Greek Reports (Ελληνικά)

Ελληνοτουρκικές Σχέσεις

Οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας – Τουρκίας οδεύουν προς επανεκκίνηση μετά από την διακοπή τού 2016 εν μέσω έντασης των τουρκικών προκλήσεων και στο ερώτημα που προκύπτει εάν είναι κατάλληλο το περιβάλλον στη δεδομένη χρονική συγκυρία, η απάντηση είναι θετική.

Θα ήταν ένα καλό δώρο από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης πρός την Τουρκία και τον κ. Έρντογαν πού ψαρεύουν σε θολά νερά, αν δεν ανταποκρινόταν θετικά χρεωνόμενη και το ανάλογο κόστος.

Με όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις να θέτουν ως μόνο θέμα συζήτησης τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών και την Τουρκία να προβάλλει τις γνωστες έκνομες διεκδικήσεις, οι διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Στόχος, πέραν των τεχνικών θεμάτων, είναι η εξομάλυνση και βελτίωση των σχέσεων μας και  κατ’ επέκταση η βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Αν όμως κοιτάξουμε την Ιστορία και εμβαθύνουμε στην πηγή των ζητημάτων, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι όλα τα προβλήματα στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας εκπορεύονται από το κυπριακό ζήτημα. Από τα Σεπτεμβριανά τού 1955 με το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από οργανωμένο άγριο τουρκικό όχλο, έως το 1974, το 1983 με την ανακήρυξη παράνομου κράτους, το 2016 με την αγορά από την Τουρκία γεωτρητικών και ερευνητικών σκαφών και την αποστολή τους ανοικτά της Κρήτης, όλα ξεκινούν από το κυπριακό και τους άσοφους και λανθασμένους χειρισμούς των Κυπρίων ηγετών.

Συνεπώς εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων χωρίς προηγούμενη επίλυση του κυπριακού δεν προβλέπεται να υπάρξει.

Είναι σήμερα ευνοικό το περιβάλλον και πρέπει να επιδιώξουμε την επίλυση τού προβλήματος?

Όταν υπάρχει βούληση, πολιτική και μη, το περιβάλλον πάντοτε είναι ευνοικό.

Εάν δεν φτάσουμε σε λύση, οι επικίνδυνα ταραγμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, οι κρίσεις, τα θερμά επεισόδια και οι προωθήσεις αυξημένων ροών προσφύγων καί παράνομων μεταναστών θα συνεχιστούν επ’ αόριστον. Η Τουρκία σήμερα, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί, βρίσκεται στην πιό δεινή θέση που βρέθηκε ποτέ από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε μια περίοδο που η γεωστρατηγική σημασία που απέδιδαν οι ΗΠΑ στην χώρα αυτή έχει μειωθεί και που στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται κοσμοιστορικές αλλαγές, ο κατά τα τελευταία 18 χρόνια ηγέτης της Τουρκίας κ. Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν, κατάφερε να οδηγήσει τη χώρα του σε πολιτική απομόνωση. Ενώ ολοένα και περισσότερες αραβικές χώρες προσεγγίζουν το Ισραήλ, η Τουρκία έχει φιλικές σχέσεις μόνο με το Κατάρ καί το Κουβέιτ όπου και κατέφυγε πρόσφατα προς αναζήτηση οικονομικής στήριξης, καθώς η Οικονομία της παραπαίει. Η υποτίμηση τού νομίσματος της έχει ξεπεράσει το 50% ενώ η πιστοληπτική της ικανότητα έχει υποβαθμιστεί από τους οίκους αξιολόγησης σε επίπεδα χωρών της Κεντρικής Αφρικής. Τα πήλινα πόδια του πάλαι ποτέ οικονομικού γίγαντα της Δυτικής Ασίας – Μέσης Ανατολής αρχίζουν να ραγίζουν.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, ο τουρκικός λαός πού βλέπει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων του να μειώνεται συνεχώς και την χώρα του να περιτριγυρίζεται από μη φιλικούς γείτονες, ακούει με ευχαρίστηση τις πομφόλυγες του κ. Έρντογαν περί γαλάζιας πατρίδας, περί οσμανικής ισχύος από την Αγία Σοφία και την Ιερουσαλήμ έως και την Βόρεια Αφρική και περί επέκτασης της πρόσβασης σε ολόκληρη την ακτογραμμή της περιφραγμένης περιοχής της κατεχόμενης Αμμοχώστου (το καθεστώς της οποίας δεν αποτόλμησε να μεταβάλει).

Στην πραγματικότητα όμως για την Τουρκία, που δεν διαθέτει ούτε την πολυτέλεια αλλά ούτε και την δυνατότητα να συγκρουστεί με την Ευρώπη είναι πια μονόδρομος ο διάλογος και η βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση.

Πιθανή επίλυση του κυπριακού προβλήματος, με όλα τα συμπαρομαρτούντα αυτής, θα αποτελούσε στην παρούσα συγκυρία, ένα γενναίο δεκανίκι για τον μεγάλο ασθενή της σημερινής εκδοχής τού Ανατολικού ζητήματος, την Τουρκία του κ. Έρντογαν. Περί τα τέλη του έτους, ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, προτίθεται να επαναδραστηριοποιήσει τις συζητήσεις για το κυπριακό που διεκόπησαν τον Ιούλιο τού 2017 στη Ελβετία, σε μια προσπάθεια που κατά πολλές απόψεις εάν αποτύχει, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έχει συνέχεια στο προβλεπτό μέλλον.

Η Ελληνική κυβέρνηση και ο κ. Δένδιας, ας μη λησμονούν το κακό παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Κοτζιά, που στο Ελβετικό θέρετρο το 2017, σε αγαστή συνεργασία με την Κυπριακή κυβέρνηση που βρισκόταν τότε σε προεκλογική περίοδο, αντί να συνεχίσουν την διαπραγμάτευση στοχεύοντας στην ελαχιστοποίηση των τουρκικών απαιτήσεων, τα βρόντηξαν και έφυγαν, εισπράττοντας και τις θερμές ευχές τού ΓΓ γιά καλή τύχη.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει εθνικό καθήκον να υποδείξει στούς Κύπριους ηγέτες πρώτον ότι το παλαιό δόγμα, η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσται, υπήρξε αδόκιμο, λανθασμένο και εκ του πονηρού, οδηγώντας μας σε αδιέξοδες ατραπούς και δεύτερον ότι καλή η Κυπριακή Δημοκρατία ( χωρίς τον Τούρκο Αντιπρόεδρο και τους Τούρκους υπουργούς της, αλλά πάντα με τις τουρκικές εγγυήσεις και τα τουρκικά επεμβατικά δικαιώματα της που απεδόθησαν βάσει Διεθνών Συνθηκών ), καλός ο Πατριωτικός Αγώνας (ειδικά εάν είναι και μακροχρόνιος) καλοί οι Πύργοι τα ξενοδοχεία, οι επαύλεις, οι μαρίνες και τα δισεκατομμύρια, όμως, πολύ πολύ κακή η τουρκοποίηση της βόρειας κατεχόμενης περιοχής τού νησιού και η παράδοση της στην Τουρκία.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button