρέ­φο­ντας στην Ια­πω­νία από τις Βρυ­ξέλ­λες, με­τά από ένα διε­θνές συ­νέ­δριο οι­κο­νο­μο­λό­γων, όπου συμ­με­τεί­χε ενερ­γά, εί­χε πα­ρα­μεί­νει στην Αθή­να, για μιά­μι­ση, όπως τό­νι­ζε, γε­μά­τη ανε­ξί­τη­λες εμπει­ρί­ες, ημέ­ρα. «Ένας Έλ­λη­νας λοι­πόν, που επι­σκέ­πτε­ται και μά­λι­στα τα­κτι­κά το Τό­κιο, ήταν πά­ντα γι’ αυ­τόν», τους τό­νι­σε τις προ­άλ­λες όταν του μί­λη­σαν για μέ­να, «μια ευ­πρόσ­δε­κτη έκ­πλη­ξη».

———————— ¤ ————————

Την Πρω­το­χρο­νιά την απο­κα­λούν στα ια­πω­νι­κά «σο­γκά­τσου» ή «οσο­γκά­τσου». Πρό­κει­ται για τη ση­μα­ντι­κό­τε­ρη γιορ­τή της χώ­ρας. Τα πα­ρα­δο­σια­κά δεί­πνα της τε­λευ­ταί­ας νύ­χτας του χρό­νου, τα «μπο­νεν­κάι» συ­νι­στούν ευ­και­ρί­ες οι­κο­γε­νεια­κών συ­γκε­ντρώ­σε­ων, αλ­λά και ανα­νέ­ω­σης των ελ­πί­δων για ένα κα­λύ­τε­ρο αύ­ριο, όπως άλ­λω­στε συμ­βαί­νει κα­τά κα­νό­να στη Δύ­ση. Οι κα­μπά­νες των να­ών, οι οποί­οι εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νοι στον Βού­δα, χτυ­πούν εκα­τό οχτώ φο­ρές για να απο­μα­κρύ­νουν τα κα­κά πνεύ­μα­τα που πε­ριεί­χε μέ­σα του ο πα­λιός χρό­νος. Η Ια­πω­νία δεν κου­ρά­ζε­ται να δεί­χνει άλ­λη μια φο­ρά, και μά­λι­στα με ιδιαί­τε­ρα πα­νη­γυ­ρι­κό τρό­πο τη δια­σύν­δε­σή της με το βου­δι­κό πρό­ταγ­μα.

———————— ¤ ————————

Θέ­λω να ψη­λα­φή­σω την πόρ­τα, να την απο­τυ­πώ­σω στο νου. Ώσπου να μας ανοί­ξουν, μού διευ­κρι­νί­ζουν ότι εί­ναι από λεύ­κα, ακρι­βή και άρι­στα επε­ξερ­γα­σμέ­νη. Μό­λις που προ­λα­βαί­νω· ένα άγ­γιγ­μα πε­ρί­λη­ψη. Το έχω από τό­τε κα­τα­τά­ξει στην ιστο­ρία της αφής μου. Ένα ξύ­λο σε­βά­σμιο, μα εύ­γλωτ­το. Μια ακό­μη μνή­μη ονεί­ρου. Μάς υπο­δέ­χε­ται μια ηλι­κιω­μέ­νη οι­κια­κή βοη­θός· τα ανε­παί­σθη­τα, αχυ­ρέ­νια σα­ντά­λια, η εγκρά­τεια του χα­μό­γε­λου, ένα βλέμ­μα που σε υπο­χρε­ώ­νει να κοι­τά­ξεις μέ­σα του: η αθό­ρυ­βη σο­φία της υπη­ρε­σί­ας. Μας οδη­γεί σ’ ένα απέ­ριτ­το κα­θι­στι­κό. Δεν το συ­νει­δη­το­ποί­η­σα αμέ­σως, αλ­λά λί­γο με­τά πεί­θο­μαι: ο χώ­ρος με δια­κρί­νει, μπο­ρεί να με αντι­λη­φθεί. Με κα­λεί να τον γευ­τώ· ένα φρού­το του χρό­νου, ένα χά­δι. Οι απο­χρώ­σεις των χρυ­σάν­θε­μων στα βά­ζα, η σχε­δόν ανύ­παρ­κτη δια­κό­σμη­ση που μπο­ρεί όμως να δια­χω­ρί­ζει με με­γά­λη ευ­κρί­νεια επι­φά­νειες και όγκους και η γε­ω­με­τρι­κή σα­φή­νεια των πε­ρι­γραμ­μά­των προσ­διο­ρί­ζουν ένα συ­νε­κτι­κό νεύ­μα.

———————— ¤ ————————

Στην αρ­χή αναγ­γέλ­λε­ται από τον οι­κο­δε­σπό­τη, με μια αφο­πλι­στι­κή τα­πει­νό­τη­τα, το σερ­βί­ρι­σμα το τσα­γιού. Κα­θιε­ρω­μέ­νο πρό­σχη­μα ανταλ­λα­γής με­ρι­κών προ­κα­ταρ­κτι­κών φι­λο­φρο­νή­σε­ων και ευ­χών. Ανοι­χτό πρά­σι­νο χρώ­μα, ελα­φρό άρω­μα, ένα αχνι­στό ρυά­κι από την ολο­στρόγ­γυ­λη με­ταλ­λι­κή τσα­γιέ­ρα. Φευ­γα­λέα ανά­μνη­ση αν­θι­σμέ­νου κή­που. Αλη­θι­νό με­τά­ξι στο στό­μα – μή­πως; Με­τά από μια ώρα πε­ρί­που κα­θό­μα­στε οκλα­δόν να φά­με πά­νω στο μα­λα­κό, κα­λο­στρω­μέ­νο τα­τά­μι, δη­λα­δή αυ­τό το σφι­χτο­πλεγ­μέ­νο λε­πτό ψα­θω­τό που κα­λύ­πτει το δά­πε­δο του για­πω­νέ­ζι­κου πα­ρα­δο­σια­κού δω­μα­τί­ου.
Λι­γο­στό, θα­μπό φως από την δύ­ση του ηλί­ου μας πε­ρι­βάλ­λει ακό­μη. Οι ανταύ­γειες του φιλ­τρά­ρο­νται από το ρυ­ζό­χαρ­το που σκε­πά­ζει τα ανοίγ­μα­τα του σό­τζι, της ξύ­λι­νης συρ­τα­ρω­τής πόρ­τας που βλέ­πει, υπο­θέ­τω, στον κή­πο του σπι­τιού. Στα λι­τά σχέ­δια των πα­ρα­βάν, στην προ­σε­κτι­κά δο­μη­μέ­νη ευ­τα­ξία του χώ­ρου υπο­λαν­θά­νει ένας μι­κρό­κο­σμος έγκυ­ρων μη­νυ­μά­των.

———————— ¤ ————————

Έχου­με ανά­ψει πια τα κε­ριά και τις δυο μι­κρές, κομ­ψές λά­μπες, που γέρ­νουν δί­πλα μας, σαν κλα­ρά­κια που λυ­γί­ζουν επι­κίν­δυ­να από τα ώρι­μα μή­λα τους. Οι σκιές αρ­χί­ζουν να βγαί­νουν από το πα­ρελ­θόν μιας ζω­ής που κύ­λη­σε μέ­σα σε αριθ­μούς, σε πο­λύ­πλο­κες στρα­τη­γι­κές ανά­πτυ­ξης της Ασί­ας. Τώ­ρα απέ­να­ντι μου το νη­φά­λιο πρό­σω­πο ενός εξαι­ρε­τι­κά πε­ρι­ποι­η­μέ­νου, φα­λα­κρού γέ­ρου. Η πο­λύ­τι­μη, δο­κι­μα­σμέ­νη στην πρά­ξη γνώ­ση του βρί­σκει βέ­βαια κά­θε τό­σο διέ­ξο­δο ν’ ανα­φα­νεί, να λάμ­ψει ξαφ­νι­κά στα μά­τια του. Οι μα­κρο­πρό­θε­σμες επεν­δυ­τι­κές εφαρ­μο­γές, που κα­τά και­ρούς ασπά­στη­καν και προ­ώ­θη­σαν οι ιθύ­νο­ντες του Τό­κιο, μο­νο­πω­λούν κά­ποια στιγ­μή τη συ­ζή­τη­ση. Οι θε­τι­κές και αρ­νη­τι­κές επι­πτώ­σεις τους ανα­λύ­ο­νται σε βά­θος. Τα πά­για ζη­τή­μα­τα της υπο­τί­μη­σης των νο­μι­σμά­των και της επι­θε­τι­κής πο­λι­τι­κής στον εξα­γω­γι­κό το­μέα επα­νέρ­χο­νται δια­κρι­τι­κά, όταν ο οι­κο­δε­σπό­της μας δια­πι­στώ­νει ότι χα­λα­ρώ­νει η προ­σο­χή μας. Ο συ­γκα­λυμ­μέ­νος πλη­θω­ρι­σμός του αφή­νει άλ­λω­στε πολ­λά πε­ρι­θώ­ρια αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων.
Τα σα­φώς δυ­σκο­λό­τε­ρα θέ­μα­τα, τα πο­λύ­πλο­κα αι­τια­τά των δι­φο­ρού­με­νων από την πρώ­τη μα­τιά οι­κο­νο­μι­κών επι­λο­γών, τα προ­σεγ­γί­ζει με πε­ρί­σκε­ψη. Δί­νει την εντύ­πω­ση ότι τα αντι­με­τω­πί­ζει για πρώ­τη φο­ρά. Ισχυ­ρί­ζε­ται ότι εί­ναι σκό­πι­μο να επι­λύ­ο­νται με τον τρό­πο που επι­λύ­ει κα­νείς τα αι­νίγ­μα­τα του ζεν. Υπο­ψιά­ζο­μαι ότι πι­θα­νό­τα­τα θα έχει ακού­σει κά­τι για τη σω­κρα­τι­κή μαιευ­τι­κή. Να μην ξε­χά­σω να τον …ανα­κρί­νω.

———————— ¤ ————————

Η εσω­τε­ρι­κή του δύ­να­μη εί­ναι φα­νε­ρό ότι υπα­γο­ρεύ­ει ένα ολό­κλη­ρο σύ­στη­μα υπο­δο­χής και ει­δι­κής φι­λο­ξε­νί­ας για αλ­λο­ε­θνείς. Τα προ­σεγ­μέ­να αγ­γλι­κά του πι­στεύ­ει ότι εί­ναι κα­τάλ­λη­λα να με ξε­να­γή­σουν στα εν­δό­τε­ρα μιας σκέ­ψης, η οποία πα­ρά την πει­θαρ­χία της αφή­νει να φα­νεί που και που μια λε­πτο­μέ­ρεια από την πα­θια­σμέ­νη ορ­μή της. Οι αυ­το­ε­λεγ­χό­με­νες κι­νή­σεις του συ­ντη­ρούν μιαν άδο­λη πα­ρά­στα­ση. Οι συ­νε­πα­γω­γές, η αυ­το­κρι­τι­κή, οι αντι­πα­ρα­θέ­σεις με τις επώ­νυ­μες τέσ­σε­ρις «τί­γρεις» της πε­ριο­χής, δη­λα­δή την Κο­ρέα, την Ταϊ­βάν, το Χονγκ Κονγκ και την Σι­γκα­πού­ρη, ξε­τυ­λί­γο­νται στο τρα­πέ­ζι μα­ζί με την ποι­κι­λία της τρο­φής. Την ίδια ακρι­βώς στιγ­μή επι­κυ­ρώ­νε­ται μια κα­θό­λα συ­γκε­κρι­μέ­νη φι­λο­σο­φι­κή στά­ση.

———————— ¤ ————————

Σκιρ­τή­μα­τα του κορ­μού. Πα­ραλ­λα­γές των κλί­σε­ων της κε­φα­λής, υπο­λο­γι­σμέ­νες με τον με­τρο­νό­μο χει­ρο­νο­μί­ες, πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κές κάμ­ψεις της μέ­σης εξη­γούν ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της δια­τρο­φής. Δά­χτυ­λα, καρ­ποί, πα­λά­μες, βρα­χί­ο­νες δεί­χνουν αι­τή­μα­τα, αι­τιο­λο­γούν απο­φά­σεις, επι­βρα­βεύ­ουν δυ­να­μι­κές επι­μει­ξί­ες τρο­φι­κών προ­αι­ρέ­σε­ων. Χω­ρίς να εί­ναι ανια­ρά σχο­λα­στι­κός, δη­μιουρ­γεί ένα ολο­κλη­ρω­μέ­νο πλέγ­μα προ­τά­σε­ων με τη χρή­ση επι­φω­νη­μά­των και ελά­χι­στων λέ­ξε­ων. Με την σι­γου­ριά της ρου­τί­νας διευ­κρι­νί­ζο­νται οι πα­ρα­μι­κρές λε­πτο­μέ­ρειες των πα­ρα­ταγ­μέ­νων εδε­σμά­των. Βε­βαί­ως εί­ναι επό­με­νο να μού δια­φύ­γουν οι απώ­τε­ρες αντι­στοι­χί­ες, οι βα­θύ­τε­ρες ανα­λο­γί­ες.

———————— ¤ ————————

Κα­θώς το ου­δέ­τε­ρο γευ­στι­κά σα­σί­μι δέ­νει ανυ­πε­ρά­σπι­στο με το καυ­τε­ρό βα­σά­μπι, δη­λα­δή την πρά­σι­νη μά­ζα που ήταν κά­πο­τε ρί­ζα, κα­θώς η τριμ­μέ­νη γλυ­κο­πα­τά­τα με το ωμό αυ­γό και τα ψι­λο­κομ­μέ­να φύ­κια ανα­μει­γνύ­ε­ται στα­δια­κά με το ρύ­ζι και το σά­κε αρ­χί­ζει να ρέ­ει άφθο­νο μέ­σα μας, τα επι­χει­ρή­μα­τά του οι­κο­δε­σπό­τη μας για την ανά­γκη ανα­διορ­γά­νω­σης της ρι­ζι­κής οι­κο­νο­μί­ας της χώ­ρας παίρ­νουν μιαν άλ­λη από­χρω­ση. Με πα­ρα­τη­ρεί. Έχω ρί­ξει μια δυο μα­τιές στον πί­να­κα που βρί­σκε­ται ακρι­βώς πί­σω του. Χή­νες που πε­τούν πά­νω από μια λί­μνη. Συ­ντο­νι­σμέ­νη πτή­ση, σμή­νος γε­μά­το θέ­λη­ση και αβρό­τη­τα. Μου δεί­χνει προς τα κει που κοι­τά­ζω και εξη­γεί «Αυ­τό ήταν το πι­στεύω μας πα­λιά. Το σύμ­βο­λό μας, η συλ­λο­γι­κή βού­λη­ση. Η κοι­νή πο­ρεία. Οι χή­νες εί­ναι τα κρά­τη που συ­νερ­γά­ζο­νται για το μέ­γι­στο κοι­νό όφε­λος. Η αμοι­βαιό­τη­τα, οι κοι­νοί στό­χοι. Μας εί­χε κα­τα­νο­ή­σει και η Διε­θνής Τρά­πε­ζα και το Διε­θνές Νο­μι­σμα­τι­κό Τα­μείο και ο Διε­θνής Ορ­γα­νι­σμός Εμπο­ρί­ου. Εκεί γύ­ρω στο 1997 οι χή­νες μας κα­λω­σο­ρί­στη­καν από όλα τα ιδρύ­μα­τα του Μπρέ­τον Γουντς».
Στα­μά­τη­σε για να πιει άλ­λη μια κου­τα­λιά σού­πα μί­σο και συ­νε­χί­ζει «Τα πράγ­μα­τα άλ­λα­ξαν τον Μάιο του 2001. Ο δεί­κτης Νι­κέι έδει­χνε στα­θε­ρά την πτώ­ση μας. Εί­χα­με μπει πια για τα κα­λά στην πε­ρί­ο­δο της στα­σι­μό­τη­τας. Ο Υπουρ­γός Οι­κο­νο­μί­ας, Βιο­μη­χα­νί­ας και Εμπο­ρί­ου ανήγ­γει­λε τό­τε το τέ­λος της κοι­νής πτή­σης. Η ομά­δα δια­λύ­θη­κε, οι χή­νες τρά­βη­ξαν η κά­θε μια για τη φω­λιά τους ».
Εί­ναι η σει­ρά του Ίσι­ρο να σχο­λιά­σει « Ήδη η Κί­να εί­χε δεί­ξει ότι προ­τι­μού­σε να χρη­σι­μο­ποιεί τα ξέ­να κε­φά­λαια για το δι­κό της όφε­λος. Εμείς υπο­στη­ρί­ζα­με ένα πα­ρα­γω­γι­κό σελφ σέρ­βις, μια κε­ντρο­μό­λα αγο­ρά κι εκεί­νοι μιαν ακραία, επε­κτα­τι­κή πο­λι­τι­κή, μιαν παν­κι­νε­ζι­κή οι­κο­νο­μία. Από τό­τε που ο ηγέ­της τους, ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ, που τό­σες φο­ρές εί­χε εξο­ρί­σει ο Μάο, διε­κή­ρυ­ξε ότι «το να γί­νεις πλού­σιος εί­ναι σπου­δαία υπό­θε­ση» όλοι οι Κι­νέ­ζοι βάλ­θη­καν να γί­νουν εκα­τομ­μυ­ριού­χοι».

———————— ¤ ————————

  Ο τρα­πε­ζί­της μάς υπο­χρε­ώ­νει στη συ­νέ­χεια να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με έναν αρ­κε­τά πο­λύ­πλο­κο συλ­λο­γι­σμό, όπου το πα­ρελ­θόν των σι­νο- ια­πω­νι­κών σχέ­σε­ων φω­τί­ζε­ται από δια­φο­ρε­τι­κές γω­νί­ες. Με τον τρό­πο που κά­θε­ται η σκό­νη στην ιστο­ρία των μα­χών και των πο­λιορ­κιών, σβή­νουν οι επι­λο­γι­κές προ­τά­σεις. Ένα κε­νό, ένα απροσ­δό­κη­το χά­σμα. Ενο­χή, ή πί­κρα για τις χα­μέ­νες ευ­και­ρί­ες; Από­κρυ­ψη φυ­λε­τι­κών ευ­θυ­νών, ή απο­σιώ­πη­ση τύ­ψε­ων;
Η σύ­ζυ­γός του, εμ­φα­νώς νε­ό­τε­ρη, δεί­χνει ότι τον πα­ρα­κο­λου­θεί συ­νε­χώς. Μάλ­λον θα τα έχει αφο­μοιώ­σει πλή­ρως όλα αυ­τά τα κε­φά­λαια της μα­χη­τι­κής πο­ρεί­ας του συ­ντρό­φου της. Ή έτσι του­λά­χι­στον θέ­λει να μας δεί­ξει. Εκεί­νος δεν την αγνο­εί, αλ­λά ού­τε την επι­ση­μαί­νει. Του αρ­κεί η πα­ρου­σία της. Δεν χρειά­ζε­ται να επι­διώ­ξει ού­τε την επί­νευ­ση ού­τε τις πα­ρο­τρύν­σεις της. Ένα πα­ντο­τι­νά εγ­γυ­η­μέ­νο «ναι» στο πλευ­ρό του. Από πολ­λά χρό­νια μα­ζί· η αφο­πλι­στι­κή συ­νύ­παρ­ξη των δύο φύ­λων, όπου το άρ­ρεν πλε­ο­νά­ζει προ­κα­τα­βο­λι­κά, πλην όμως ήρε­μα πά­ντα.

———————— ¤ ————————

«Και δε σας φαί­νε­ται λί­γο τολ­μη­ρό να φτά­σε­τε στο Τό­κυο δί­χως καν να ξέ­ρε­τε πού θα μεί­νε­τε και τι θα μπο­ρέ­σε­τε να κά­νε­τε;». Σκέ­φτο­μαι ότι το ερώ­τη­μα αυ­τό, που τρο­μά­ζει τους ήρω­ες του αρι­στουρ­γή­μα­τος Η Χώ­ρα του Χιο­νιού του Για­σου­νά­ρι Κα­βα­μπά­τα αφο­ρά κά­ποιους άλ­λους· σα­φώς λι­γό­τε­ρο τυ­χε­ρούς από μέ­να. Εδώ έχω πράγ­μα­τι κά­που να ακου­μπή­σω. Και να μυ­η­θώ.

———————— ¤ ————————

Οι δό­σεις του φα­γη­τού, αντί να λι­γο­στεύ­ουν, αυ­ξά­νο­νται· τατο­σι­κό­σι σό­μπα, τα λε­πτά ζυ­μα­ρι­κά, που μοιά­ζουν πο­λύ με τον δι­κό μας φι­δέ και απο­τε­λούν σύμ­βο­λο αγα­θής τύ­χης και μα­κρο­ζω­ί­ας εί­ναι πε­ντα­νό­στι­μα, ενώ τα θέ­μα­τα δια­δέ­χο­νται το ένα το άλ­λο με την τα­χύ­τη­τα που ξα­να­γε­μί­ζουν οι κού­πες με ρύ­ζι και λα­χα­νι­κά. Η θε­ω­ρία της αυ­τάρ­κειας, του λε­γό­με­νου τζι­ρι­τσου­τέ­κι, το οποίο επε­κρά­τη­σε πε­ρί τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1990, δέ­χε­ται τώ­ρα τις πε­ρισ­σό­τε­ρες επι­κρί­σεις. Η αυ­τορ­ρυθ­μι­ζό­με­νη εξέ­λι­ξη της ια­πω­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, η στρα­τη­γι­κή της εγκρά­τειας, εί­ναι ο εφιάλ­της. «Και τώ­ρα, ό, τι έχου­με κα­τα­φέ­ρει ως τώ­ρα στον οι­κο­νο­μι­κό το­μέα θα το απορ­ρο­φή­σουν οι ανε­ξέ­λεγ­κτες ει­σα­γω­γές των κι­νέ­ζι­κων προ­ϊ­ό­ντων», εκρή­γνυ­ται κά­ποια στιγ­μή ο Τζό­κι­τσι. Ο τρα­πε­ζί­της συμ­φω­νεί αμέ­σως μα­ζί του. Με­τά χά­νε­ται σε κά­ποιο συλ­λο­γι­σμό. Εί­μαι βέ­βαιος ότι θα σχο­λιά­σει σε λί­γο μιαν άλ­λη τα­κτι­κή ανά­καμ­ψης, ένα άλ­λο σχέ­διο συμ­βί­ω­σης με τις νέ­ες δυ­νά­μεις που αφυ­πνί­ζο­νται στην Νο­τιο­α­να­το­λι­κή Ασία.
Στο με­τα­ξύ έχου­με πυ­κνώ­σει και τις δό­σεις του σά­κε. Νο­μί­ζω πως ακούω τον Κα­τσούο Ισι­γκού­ρο· σα να μπή­κε στο δω­μά­τιο από τη με­ριά του κή­που. Τα λό­για του ανα­κα­τεύ­ο­νται με όσα λέ­νε οι άλ­λοι γύ­ρω μου: «…η Ια­πω­νία δεν εί­ναι πια μια κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη αγρο­τι­κή χώ­ρα. Έχου­με γί­νει ένα πα­ντο­δύ­να­μο έθνος, ικα­νό να συ­να­γω­νι­στεί οποια­δή­πο­τε δυ­τι­κή χώ­ρα. Στο ασια­τι­κό ημι­σφαί­ριο η Ια­πω­νία εί­ναι ένας γί­γα­ντας ανά­με­σα σε σα­κά­τη­δες και νά­νους…Αλ­λά δεν νο­μί­ζεις ότι κα­μιά φο­ρά με τα ξε­ρά καί­γο­νται και τα χλω­ρά; Με­ρι­κές φο­ρές η Ια­πω­νία μοιά­ζει με μι­κρό παι­δί που παίρ­νει μα­θή­μα­τα από έναν πε­ρί­ερ­γο ενή­λι­κο ».

———————— ¤ ————————

Αξί­ζει να αντι­πα­ρα­βά­λει κα­νείς τι δί­δα­σκε τη δε­κα­ε­τία του 1930 τους νε­α­ρούς Ευ­ρω­παί­ους και κά­ποιους άλ­λους ο σο­φός εκεί­νος δά­σκα­λος, ο Ernst Gombrich, τι­μη­μέ­νος, με­τα­ξύ άλ­λων, με τα βρα­βεία Hegel, Goethe και Wittgenstein. Αφού μνη­μό­νευε τι προ­έ­κυ­ψε από την πρώ­τη συ­νά­ντη­ση, πε­ρί τα μέ­σα του δε­κά­του ενά­του αιώ­να, των Δυ­τι­κών με τους Ιά­πω­νες αυ­λι­κούς και λο­γί­ους, οι οποί­οι υπη­ρε­τού­σαν με όση συ­νέ­πεια και πί­στη διέ­θε­ταν τον θεϊ­κό Αυ­το­κρά­το­ρα της Χώ­ρας του Ανα­τέλ­λο­ντος Ηλί­ου, συ­νή­θι­ζε να το­νί­ζει τα εξής: «Οι Ευ­ρω­παί­οι εί­χαν εν­θου­σια­στεί: Τε­λι­κά οι Ιά­πω­νες εί­χαν απο­δει­χθεί ένας πο­λύ συ­νε­τός λα­ός, αφού έκα­ναν τέ­τοιο άνοιγ­μα. Έσπευ­σαν λοι­πόν να τους που­λή­σουν ό, τι τους ζη­τού­σαν και να τους δεί­ξουν ό, τι ήθε­λαν. Μέ­σα σε λί­γες δε­κα­ε­τί­ες οι Ιά­πω­νες έμα­θαν όλα όσα μπο­ρού­σε να τους δι­δά­ξει η Ευ­ρώ­πη σχε­τι­κά με τις μη­χα­νές για τον πό­λε­μο ή για την ει­ρή­νη. Κι όταν πια ένοιω­σαν έτοι­μοι, υπέ­βα­λαν στους Ευ­ρω­παί­ους με κά­θε ευ­γέ­νεια τα σέ­βη τους: «Τώ­ρα γνω­ρί­ζου­με όσα γνω­ρί­ζε­τε κι εσείς. Τώ­ρα τα δι­κά μας ατμό­πλοια θα εξορ­μούν με στό­χο το εμπό­ριο και τις κα­τα­κτή­σεις, και τα δι­κά μας κα­νό­νια θα βομ­βαρ­δί­ζουν ει­ρη­νι­κές πό­λεις όταν κά­ποιος τολ­μή­σει να προ­σβά­λει έναν Ιά­πω­να.» Οι Ευ­ρω­παί­οι έμει­ναν άναυ­δοι, και ακό­μα και σή­με­ρα εξα­κο­λου­θούν να σα­στί­ζουν. Για­τί οι Ιά­πω­νες εί­ναι οι κα­λύ­τε­ροι μα­θη­τές ολό­κλη­ρης της αν­θρω­πό­τη­τας».
Αυ­τό το ξάφ­νια­σμα, που τα­ρα­κού­νη­σε εκεί­νους τους απρό­σκλη­τους «συ­νε­ταί­ρους» από τη Δύ­ση, πρέ­πει να συ­νι­στά το υπό­βα­θρο της γνω­στής συ­μπλεγ­μα­τι­κής με­θό­δου, που προ­τι­μά να προ­σεγ­γί­ζει έως σή­με­ρα την Ια­πω­νία όχι κα­τά­μα­τα και απρο­κα­τά­λη­πτα, αλ­λά πλα­γί­ως και ελ­λειμ­μα­τι­κά.

———————— ¤ ————————

Πή­γε πια δώ­δε­κα. Οι λάμ­ψεις των βεγ­γα­λι­κών γε­μί­ζουν το δω­μά­τιο. Το σπί­τι δι­στά­ζει, πα­ρα­παί­ει για λί­γο στο πα­ρελ­θόν και με­τά αρ­χί­ζει να κλυ­δω­νί­ζε­ται κι αυ­τό μέ­σα στο νέο χρό­νο. Τα πράγ­μα­τα, οι θε­ω­ρί­ες, οι ανα­σκο­πή­σεις δια­χέ­ο­νται. Η ανα­με­νό­με­νη έξαρ­ση των δευ­τε­ρο­λέ­πτων. Ένας χρό­νος που καί­γε­ται με την ορ­μή των πυ­ρο­τε­χνη­μά­τω­ων.
«Έχει πε­ρισ­σέ­ψει λί­γη σού­πα», μάς πλη­ρο­φο­ρεί η οι­κο­δέ­σποι­να. Δεν χρειά­ζε­ται να επι­μεί­νει, την απο­τε­λειώ­νου­με ευ­χα­ρί­στως κι αυ­τήν. Πα­ρα­τη­ρώ τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της κα­θώς μοι­ρά­ζει τις τε­λευ­ταί­ες κου­τα­λιές. Ψά­χνω για σχι­σμές της έκ­φρα­σης, για ρυ­τί­δες νοη­μά­των. Ένα γεν­ναίο στρώ­μα κρέ­μας έχει κα­λύ­ψει απο­φα­σι­στι­κά όχι μό­νον τις κρί­σι­μες λε­πτο­μέ­ρειες, αλ­λά την ύπαρ­ξη. Αν όντως «το πρό­σω­πο εί­ναι η ψυ­χή του σώ­μα­τος», όπως το­νί­ζει ο Λού­ντ­βιχ Βιτ­γκεν­στάιν, τό­τε δεν έχω μπρο­στά μου, τη στιγ­μή αυ­τή, πα­ρά ένα Πρό­βλη­μα.

———————— ¤ ————————

Ο Τζου­νί­τσι­ρο Τα­νι­ζά­κι στο Εγκώ­μιο της σκιάς εξο­μο­λο­γεί­ται ό, τι ακρι­βώς μοι­ρά­ζο­μαι κι εγώ, αυ­τές τις πλή­ρεις αρ­χε­τύ­πων ώρες, με τους πα­λιούς και τους νέ­ους μου φί­λους: «Δεν νο­μί­ζω πως αγα­πώ τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο απ΄ την αί­σθη­ση του βά­ρους του ζω­μού στις πα­λά­μες μου, τη χλια­ρή ζε­στα­σιά, όταν κρα­τάω στα χέ­ρια μια κού­πα της σού­πας από λά­κα. Σαν να κρα­τάς ένα ρο­δα­λό νε­ο­γέν­νη­το μω­ρό.»
Η αφή των πραγ­μά­των, μια έντο­νη συν­θη­μα­τι­κή γλώσ­σα επι­βάλ­λει στα­δια­κά τις ση­μα­σί­ες της. Την ίδια στιγ­μή, δέ­σμιος της νο­στι­μιάς του φα­γη­τού, εί­μαι το κα­νά­λι των και­νο­φα­νών νοη­μά­των· διά­χυ­τη η φι­λό­τη­τα των πρώ­ην ξέ­νων με πε­ρι­βάλ­λει σαν ολο­καί­νουρ­γιο, αν­θε­κτι­κό κου­κού­λι: μπαί­νω στην πρω­το­χρο­νιά. Την αντι­λαμ­βά­νο­μαι σαν να εί­ναι κι αυ­τή ένα χαϊ­κού, με λί­γες, τις πλέ­ον απα­ραί­τη­τες υπο­ση­μειώ­σεις, να τη συ­νο­δεύ­ουν, μι­κρά βεγ­γα­λι­κά της έκ­φρα­σης, ευ­χές για κα­τα­νό­η­ση και ει­ρή­νη.

———————— ¤ ————————

Πού να χω­ρέ­σει τώ­ρα η πρω­θύ­στε­ρη κα­ταγ­γε­λία, η κραυ­γή του πο­λέ­μου; Το το­πίο της σι­νο-ια­πω­νι­κής ρή­ξης, η επι­δρο­μή των στρα­τευ­μά­των του Αυ­το­κρά­το­ρα της Ια­πω­νί­ας στη Μαν­τζου­ρία, τα φο­νι­κά στη Μογ­γο­λία αφο­ρούν ασφα­λώς τον οι­κο­δε­σπό­τη μας. Οι συ­νο­πτι­κές απο­στρο­φές ενός Βέλ­γου, του Ού­γκο Κλά­ους, που φτά­νουν ως εδώ από την κα­θη­μαγ­μέ­νη Ευ­ρώ­πη των με­γά­λων σφα­γών χω­ρά­νε κι αυ­τές στο πρω­το­χρο­νιά­τι­κο τρα­πέ­ζι: «…δεν υπάρ­χει κα­μιά δι­καιο­σύ­νη στη φύ­ση, αυ­τό το έχω πει πολ­λές φο­ρές κι ένας άν­θρω­πος δεν πρέ­πει να μεμ­ψι­μοι­ρεί, υπάρ­χουν και χει­ρό­τε­ρα ακό­μη, αρ­κεί να δεις στην Άπω Ανα­το­λή, όπου οι άν­θρω­ποι συ­νε­χί­ζουν να κό­βουν ο ένας τον άλ­λο κομ­μα­τά­κια, ο κα­θέ­νας βέ­βαια θα έχει τη δι­καιο­λο­γία του…»
Προ­σπα­θώ να δια­κρι­βώ­σω τα συ­ναι­σθή­μα­τα, τις εν­δε­χό­με­νες εθνι­κι­στι­κές ιδέ­ες ή τα φι­λει­ρη­νι­κά αι­σθή­μα­τα του φι­λή­συ­χου γέ­ρου, που μού άνοι­ξε σή­με­ρα τό­σο ανυ­πό­κρι­τα το σπί­τι του. Να τον φα­ντα­στώ πί­σω από ένα αυ­τό­μα­το όπλο, μέ­λος του πλη­ρώ­μα­τος ενός πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νου αντι­τορ­πι­λι­κού, που εί­ναι έτοι­μο να δια­λυ­θεί από την ελ­λι­πή συ­ντή­ρη­ση ή μή­πως σαν αδιάλ­λα­κτο σπου­δα­στή, που ρί­χνει κρυ­φά τα βρά­δυα, κά­τω από τις πόρ­τες των πο­λυ­κα­τα­στη­μά­των στο κέ­ντρο της Γιο­κο­χά­μα, αντια­με­ρι­κα­νι­κές προ­κη­ρύ­ξεις, υπο­δείγ­μα­τα καλ­λι­γρα­φί­ας; Το κα­πέ­λο του χα­μη­λά στο μέ­τω­πο κρύ­βει κα­λά ό, τι πρέ­πει να κρύ­ψει – κυ­ρί­ως το μέ­νος του.

———————— ¤ ————————

Την 1η Δε­κεμ­βρί­ου του 2000, ο Γκορ Βι­ντάλ, στο λο­γο­τε­χνι­κό έν­θε­το των Times, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη του τα προ­σω­πι­κά του βιώ­μα­τα, επι­ση­μαί­νει με σύ­νε­ση τις κυ­ριό­τε­ρες προ­κα­τα­λή­ψεις και τις πολ­λα­πλές εσκεμ­μέ­νες δια­στρε­βλώ­σεις, οι οποί­ες βα­ρύ­νουν ακό­μη σε ένα βαθ­μό την προς τα έξω ει­κό­να των Ια­πώ­νων εν γέ­νει: «Ευ­τυ­χώς για την πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νη γνώ­μη, μπο­ρεί πά­ντα να προ­σφεύ­γει στη δαι­μο­νι­κή θε­ώ­ρη­ση της ιστο­ρί­ας. Οι Ιά­πω­νες ως φυ­λή έχουν μια ρο­πή προς την αυ­το­κτο­νία. Εί­ναι ένας απάν­θρω­πος, σχε­δόν κτη­νώ­δης λα­ός, με μά­τια σχη­μα­τι­σμέ­να έτσι ώστε να τους εί­ναι αδύ­να­το να χει­ρι­στούν σύγ­χρο­να αε­ρο­σκά­φη και όρ­γα­να σκό­πευ­σης. Ως νε­α­ρός φα­ντά­ρος στον Ει­ρη­νι­κό, εί­χα κι εγώ, όπως όλοι γα­λου­χη­θεί μ΄ αυ­τές τις ρα­τσι­στι­κές ανοη­σί­ες. Σε πε­ρί­πτω­ση που αυ­τή η δαι­μο­νι­κή ερ­μη­νεία του χα­ρα­κτή­ρα των Ια­πώ­νων δεν εί­ναι ορ­θή, ανα­γκα­στι­κά θα πρέ­πει να ανα­ρω­τη­θεί κα­νείς για ποιο λό­γο ο ια­πω­νι­κός στρα­τός, ενώ διε­ξή­γα­γε ήδη τον δύ­σκο­λο κα­τα­κτη­τι­κό πό­λε­μο στην Κί­να, που απορ­ρο­φού­σε όλο το δυ­να­μι­κό του και κον­δύ­λια, θέ­λη­σε να προ­κα­λέ­σει κι άλ­λο πό­λε­μο με τις ΗΠΑ σε ένα τό­σο μα­κρι­νό θέ­α­τρο μα­χών; Η πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νη γνώ­μη εί­χε στη διά­θε­σή της εξή­ντα χρό­νια για να βρει απά­ντη­ση· και δεν το κα­τά­φε­ρε».

———————— ¤ ————————

Συ­γκε­ντρώ­νο­μαι πά­λι στο λι­γό­τε­ρο δρα­μα­τι­κό πα­ρόν της βρα­διάς. Ρέ­ει κι άλ­λο σά­κε. «Υπάρ­χουν πολ­λά μπου­κά­λια ακό­μη», μάς εμπι­στεύ­ε­ται ο τρα­πε­ζί­της. Στο μει­δί­α­μά του αυ­τή τη φο­ρά εμ­φι­λο­χω­ρεί κά­τι που θυ­μί­ζει την οι­κειό­τη­τα εκεί­νη, η οποία ξέ­ρει πώς ν’ ανα­πτυ­χθεί γρή­γο­ρα με­τα­ξύ αντι­προ­σώ­πων των λα­ών της Με­σο­γεί­ου, όταν συ­να­ντιού­νται για πρώ­τη φο­ρά στο μπαρ ενός λι­μα­νιού ή σε μια λα­μπρή, καθ΄ υπερ­βο­λήν πρό­σχα­ρη δε­ξί­ω­ση που πα­ρα­θέ­τει ένας φί­λερ­γος Υπουρ­γός επί των Εξω­τε­ρι­κών.

  • Βι­βλιο­γρα­φία πα­ρα­θε­μά­των

Γκορ Βι­ντάλ, Όνει­ρα πο­λέ­μου, μτ­φρ. Μαρ­γα­ρί­τα Ζα­χα­ριά­δου, Scripta 2004
Για­σου­νά­ρι Κα­βα­μπά­τα Η Χώ­ρα του Χιο­νιού, μτ­φρ Γιώρ­γος Λε­ω­τσά­κος, Κέ­δρος 2006.

Κα­τσούο Ισι­γκού­ρο, Ένας καλ­λι­τέ­χνης του ρευ­στού κό­σμου, μτ­φρ Ν.Κ., εκ­δό­σεις Βι­βλιο­πω­λεί­ου της «Εστί­ας» 1990.
Ού­γκο Κλά­ους, Οι φή­μες, μτ­φρ. Γιάν­νης Ιω­αν­νί­δης, Κα­στα­νιώ­της 1999.
Okakura Kakuzo, Το βι­βλίο του τσα­γιού, μτ­φρ. Πέ­τρος Τσα­πί­λης, εκδ. Ανα­το­λι­κός 2001.
Τζου­νί­τσι­ρο Τα­νι­ζά­κι, Εγκώ­μιο της σκιάς, μτ­φρ. Πα­να­γιώ­της Ευαγ­γε­λί­δης, Άγρα 1995.
Ernst Gombrich, Μι­κρή Ιστο­ρία του Κό­σμου, μτ­φρ. Έλε­να Κα­μη­λά­ρη, Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2007

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button