Greek Reports (Ελληνικά)

Έλληνες και Πέρσες

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. ο ελληνικός κόσμος δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τον ασιατικό.

Ο ελληνικός κόσμος, αρχίζοντας από την ίδια την Ελλάδα (που έφθανε μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη) και τα νησιά του Αιγαίου, εκτείνετο προς την ανατολή μέχρι τα αποικισθέντα δυτικά και πολύ λιγότερο τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, προς βορρά μέχρι τα αποικισθέντα παράλια του Ελλησπόντου,  του Βοσπόρου και του Ευξείνου Πόντου, προς τη δύση μέχρι την εποικισθείσα Νότια Ιταλία και Σικελία, τη Μεγάλη Ελλάδα, και επέκεινα σε αποικίες-εμπορικούς σταθμούς όπως η Μασσαλία, η Νίκαια και άλλες πόλεις στη νότια Γαλατία και την Ηβηρική, και προς νότο  περιορισμένα στην Κυρηναική στη Λυβίη, ενώ διατηρούσε και εμπορικό σταθμό με ειδικό προνόμιο από τον Φαραώ στη Ναυκρατίδα στην Αίγυπτο.

Διάλεξη στο Colloquium της Agora Dialogue

Προς την ανατολή η ελληνική παρουσία περιλάμβανε και την Κύπρο, η οποία όμως ευρίσκετο αρχικά υπό την επικράτεια των Ασσυρίων, έπειτα των Αιγυπτίων και τελικά των Περσών.

Ευχή και κατάρα της Κύπρου η γεωγραφική της θέση στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, τεράστιο γεωπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλεονέκτημα αλλά και τεράστιο μειονέκτημα ως εκ του μικρού της μεγέθους και ισχύος και των συμφερόντων των μεγάλων και ισχυρών χωρών οι οποίες την περιβάλλουν και οι οποίες, όπως και άλλες, την κατέκτησαν ή την κατείχαν μέσα στους αιώνες με μικρά μόνο και ευκαιριακά διαλείμματα ανεξαρτησίας των πόλεων της.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Η Μικρά Ασία ήταν, ως εκ της γεωγραφίας, ο χώρος μεταξύ του ελληνικού κόσμου και του ασιατικού, μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Πιο συγκεκριμένα, ένας μεγάλος ποταμός, ο Άλυς, στο μέσο της Μικράς Ασίας, ήταν το φυσικό σύνορο που την εχώριζε σε δύο μέρη, το ‘ευρωπαικό’ δυτικό και το ‘ασιατικό’ ανατολικό. Το ευρωπαικό μέρος περιλάμβανε τη Μυσία, τη Λυδία και την Καρία στα δυτικά, τη Λυκία, την Παμφιλία και την Κιλικία στα νότια, τη νότια Καππαδοκία στα ανατολικά, τη Βιθυνία και την Παφλαγονία στα βόρεια, την Πισιδία και τη Φρυγία στο εσωτερικό. Εξαιρουμένων των χωρών του εσωτερικού, οι ελληνικές αποικίες ήσαν στα παράλια των χωρών αυτών, ιδιαίτερα δε άκμασαν εκείνες στα δυτικά παράλια της Μυσίας, της Λυδίας και της Καρίας. Το ασιατικό μέρος της Μικράς Ασίας εκτείνετο από τη βόρεια Καππαδοκία προς τα ανατολικά.

Η ΥΠΟΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ ΣΤΗ ΛΥΔΙΑ

Την εξουσία στη Λυδία, με πρωτεύουσα τες Σάρδεις, είχαν μετά από τα Τρωικά οι Ηρακλείδες, απόγονοι του Ηρακλή, στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. όμως η εξουσία πέρασε στους Λυδούς Μερμνάδες. Έκτοτε η Λυδία άρχισε να επεκτείνη την επικράτεια της και να απειλή τες ελληνικές πόλεις, καταλαμβάνοντας σταδιακά πολλές από αυτές και καθιστώντας τες υποτελείς της, αρχίζοντας με την Κολοφώνα και συνεχίζοντας με την Πριήνη και τη Σμύρνη. Επί της βασιλείας δε του Κροίσου, που διάρκεσε μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., αρχίζοντας με την Έφεσο, κατέστησαν τελικά υποτελείς στη Λυδία όλες οι ελληνικές πόλεις και η επικράτεια της Λυδίας επεκτάθηκε σε όλη την ‘ευρωπαική’ Μικρά Ασία μέχρι τον Άλυ εκτός από τη Λυκία και την Κιλικία. Ενώ δε αρχικά ο Κροίσος σχεδίαζε την κατασκευή ναυτικού ώστε να επιτεθή και στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τελικά απετράπη από τον Βία τον Πριηνέα ο οποίος τον έπεισε ότι οι νησιώτες ήσαν υπερβολικά δυνατοί στη θάλασσα και θα τον νικούσαν. Επί της βασιλείας του Κροίσου πάντως οι Σάρδεις γνώρισαν το μέγιστο της επικράτειας και του πλούτου τους, κατέστη δε παροιμιώδης η αναφορά στον Κροίσο ως σύμβολο του πλούτου. Η υποτέλεια των ελληνικών πόλεων στους Λυδούς ήταν η απαρχή των διαρκών κινδύνων και υποδουλώσεων που θα αντιμετώπιζαν στους αιώνες που ακολούθησαν από τους εκάστοτε κυρίους της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας και επίδοξους εισβολείς στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας ως της πρώτης γεωγραφικά ευρωπαικής χώρας. Η γεωγραφία και πάλι καθόριζε τα πράγματα, αφού τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας αφ’ ενός ήσαν προνομιακά λόγω της θέσης τους στο Αιγαίο ως ο σύνδεσμος μεταξύ του ευρωπαικού και του ασιατικού κόσμου ώστε και να ευημέρησαν και ο ελληνικός πολιτισμός να αναπτύχθηκε εκεί κατά πρώτο λόγο, αφ’ ετέρου όμως ακριβώς λόγω της θέσης τους ήσαν αυτά που πρώτα υφίσταντο τες επιβουλές των εκάστοτε ισχυρών κυρίων της Μικράς Ασίας ώστε να ευρίσκοντο κατά το πλείστον σε κατάσταση υποτέλειας προς αυτούς.

ΟΙ ΜΗΔΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΚΥΡΙΟΙ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ

Εν τω μεταξύ και στην Ασία συντελούνταν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Οι Ασσύριοι, κύριοι της Ασίας για πέντε αιώνες, έχασαν την εξουσία τους όταν οι υποτελείς λαοί άρχισαν να επαναστατούν, με πρώτους τους Μήδους στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.. Καθιστάμενοι ελεύθεροι, οι Μήδοι, οι οποίοι ανήκαν σε έξι φυλές, συνενώθησαν σε ένα έθνος από τον πρώτο βασιλέα τους Διηόκη. Οι Μήδοι, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερη φυλή, ήσαν διακριτοί από τους Πέρσες, τους οποίους στη συνέχεια και υπέταξαν θεωρώντας τους έκτοτε κατώτερους. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι, Πολύμνια 62) –

‘Οι Μήδοι παλιά ονομάζοντο Άριοι, όπως λέγουν δε οι ίδιοι μετωνομάσθησαν Μήδοι από τότε που η Μήδεια, που κατάγετο από την Κολχίδα, πήγε στη χώρα τους από την Αθήνα’. [Η Μήδεια, συνδεομένη με τα Αργοναυτικά, τοποθετείται μία έως δύο γενεές πριν από τα Τρωικά, τα οποία τοποθετούνται το 1200 π.Χ.].

Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. όμως ο Κύρος, εγγονός από τη μητέρα του Μανδάνη του βασιλέα των Μήδων Αστυάγη αλλά από πατέρα Πέρση ονόματι Καμβύση, ο οποίος είχε παραγκωνισθή από τον Αστυάγη και απομακρυνθή από τη Μηδία στην Περσία, οδήγησε τους Πέρσες σε επιτυχή επανάσταση εναντίον των Μήδων, η δυναστεία των οποίων είχε διαρκέσει εκατόν πενήντα χρόνια, ανατρέποντας τα πράγματα και αναλαμβάνοντας την εξουσία και των δύο λαών που οδήγησε στη δημιουργία της τεράστιας Περσικής αυτοκρατορίας στην Ασία.

Η ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΧΕΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΣΩΝ

Οι Πέρσες αρχικά ονομάζοντο Αρταίοι, από τη λέξη ‘άρτα’, η οποία σημαίνει ‘ευγενής’, ενδεχομένως προερχομένη από τη λέξη ‘άριος’, εξ ου και πολλά ονόματα των Περσών είναι σύνθετα του ‘άρτα’, όπως Αρταξέρξης, Αρτάβανος, Αρτοβαζάνης. Οι Πέρσες θεωρούσαν ότι ήσαν απόγονοι του Πέρση, υιού του Περσέα [ο Περσέας τοποθετείται τέσσερις γενεές πριν από τα Τρωικά], από τον οποίο και πήραν το όνομά τους. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι, Πολύμνια 61) –

‘Όταν ο Περσέας επισκέφθηκε τον Κηφέα, υιό του Βήλου, και παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Ανδρομέδα, απέκτησε μαζί της ένα υιό ο οποίος ονομάσθηκε Πέρσης και τον οποίο άφησε εκεί αφού ο Κηφέας δεν είχε άρρενα απόγονο. Από αυτόν τον Πέρση πήραν οι Πέρσες το όνομα τους’.

Ο Βήλος προήρχετο από τη Φοινίκη και ο επίσης υιός του Δαναός, ερχόμενος στην Ελλάδα και καθιστάμενος κύριος του Άργους, ήταν πρόγονος του Περσέα. Το Άργος, επώνυμο του βασιλιά του Άργου, ονομάζετο πριν Φορώνικον από τον ιδρυτή βασιλέα του Φορωνέα, παππού του Άργου. Οι απόγονοι του Άργου βασίλεψαν στο Άργος για έξι γενεές μέχρι που ήρθε στην Ελλάδα ο Δαναός, από τον οποίο και προέρχεται η ονομασία Δαναοί και ο οποίος παρέλαβε τη βασιλεία της πόλης. Οι απόγονοι του Δαναού από τη θυγατέρα του Υπερμνήστρα και τον Λυγκέα, υιό του άλλου Αιγύπτου, άλλου αδελφού του Δαναού, βασίλευσαν στο Άργος μέχρις ότου αυτό πέρασε στην επικράτεια των Μυκηνών υπό τον Αγαμέμνονα. Ειναι λοιπόν σαφής η κατά την παράδοση σχέση  μεταξύ των Αργείων και των Περσών.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΥΔΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

Ο Κύρος πήρε την εξουσία την εποχή της ακμής των Σάρδεων υπό τον Κροίσο. Ο Κροίσος, ανησυχώντας από την αυξανόμενη δύναμη των Περσών και συγχρόνως επιθυμώντας να επεκτείνη την επικράτεια του προς την Ασία, αλλά και από έχθρα προς τον Κύρο αφού ο Αστυάγης τον οποίο είχε εκθρονίσει ο Κύρος ήταν επ’ αδελφή γαμβρός του (ο γάμος αποσκοπούσε στον τερματισμό της πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ του πατέρα του Κροίσου και του πατέρα του Αστυάγη), αποφάσισε να επιτεθή στον Κύρο, έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει τον περίφημο χρησμό του μαντείου των Δελφών ότι ‘Κροίσος Άλυν διαβάς μεγάλην αρχήν καταλύσει’ τον οποίο εξέλαβε ότι αναφέρετο στην κατάλυση της αυτοκρατορίας του Κύρου ενώ κατέληξε στην καταστροφή της δικής του αυτοκρατορίας (ο Κροίσος παρεξήγησε και τον άλλο χρησμό του μαντείου ότι θα έπρεπε να φοβάται όταν ένα μουλάρι θα εκάθετο στον θρόνο των Μηδων, εκλαμβάνοντας τον επί λέξει αντί ως αναφερόμενο στον Κύρο ως μισό Μήδο και μισό Πέρση). Πριν στραφή εναντίον του Κύρου, ο Κροίσος είχε με πλούσια δώρα εξασφαλίσει τη συμμαχία των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι ανάλαβαν να τον βοηθήσουν αν τους εκαλούσε. Αυτή είναι και η πρώτη περίπτωση της συμφεροντολογικής πολιτικής που θα χαρακτήριζε την Σπάρτη στους αιώνες που θα ακολουθούσαν. Ο Κροίσος προχώρησε τότε να διασχίση τον Άλυ και να αντιμετωπίση τον Κύρο σε μια μάχη χωρίς νικητή, οπότε υπεχώρησε στες Σάρδεις, ο Κύρος όμως τον ακολούθησε και πολιόρκησε τες Σάρδεις. Ο Κροίσος έστειλε τότε πρέσβεις στη Σπάρτη καλώντας τους σε βοήθεια, ενώ όμως οι Σπαρτιάτες έκαναν τες προετοιμασίες τους έμαθαν ότι οι Σάρδεις είχαν πέσει οπότε και σταμάτησαν. Οι Σάρδεις έπεσαν το 547 π.Χ..

Η ΥΠΟΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΣΕΣ

Μετά που ο Κύρος κυρίευσε τες Σάρδεις εστράφη εναντίον των ελληνικών πόλεων της Ιωνίας. Όταν ο Κύρος ετοιμάζετο να αντιμετωπίση τον Κροίσο, είχε στείλει πρέσβεις στους Ίωνες, οι δώδεκα πόλεις των οποίων αποτελούσαν το Πανιώνιο (Μίλητος, Μυούς, Πριήνη, Έφεσος, Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομενές, Φώκαια, Ερυθρές, Σάμος, Χίος), ουσιαστικά την πρώτη συνομοσπονδία στην ιστορία, επιδιώκοντας να τους πείση να επαναστατήσουν εναντίον του Κροίσου και έτσι να τους αποσπάση από τον Κροίσο και να τον αποδυναμώση, οι Ίωνες όμως, πλην των Μιλησίων, δεν ανταποκρίθησαν ενδεχομένως φοβούμενοι σε περίπτωση που ο Κύρος θα αποτύγχανε. Τώρα ήταν οι Ίωνες που έστειλαν πρέσβεις στον Κύρο επιδιώκοντας να διατηρήσουν μαζί του το ίδιο καθεστώς υποτέλειας που είχαν επί Κροίσου, ο Κύρος όμως, θυμίζοντας τους την προηγούμενη στάση τους, αρνήθηκε εκτός στους Μιλήσιους οι οποίοι είχαν συνάψει συνθήκη μαζί του, ενώ βεβαίως η Σάμος και η Χίος δεν είχαν ιδιαίτερη ανησυχία αφού ο Κύρος δεν διέθετε ναυτική δύναμη. Οι Ίωνες άρχισαν τότε να οχυρώνονται και συγχρόνως αποφάσισαν να ζητήσουν τη βοήθεια των Σπαρτιατών, εκείνοι όμως αρνήθησαν και περιορίσθησαν σε υποδείξεις στον Κύρο να μη βλάψη οποιαδήποτε ελληνική πόλη, που βεβαίως ουδόλως τον απέτρεψε. Η Σπάρτη, αν και πρόθυμη να συμμαχήση και να συνδράμη τον Λυδό Κροίσο, αρνήθηκε έτσι τη βοήθεια της στες ίδιες τες ελληνικές πόλεις! Ο Κύρος, έχοντας ως προτεραιότητα την κατάκτηση της Βαβυλώνας, της Βακτριανής και της Αιγύπτου, γύρισε πίσω στην Περσία και ανέθεσε την κατάκτηση της Ιωνίας στους στρατηγούς του.

Η στάση των Ιώνων έναντι του Κύρου είναι χαρακτηριστική της δυσχερούς τους σχέσης ως εκ του μεγάλου διλήμματος το οποίο αντιμετώπιζαν και θα αντιμετώπιζαν και σε άλλες περιπτώσεις, αφού είχαν να επιλέξουν μεταξύ της επανάστασης εναντίον του Κροίσου και της παραμονής στην κατάσταση της γνώριμης και σχετικά ευνοικής υποτέλειας προς αυτόν στην οποία τελούσαν. Η πρώτη επιλογή θα τους ευνοούσε αν ο Κύρος επικρατούσε του Κροίσου, οπότε θα μπορούσαν να αναμένουν ενδεχομένως ευνοικότερη κατάσταση υποτέλειας αν όχι και την απαλευθέρωση τους, ενώ η δεύτερη επιλογή θα τους ευνοούσε αν ο Κροίσος επικρατούσε του Κύρου οπότε θα συνέχιζε το ευνοικό καθεστώς υποτέλειας τους υπό τον Κροίσο. Προφανώς η αβεβαιότητα του πράγματος και ο φόβος της επέλευσης ενδεχόμενα δυσμενέστερης κατάστασης επεκράτησε της επιθυμίας τους να επιδιώξουν την ελευθερία τους προτιμώντας την κατάσταση που γνώριζαν.

Ο Περσικός στρατός στράφηκε πρώτα εναντίον της Φώκαιας, της βορειότερης πόλης των Ιώνων και πλησιέστερης στες Σάρδεις. Οι Φωκαείς, οι οποίοι είχαν μεγάλη ναυτική παράδοση αφού είχαν ανοίξει το δρόμο προς την Αδριατική, την Τυρρηνία, την Ιβηρία και τον Ταρτησσό, προτίμησαν αντί να υποδουλωθούν στους Πέρσες να εγκαταλείψουν την πόλη τους και κατέφυγαν στη Χίο, επιδιώκοντας να εγκατασταθούν στα μικρά νησιά Οινούσες στα βορειοανατολικά της Χίου. Οι Χίοι όμως αρνήθησαν να τους πουλήσουν τες Οινούσες, φοβούμενοι μήπως οι Φωκαείς τους ανταγωνιστούν στο εμπόριο από εκεί, ενεργώντας έτσι ωφελιμιστικά αντί με συμπαράσταση προς τους συμμάχους τους στο Πανιώνιο. Τότε οι μισοί Φωκαείς επέλεξαν να γυρίσουν στη Φώκαια ενώ οι άλλοι μισοί έπλευσαν στην Κορσική όπου είχαν ιδρύσει αποικία νωρίτερα. Έμειναν εκεί για μερικά χρόνια και μετά εγκαταστάθησαν στο Ρήγιο, στο νοτιότατο άκρο της Ιταλίας, από εκεί ίδρυσαν δε αργότερα νέα αποικία στην Οινώτρια (τη νότια Ιταλία). Και οι Τήιοι επέλεξαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους παρά να υποδουλωθούν στους Πέρσες, πηγαίνοντας στη Θράκη όπου ίδρυσαν νέα πόλη, τα Άβδηρα, ανατολικώς και πλησίον των εκβολών του Νέστου, από την οποία κατάγοντο ο Δημόκριτος και ο Πρωταγόρας. Οι υπόλοιπες πόλεις, εκτός από την Μίλητο η οποία είχε ήδη συνάψει συνθήκη με τον Κύρο, αντιστάθησαν στους Πέρσες αλλά τελικά υποτάχθησαν. Ο Βίας ο Πριηνεύς συμβούλευσε αργότερα τους Ίωνες να μην παραμείνουν υποδουλωμένοι αλλά να εγκαταλείψουν την Ιωνία και να καταφύγουν στη Σαρδηνία όπου θα ζούσαν ελεύθεροι και ευημερούντες, η πρόταση του όμως δεν έγινε δεκτή. Στη συνέχεια οι Πέρσες κατάκτησαν ολόκληρη τη Μικρά Ασία, καθιστώντας υποτελείς τες ελληνικές πόλεις της και προσεγγίζοντας ασφυκτικά τον υπόλοιπο κύριο ελληνικό κόσμο.

Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Ο Κύρος εν τω μεταξύ στράφηκε εναντίον της Βαβυλώνας, πρωτεύουσας των Ασσυρίων, την οποία μετά από πολιορκία και κατέλαβε, καταλύοντας οριστικά την εξουσία των Ασσυρίων και επεκτείνοντας έτσι την Περσική αυτοκρατορία από την Περσία μέχρι τη Μικρά Ασία. Στη συνέχεια επιδίωξε να κατακτήση και τους προς βορρά Μασσαγέτες που κατοικούσαν μέχρι τον Κάυκασο και την Κασπία θάλασσα, η εκστρατεία του όμως απέτυχε και ο ίδιος εφονενεύθη στη μάχη, το 529 π.Χ.. Τον Κύρο διεδέχθη ο υιός του Καμβύσης, ο οποίος εξ αρχής επιδίωξε την κατάκτηση της Αιγύπτου. Η πρόσβαση στην Αίγυπτο δεν ήταν εύκολη αφού μεσολαβούσε η έρημος της Αραβίας, ο Καμβύσης όμως συνήψε συμμαχία με τον βασιλιά της Αραβίας ο οποίος όχι μόνο επέτρεψε αλλά και διευκόλυνε τη διέλευση του στρατού του Καμβύση προμηθεύοντας τον συνεχώς με νερό. Με αυτό τον τρόπο ο Καμβύσης κατάφερε να μεταφέρη τον στρατό του στην Αίγυπτο και στη μάχη που ακολούθησε οι Πέρσες επεκράτησαν. Με την κατάκτηση της Αιγύπτου, το 525 πΧ, η Περσική αυτοκρατορία επεκτείνετο τώρα ακόμα περισσότερο, με παρουσία και στη Λιβυκή. Ο Καμβύσης πέθανε στην Αίγυπτο το 522 π.Χ. και τον διεδέχθη ο Δαρείος. Ο Δαρείος ισχυροποίησε και επέκτεινε την περσική αυτοκρατορία σε όλη την Ασία, εκτός από την Αραβία με την οποία διατηρήθησαν οι φιλικές σχέσεις που υπήρχαν από τη συμμαχία του Καμβύση, και την αναδιοργώνωσε χωρίζοντας την σε είκοσι διοικητικές στραπείες οι οποίες πλήρωναν ανάλογο φόρο στα ταμεία του. Η επικράτεια του περιλάμβανε τώρα, εκτός από την Περσία, την Μηδία και την Αριανή, στα βόρεια και στα ανατολικά την Υρκανία μέχρι την Κασπία Θάλασσα, την Παρθία, την Βακτριανή και την Σογδιανή μέχρι τους Μασσαγέτες, την Σαγγαρία και την Πακτύα μέχρι και την Ινδία, στα δυτικά την Βαβυλωνία, την Ασσυρία, την Αρμενία μέχρι τον Καύκασο και ολόκληρη τη Μικρά Ασία, και στα νότια την Αίγυπτο. Μία εκστρατεία των Περσών στη Λιβύη όμως επί βασιλείας του Δαρείου απέβη τελικά αποτυχής.

ΟΙ ΒΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Οι βλέψεις του Δαρείου στράφησαν τώρα πέραν της Ασίας στην Ευρώπη. Αρχικός του στόχος ήταν η Σκυθία, επιδιώκοντας να εκδικηθή τους Σκύθες οι οποίοι στη διάρκεια της βασιλείας του Κυαξάρη, πατέρα του Αστυάγη, είχαν εισβάλει στην Ασία από τον Καύκασο παραμένοντας εκεί για σχεδόν τριάντα χρόνια μέχρις ότου εξεδιώχθησαν τελικά από τον Κυαξάρη. Οι Σκύθες κατείχαν την περιοχή που εκτείνεται βορείως του Δουνάβεως μέχρι και τη λίμνη Μαιώτιδα στον Κάυκασο. Η εισβολή στη Σκυθία εξυπάκουε βεβαίως σε πρώτο στάδιο τη διάβαση του Βοσπόρου. Προς τούτο, ο Δαρείος κατασκεύασε μια μεγάλη γέφυρα, σχεδιασμένη από Σάμιο, από την οποία πέρασε ο τεράστιος στρατός του που συγκεντρώθηκε από όλη την περσική επικράτεια – επτακόσιες χιλιάδες κατά τον Ηρόδοτο καθώς και εξακόσια πλοία. Περνώντας στην Ευρώπη, ο Δαρείος κατευθύνθηκε μέσω της Θράκης προς τη Σκυθία, ευρισκόμενη βορείως της Θράκης και του Δουνάβεως, τον οποίο διέσχισε από άλλη γέφυρα που κατασκεύασαν οι υποτελείς Ίωνες οι οποίοι υποχρεωτικά συμμετείχαν στην εκστρατεία του. Αφού πέρασε από τη γέφυρα, ο Δαρείος διάταξε τους Ίωνες να τη φρουρούν και να την υπερασπιστούν με κάθε θυσία ώστε ότι και να συνέβαινε να μπορούσε να περάση και πάλι στην Ασία με ασφάλεια. Η εκστρατεία στη Σκυθία όμως απέτυχε εντελώς χάρις στη μεγαλοφυή τακτική που εφάρμοσαν οι Σκύθες οι οποίοι, εξοικιωμένοι  ως νομάδες με τη διαρκή μετακίνηση, μετακινούνταν συνεχώς και έτσι απόφευγαν να συγκρουσθούν μαζί του. Ο Δαρείος τελικά, καταδιώκοντας τους Σκύθες άσκοπα και χωρίς να μπορή να ανανεώση τες προμήθειες του αφού μάλιστα η Σκυθία είναι άγονη χώρα, αναγκάστηκε να αποχωρήση καταδιωκόμενος τότε από τους Σκύθες και κατευθυνόμενος προς την γέφυρα του Δουνάβεως. Οι Σκύθες, γνωρίζοντας τη χώρα τους καλύτερα, έφθασαν πρώτοι  στη γέφυρα την οποία φρουρούσαν οι Ίωνες οι και τους υποκίνησαν να την καταστρέψουν ώστε ο Δαρείος να μη μπορή να διαφύγη και να εξοντωθήο στρατός του, εξασφαλίζοντας έτσι και τη δική τους απαλλαγή από τον περσικό ζυγό. Ο Μιλτιάδης μάλιστα, ο οποίος ήταν τότε ο στρατηγός και τύραννος της Χερσονήσου του Ελλησπόντου, τους προέτρεψε να ακολουθήσουν τη συμβουλή των Σκυθών. Ο Ιστιαίος όμως, τύραννος της Μιλήτου, έπεισε τους τυράννους των άλλων Ιωνικών πόλεων να μην το κάνουν με το επιχείρημα ότι η εξουσία τους προέρχετο από την υποταγή τους στον Δαρείο που τους ανέθεσε την τυραννία οπότε, αν η δύναμη του Δαρείου κατέρρεε, θα κατέρρεε μαζί και η δική τους εξουσία αφού οι πόλεις θα εστρέφοντο τότε προς τη δημοκρατία παρά προς την τυραννία. Έτσι, για άλλη μια φορά οι Ίωνες δειλίασαν και προτίμησαν την ασφάλεια της υποτέλειας παρά την προσπάθεια της απελευθέρωσης, αφού μάλιστα οι ηγέτες τους είδαν το προσωπικό τους συμφέρον παρά το συμφέρον του λαού. Ακόμα πιο σημαντικό, χάθηκε η ευκαιρία να καταστραφή ο στρατός του Δαρείου, ο οποίος πέρασε με ασφάλεια από τη γέφυρα και από εκεί στον Ελλήσποντο και πίσω στην Ασία. Η περσική εκστρατεία στη Θράκη και τη Σκυθία τοποθετείται κατά το 513-512 πΧ.

Επιστρέφοντας όμως στην Περσία, ο Δαρείος άφησε ένα μεγάλο μέρος του στρατού του στον Ελλήσποντο υπό τον έμπιστο στρατηγό του Μεγάβαζο με εντολή να καταλάβη τη Θράκη, όπως και έγινε. Στη συνέχεια, με περαιτέρω εντολές του Δαρείου, ο Μεγάβαζος κατέλαβε την Παιονία στη βόρεια Μακεδονία, ακολούθως δε έστειλε πρεσβευτές στον βασιλέα της Μακεδονίας Αμύντα ζητώντας γην και ύδωρ. Ο Αμύντας ήταν διατεθειμένος να δεχθή, επενέβη όμως ο υιός του Αλέξανδρος ο οποίος φρόντισε να φονευθούν οι πρεσβευτές αλλά να μη γίνη γνωστό το γεγονός στον Μεγάβαζο. Στη συνέχεια ο Μεγάβαζος επέστρεψε στην Ασία, οι Πέρσες όμως διασφάλισαν την κατοχή του Βυζαντίου και της απέναντι αυτού Καλχηδόνος ώστε να ελέγχουν τα στενά του Βοσπόρου, καταλαμβάνοντας και τα στρατηγικά νησιά της Λήμνου και της Ίμβρου έξω από τον Ελλήσποντο, όπως υπαγόρευε η γεωγραφία, τα οποία και συνεχίζουν να έχουν την ίδια σημασία.

Η ΙΩΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήσαν καταλυτικά στην εξέλιξη των ελληνοπερσικών σχέσεων. Τύραννος της Μιλήτου, της πιο ακμάζουσας πόλης της Ιωνίας, ήταν ο Αρισταγόρας ο οποίος αντικατέστησε τον Ιστιαίο τον οποίο είχε πάρει μαζί του ο Δαρείος στην Περσία. Το 499 πΧ ο Αρισταγόρας, υποκινούμενος από τον Ιστιαίο και για δικούς τους σκοπούς, παραιτούμενος της τυραννίας και εγκαθιδρύοντας δημοκρατικά καθεστώτα στην Μίλητο και αλλού, ώθησε τους Ίωνες να επαναστατήσουν κατά των Περσών. Προς τούτο επιδίωξε πρώτα τη συνδρομή των Σπαρτιατών οι οποίοι απέρριψαν την πρόταση του, στάση που δεν εκπλήττει έχοντας υπ’ όψη την πάγια απομονωτική πολιτική τους, οπότε προσέγγισε τους Αθηναίους. Η Αθήνα, έχοντας απαλλαγή από την τυραννία των Πεισιστρατιδών, καθίστατο η ισχυρότερη πόλη της Ελλάδας. Ο εκδιωχθείς τύραννος Ιππίας, υιός του Πεισιστράτου, είχε καταφύγει στους Πέρσες τους οποίους και υποκινούσε διαρκώς να εκστρατεύσουν εναντίον της Αθήνας ώστε να αποκατασταθή στην εξουσία του ως υποτελής στον Δαρείο. Οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στους Πέρσες ζητώντας τους να μην ανταποκριθούν στες προτροπές του Ιππία, για να πάρουν την απάντηση ότι αν ήθελαν να παραμείνουν ασφαλείς θα έπρεπε να δεχθούν πίσω τον Ιππία και ουσιαστικά την υποτέλεια σε αυτόυς. Οι Αθηναίοι, έχοντας αποκαταστήσει τη δημοκρατία, απέρριψαν χωρίς να διστάσουν τη θέση των Περσών, αν και γνώριζαν καλά ότι ως αποτέλεσμα οι Πέρσες θα καθίσταντο πολέμιοι τους, και ανταποκρίθησαν θετικά στο κάλεσμα του Αρισταγόρα στέλλοντας στη Μίλητο είκοσι πλοία για να βοηθήσουν τους Ίωνες. Άλλα πέντε πλοία έστειλαν οι Ερετριείς οι οποίοι είχαν καλές σχέσεις με τους Μιλήσιους. Από την Μίλητο τα πλοία έπλευσαν στην Έφεσο και από εκεί το εκστρατευτικό σώμα προχώρησε στες Σάρδεις τες οποίες κατέλαβε και πυρπόλησε. Οι Αθηναίοι δεν ανεμίχθησαν περαιτέρω, η Ιωνική επανάσταση όμως είχε αρχίσει και επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια, μαζί δε με τους Ίωνες επαναστάτησαν και οι Κύπριοι υπό τον Σαλαμίνιο Ονήσιλο. Ο Δαρείος έστειλε ισχυρό στρατό για να καταστείλη την επανάσταση, οπότε οι Ίωνες με το ναυτικό τους έσπευσαν προς βοήθεια των Κυπρίων. Παρά την ήττα του Φοινικικού ναυτικού του Δαρείου από το ναυτικό των Ιώνων, οι Πέρσες νίκησαν στη ξηρά και εφονεύθη ο Ονήσιλος όταν λιποτάκτησαν οι Κουριείς (το Κούριο ήταν αποικία των Αργείων που διαχρονικά τήρησαν στάση ευνοική προς τους Πέρσες) και η επανάσταση των Κυπρίων κατεστάλη. Στη συνέχεια κατεστάλη σταδιακά ολόκληρη η Ιωνική επανάσταση, η οποία διάρκεσε έξι χρόνια από το 499 μέχρι το 493, με την πτώση και της Μιλήτου και την επανεδραίωση της περσικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία.

ΟΙ ΒΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ήταν τώρα καθαρό ότι η επόμενη κίνηση του Δαρείου θα ήταν η ίδια η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Αθήνα, καθισταμένη μάλιστα η κυριότερη ελληνική πόλη και εμφανώς μη διατεθειμένη να συνεργασθή με τους Πέρσες. Ήδη από το 493 μετά από τη πτώση της Μιλήτου ο περσικός στόλος είχε καταλάβει, πέραν της Λήμνου και της Ίμβρου, τη Χίο, τη Λέσβο και την Τένεδο και στη συνέχεια τες πόλεις της ευρωπαικής πλευράς του Ελλησπόντου σφίγγοντας τον κλοιό γώρω από την ηπειρωτική Ελλάδα. Τον επόμενο χρόνο, το 492, ένα μεγάλο περσικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον επί θυγατρί γαμβρό του Δαρείου Μαρδόνιο πέρασε τον Ελλήσποντο και κινήθηκε προς την Ελλάδα, καταλαμβάνοντας εύκολα τη Θράκη και τη Μακεδονία. Περιπλέοντας όμως τον Άθω ο περσικός στόλος συνάντησε τόση θαλασσοταραχή ώστε να υποστή τεράστια καταστροφή, ενώ το περσικό πεζικό στη Μακεδονία κατατροπώθηκε από μία επίθεση των Θρακών, οπότε ο Μαρδόνιος επέστρεψε στην Ασία. Ο Δαρείος όμως δεν πτοήθηκε. Τον επόμενο χρόνο, το 491, και συνεχώς υποκινούμενος από τον Ιππία, έστειλε κήρυκες στες ελληνικές πόλεις ζητώντας γην και ύδωρ και εξασφαλίζοντας υποταγή από τες περισσότερες πόλεις στα ηπειρωτικά όπως και από την Αίγινα. Οι Αθηναίοι έριξαν τους κήρυκες του Δαρείου σε βάραθρο ενώ οι Σπαρτιάτες τους έριξαν σε ένα πηγάδι λέγοντας τους, με Δωρική ευφυολογία, ότι αν ήθελαν γην και ύδωρ μπορούσαν να τα πάρουν από εκεί! Οι Σπαρτιάτες βεβαίως, αναγνωρίζοντας ότι είχαν παραβή τα διεθνή θέσμια σκοτώνοντας κήρυκες, έστειλαν δύο άνδρες ώστε να τιμωρηθούν για τη θανάτωση των κηρύκων του Δαρείου. Όταν αυτοί ρωτήθησαν από κάποιο Πέρση στρατηγό γιατί η Σπάρτη αρνείται να δεχθή την υποταγή της στον βασιλιά της Περσίας αφού θα είχε τόσα ωφελήματα από τη φιλία του, απάντησαν  ότι ο στρατηγός, για να ρωτά έτσι, γνώριζε τι είναι δουλεία αλλά όχι τι είναι ελευθερία. Φθάνοντας στα Σούσα, οι Σπαρτιάτες αρνήθησαν να προσκυνήσουν τον Δαρείο λέγοντας ότι δεν προσκυνούσαν θνητούς και ότι είχαν πάει εκεί με τη θέληση τους μόνο για να τιμωρηθούν. Ο Δαρείος όμως δεν τους τιμώρησε, θέλοντας έτσι να μην απελευθερώση τους Σπαρτιάτες από το ατόπημα τους.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

Παράλληλα, ο Δαρείος ετοίμασε μία μεγάλη στρατιά υπό τον Δάτη και τον Αρταφέρνη η οποία, προχωρώντας στην Ιωνία, ακολούθησε άλλη πορεία από την προηγούμενη, έχοντας υπ’ όψη την εμπειρία του Άθω, παραπλέοντας τα νησιά του Αιγαίου. Καταλαμβάνοντας τη Νάξο, οι Πέρσες κινήθησαν προς την Ερέτρια η οποία είχε συνδράμει τους Ίωνες και την οποία κατέλαβαν και κατέστρεψαν, κινούμενοι τώρα προς τον κύριο στόχο τους, την Αθήνα. Στρατοπεύδευσαν στον Μαραθώνα όπου οι Αθηναίοι υπό τον Μιλτιάδη έσπευσαν να τους αντιμετωπίσουν, συγχρόνως απευθυνόμενοι προς τους Σπαρτιάτες για βοήθεια. Οι Σπαρτιάτες όμως, μη άμεσα απειλούμενοι και επικαλούμενοι το έθιμο να μην εκστρατεύουν πριν από την πανσέληνο και αφού ακόμα η σελήνη ήταν στην ένατη μέρα, δεν ανταποκρίθησαν. Οι Αθηναίοι βεβαίως πολέμησαν και χωρίς τους Σπαρτιάτες, συνεπικουρούμενοι μόνο από τους Πλαταιείς, και επεβλήθησαν των Περσών οι οποίοι επιβιβάσθησαν στα πλοία τους και κατευθύνθησαν από τη θάλασσα τώρα προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι όμως τους πρόλαβαν από τη ξηρά οπότε ο περσικός στόλος, βλέποντας τους ήδη στρατοπεδευμένους στο Κυνόσαργες, αποχώρησε για την Ασία παίρνοντας μαζί τους και τους Ερετριείς τους οποίους είχαν αιχμαλωτίσει και τους οποίους ο Δαρείος εγκατέστησε κοντά στα Σούσα. Εν τω μεταξύ, μετά από την πανσέληνο οι Σπαρτιάτες έστειλαν ένα εκστρατευτικό σώμα το οποίο όμως έφθασε στην Αττική μετά από τη μάχη του Μαραθώνα και απλώς επιθεώρησαν το πεδίο της μάχης και συνεχάρησαν τους Αθηναίους. Για άλλη μια φορά οι Σπαρτιάτες εφάνησαν έτσι κατώτεροι των περιστάσεων αφού, έστω και αν μπορούσε να είχαν καλές προθέσεις, έδειξαν, όπως θα έδειχναν και σε άλλες περιπτώσεις, ότι δεν μπορούσαν να διακρίνουν μεταξύ της ουσίας, που εδώ ήταν η άμεση ανάγκη αντιμετώπισης των Περσών, και της δογματικής τους προσκόλλησης στα επουσιώδη και στα ιδιάζοντα τους.

Η ΒΛΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΞΕΡΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Δαρείος δεν εγκατέλειψε τα σχέδια του για κατάκτηση της Ελλάδας και επιδίωξε να συγκεντρώση ακόμα μεγαλύτερο στρατό προς τούτο, προετοιμαζόμενος τα επόμενα τρία χρόνια. Τον τέταρτο χρόνο όμως, το 486, και αφού είχαν μεσολαβήσει εσωτερικά προβλήματα που τον καθυστέρησαν, πέθανε. Ο υιός και διάδοχος του Ξέρξης, υποκινούμενος από τον Μαρδόνιο αλλά και τους Πεισιστρατίδες, και αφού κατέστειλε επανάσταση της Αιγύπτου, αποφάσισε να στραφή εναντίον της Ελλάδας. Στο συμβούλιο που κάλεσε για να ανακοινώση τα σχέδια του. Με την κατάκτηση της Ελλάδας, είπε, η Περσία θα επεκτείνετο τόσο ώστε ο ήλιος θα έβλεπε μόνο την επικράτεια της. Ο Μαρδόνιος υπερθεμάτισε, ο θείος του Ξέρξη όμως, ο Αρτάβανος, συμβούλεψε εναντίον της εκστρατείας, όπως είχε συμβουλεύσει και τον Δαρείο να μην εκστρατεύση εναντίον των Σκυθών, επισημαίνοντας ότι οι Έλληνες, έχοντας υπ’όψη το φρόνημα τους, δεν θα έπρεπε να υποτιμηθούν ως αντίπαλοι αφού μάλιστα είχαν κατορθώσει να κατατροπώσουν τη μεγάλη στρατιά του Δαρείου υπό τον Δάτι και τον Αρταφέρνη. Παραπέμποντας μάλιστα στην εμπειρία του Δαρείου με τη γέφυρα του Δουνάβεως, υπέδειξε ιδιαιτέρως τον κίνδυνο, σε περίπτωση που ο περσικός στόλος ηττάτο και οι Έλληνες κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου που σκόπευε να κατασκευάση ο Ξέρξης για να περάση τον στρατό του στην Ευρώπη, να ευρίσκετο ο περσικός στρατός έγκλειστος στην Ελλάδα και να αφανίζετο. Ο Ξέρξης όμως, αποφασισμένος και διαπνεόμενος τα μέγιστα από το μένος του εναντίον των Αθηναίων ως υπευθύνων τόσο για την καταστροφή των Σάρδεων όσο και για την ήττα στον Μαραθώνα, παρέμεινε αμετάπειστος.

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΞΕΡΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Τέσσερα χρόνια κράτησαν οι πολεμικές προετοιμασίες του Ξέρξη, στρατολογώντας άνδρες και προμήθειες από όλη την επικράτεια του ώστε ο στρατός που σχηματίσθηκε να ήταν ο μεγαλύτερος στην ιστορία. Έχοντας υπ’ όψη την εμπειρία του Δαρείου με την καταστροφή του πρώτου στόλου του Δαρείου στον Άθω το 492, ο Ξέρξης, για να μη χρειασθή να περιπλεύση τον Άθω κινδυνεύοντας το ίδιο, κατασκεύασε κανάλι στον Άθω για να περάση ο στόλος. Ο στρατός του Ξέρξη κινήθηκε από την Καππαδοκία όπου συγκεντρώθηκε στες Σάρδεις. Από εκεί έστειλε κήρυκες σε όλη την Ελλάδα, εκτός από την Αθήνα και την Σπάρτη, ζητώντας γην και ύδωρ. Ο Ξέρξης δεν τόλμησε να στείλη πρεσβευτές στην Αθήνα και στην Σπάρτη, έχοντας υπ’όψη την τύχη των κηρύκων του πατέρα του. Ο στρατός κινήθηκε μετά προς τον Ελλήσποντο όπου ο Ξέρξης είχε κατασκευάσει μια τεράστια γέφυρα από την οποία και πέρασε ο στρατός, διαδικασία που κράτησε επτά μερόνυκτα! Ο στόλος εν τω μεταξύ παρέπλευσε τη δυτικήπλευρά του Ελλησπόντου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τον στρατό ως 1.700.000 και τον στόλο ως 1207 τριήρεις. Ο Δαρείος ζήτησε τότε τη γνώμη του Δημαράτου, του εκθρονισθέντος από τον  συμβασιλέα του Κλεομένη βασιλιά της Σπάρτης που είχε καταφύγει κοντά του, για το αν οι Έλληνες θα αντιστέκονταν στην τεράστια δύναμη του. Ο Δημάρατος του είπε ευθέως ότι η Ελλάδα, αν και φτωχή, έχει την αρετή και την ελευθερία χάρις στη σοφία και την ισχύ των νόμων, και ότι οι Σπαρτιάτες, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με την παράδοση τους ή να νικήσουν ή να πεθάνουν, θα τον αντιμετώπιζαν όσο πολλαπλάσιοι τους και αν ήσαν οι Πέρσες.

Ο Ξέρξης προχώρησε μέσω της Θράκης, της Πιερίας και της Μακεδονίας, ενώ πολλοί Έλληνες μέχρι και τη Βοιωτία, ακόμα και η Θήβα, είχαν ήδη δώσει γην και ύδωρ στους κήρυκες του. Οι μόνοι Βοιωτοί που δεν μήδισαν ήσαν οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς. Η Πλαταιά ευρίσκεται εγγύτατα στην Αττική, η δε Θεσπία ιδρύθηκε από τον Θέσπιο, γόνο της βασιλικής οικογενείας των Ερεχθέων της Αθήνας, με ισχυρούς έτσι παραδοσιακούς δεσμούς με την Αθήνα. Μετά από τη νίκη στες Πλαταιές, οι Θηβαίοι τιμωρήθησαν για τη στάση τους. Η Θήβα ιδρύθηκε από τον Κάδμο, υιό του Αγήνορα, αδελφού του Βήλου, επίσης προερχόμενο από τη Φοινίκη, ώστε και οι Θηβαίοι, όπως οι Αργείοι, να είχαν κατά την παράδοση γενεαλογικούς δεσμούς με τους Μήδους.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Η προέλαση του Ξέρξη συνένωσε τους Έλληνες οι οποίοι αποφάσισαν να μη δώσουν γην και ύδωρ στον Ξέρξη. Η ευθύνη βεβαίως εβάρυνε κυρίως την Αθήνα εναντίον της οποίας φαινομενικώς εστρέφετο η εκστρατεία του Ξέρξη, αν και στην πραγματικότητα σκοπός του ήταν η υποδούλωση ολόκληρης της Ελλάδας, γνωρίζοντας ότι αν νικούσε τους Αθηναίους θα κατακτούσε και την υπόλοιπη Ελλάδα. Και ήταν όντως η ώρα της Αθήνας η οποία έμελλε να σώση όλη την Ελλάδα. Οι Αθηναίοι, καθοδηγούμενοι από τον δαιμόνιο Θεμιστοκλή, είχαν ήδη καταστή ναυτική δύναμη και, ενισχύοντας περαιτέρω το ναυτικό τους, αποφάσισαν ότι μόνο στη θάλασσα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, είτε μόνοι είτε με όσους άλλους ΄Ελληνες θα τους ακολουθούσαν. Στη μεγάλη συγκέντρωση των Ελλήνων που έγινε στον Ισθμό, αποφασίσθηκε πρώτα να τερματίσουν τες έχθρες και τες εχθροπραξίες τους. Έπειτα έστειλαν κήρυκες στο Άργος, τη μόνη πόλη στη νοτίως της Βοιωτίας Ελλάδα η οποία δεν είχε ακόμα συμπαραταχθή μαζί τους, ώστε να εξασφαλίσουν και τη δική της συμπαράσταση. Κατά την εκδοχή των Αργείων, οι Αργείοι, δικαιολογούμενοι στους Έλληνες που δεν εμήδισαν για το ότι δεν είχαν ήδη συμπαραταχθή μαζί τους, παρέπεμπαν σε προηγηθείσες μεγάλες απώλειες τους σε ανθρώπινο δυναμικό από τους Σπαρτιάτες και σε χρησμό που έλαβαν από το μαντείο των Δελφών, έθεσαν δε ως όρο της συμπαράταξης τους τη σύναψη τριακονταετούς ειρήνης με τους Σπαρτιάτες (ώστε να αναπληρώσουν τες απώλειες τους με νέους άνδρες) και την από κοινού με τους Σπαρτιάτες ανάληψη της ηγεσίας της συμμαχίας των Ελλήνων – δικαιωματικά, έλεγαν θα έπρεπε να έχουν μόνοι αυτοί την ηγεσία (το Άργος είχε ηγηθή των Ελλήνων κατά τον Τρωικό πόλεμο υπό τον βασιλέα του Άργους και των Μυκηνών Αγαμέμνονα), θα ικανοποιούντο όμως με τη συνηγεσία. Οι Σπαρτιάτες απέρριψαν τους όρους αυτούς, οπότε οι Αργείοι απάντησαν ότι θεωρούσαν τη στάση των Σπαρτιατών αλαζονική και, παρά να την αποδεχθούν, προτιμούσαν να υποταχθούν στον βαρβαρικό ζυγό, διώχνοντας τους πρεσβευτές και έτσι ουσιαστικά μηδίζοντας. Κατά την εκδοχή όμως των άλλων Ελλήνων, ο Ξέρξης είχε ήδη στείλει μήνυμα στους Αργείους. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, (Ιστορίαι, Πολύμνια 150)  το μήνυμα ήταν –

‘Εμείς οι Πέρσες πιστεύουμε ότι καταγόμαστε από τον Πέρση, τον υιό του Περσέα, υιού της Δανάης, και της θυγατέρας του Κηφέα της Ανδρομέδας, ώστε να είμαστε απόγονοι σας. Δεν θα ήταν λοιπόν σωστό να εκστρατεύσουμε εναντίον των προγόνων μας, αλλά ούτε και για σας θα ήταν σωστό να συμπαραταχθείτε μς τους άλλους που θα μας αντισταθούν. Θα ήταν λοιπόν καλύτερα να μείνετε αμέτοχοι. Και αν τα πράγματα γίνουν όπως τα σκεφτόμαστε, θα σας τιμήσουμε περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους.’

Κατά την εκδοχή των Ελλήνων, λοιπόν, οι Αργείοι, εντυπωσιασμένοι από όσα τους μήνυσε ο Ξέρξης, έθεσαν τέτοιον όρο που ήξεραν ότι θα απέρριπταν οι Σπαρτιάτες ώστε να δικαιολογηθούν για την μη ανάμιξη τους στον πόλεμο. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι, οταν χρόνια μετά [το 448] ο Καλλίας πήγε στα Σούσα για να διαπραγματευθή συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες, βρέθησαν εκεί και περσβευτές των Αργείων οι οποίοι είχαν πάει για να πληροφορηθούν από τον Αρταξέρξη, τον υιό και διάδοχο του Ξέρξη, αν οι φιλικές σχέσεις που είχαν συνάψει με τον πατέρα του θα συνέχιζαν και ο Αρταξέρξης απάντησε θετικά και ότι δεν θεωρούσε καμμιά πόλη πιο φιλική προς την Περσία από το Άργος. [Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Πολύμνια 148-151].

Στον Ισθμό έστειλαν κήρυκες οι Θεσσαλοί, οι πρώτοι που  θα υφίσταντο τη διέλευση του Ξέρξη, οι οποίοι ζήτησαν βοήθεια ώστε να ανακόψουν τους Πέρσες και να μην αναγκασθούν να συμβιβασθούν μαζί τους αφού μόνοι δεν θα μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν. Οι Έλληνες έστειλαν αμέσως στρατό που κατέλαβε το πέρασμα των Τεμπών, τον ανακάλεσαν όμως στη συνέχεια όταν οι Μακεδόνες τους προειδοποίησαν ότι, αν ο Περσικός στρατός περνούσε από τα Τέμπη, θα τους εγκλώβιζε στα στενά, ενώ αντιλήφθησαν ότι οι Πέρσες μάλλον θα προτιμούσαν, όπως και πρΟτίμησαν, να περάσουν από το πέρασμα των Θερμοπυλών αντί  των Τεμπών. Οι Θεσσαλοί, χωρίς ελπίδα βοήθειας, αποφάσισαν τότε να μηδίσουν. Η απόφαση που ελήφθη τελικά στον Ισθμό ήταν η ελληνική άμυνα να παραταχθή στες Θερμοπύλες, εμποδίζοντας τους Πέρσες να περάσουν στην Ελλάδα.

ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΚΑΙ Ο ΞΕΡΞΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Οι Θερμοπύλες δεν συγκράτησαν βεβαίως τους Πέρσες. Ανάδειξαν όμως το σθένος του ελληνικού φρονήματος, ώστε να καθιερωθούν ανά τους αιώνες ως η επιτομή του. Το φρόνημα αυτό είναι που εκφράστηκε σύντομα μετά όταν κάποιοι Αρκάδες, που είχαν λιποτακτήσει στους Πέρσες και οδηγήθησαν στον Μαρδόνιο, ρωτήθησαν για την Ελλάδα και είπαν ότι το έπαθλο στα Ολύμπια ήταν μόνο ένα στεφάνι ελιάς, ο Τριτανταίχμης, υιός του Αρτάβανου, αναφώνησε προς τον Μαρδόνιο ‘Προς θεού, Μαρδόνιε, με ποιούς άνδρες μας έφερες να πολεμήσουμε! Αυτοί δεν αγωνίζονται για το χρήμα αλλά για την αρετή.’ (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Ουρανία 26).

Οι Θερμοπύλες ανάδειξαν όμως και την αμεσότητα πλέον του κοινού κινδύνου. Ο στόλος του Ξέρξη είχε υποστή μία μεγάλη απώλεια τετρακοσίων πλοίων από καταιγίδα στη Μαγνησία, και έτσι όμως ο υπόλοιπος στόλος του, έναντι ούτε τριακόσίων των Ελλήνων (τα μισά σχεδόν προερχόμενα από την Αθήνα), όπως και ο τεράστιος στρατός του, έναντι μόνο λίγο δεκάδων χιλιάδων των  Ελλήνων, έδιδαν ανυπολόγιστη υπεροπλία στους Πέρσες. Παρά ταύτα, Ο Θεμιστοκλής επιδίωξε εξ αρχής να αντιμετωπίση τους Πέρσες στη θάλασσα, γνωρίζοντας ότι στην ξηρά τα πράγματα θα ήσαν πολύ πιο δύσκολα. Η πρώτη ναυμαχία δόθηκε στο Αρτεμίσιο στην Εύβοια με βαρειές απώλειες για τους Έλληνες και ακόμα βαρύτερες για τους Πέρσες αλλά χωρίς νικητή. Από το Αρτεμίσιο, ο στόλος των Ελλήνων απέπλευσε για την Σαλαμίνα όπου και ανασυντάχθηκε ισχυρότερος με τη συνδρομή και άλλων πόλεων αλλά και πάλι με τα περισσότερα και ταχύτερα πλοία να προέρχονται από την Αθήνα.

Εν τω μεταξύ ο στρατός του Ξέρξη προχωρούσε μέσω της Δωρίδος και της Φωκίδος, στους Δελφούς όμως συνέβη κάτι το εκπληκτικό. Όταν οι Πέρσες είχαν φθάσει σχεδόν στον ναό, εμφανίσθησαν όπλα τα οποία στη συνέχεια μετακινήθησαν μόνα τους και εμφανίσθησαν μπροστά από τον ναό, ενώ οι Πέρσες επλήγησαν από κεραυνούς και πελώριους βράχους που έπεσαν από τον Παρνασσό. Οι Πέρσες αποχώρησαν χωρίς να παραβιάσουν το ιερό των Δελφών. Τίποτε δεν μπόρεσε όμως να εμποδίση τους Πέρσες να προχωρήσουν προς την Αθήνα και να την καταλάβουν, ήδη εγκαταληφθείσα και έρημη, και να την καταστρέψουν.

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ

Οι γνώμες των Ελλήνων ήσαν διχασμένες. Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι, ενδιαφερόμενοι πρωτίστως για την δική τους ασφάλεια, θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να αποχωρήσουν από τη Σαλαμίνα και να οχυρωθή ο ισθμός ώστε, αφού η Αττική είχε κυριευθή, να μην υπάρξη περαιτέρω προέλαση των Περσών στην Πελοπόννησο και η κάθε πόλη να υπερασπισθή εαυτήν. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό αφού και η συνοχή του ελληνικού στόλου και του στρατού θα διαλύετο και καμμιά οχύρωση του Ισθμού δεν θα μπορούσε να ανακόψη τους Πέρσες. Αυτή ήταν και η άποψη του Θεμιστοκλή, η παρουσία του οποίου απεδείχθη σωτήρια για την Ελλάδα. Ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη θάλασσα και μάλιστα στη Σαλαμίνα όπου η στενότητα του χώρου ευνοούσε το ελληνικό ναυτικό, αντί στο ανοικτό πέλαγος είτε του Ισθμού είτε της Πελοποννήσου που ευνοούσε τους Πέρσες. Μια νίκη στη Σαλαμίνα θα απέτρεπε την εισβολή στην Πελοπόννησο. Από την άλλη, μία μάχη στον Ισθμό στη ξηρά σαφώς ευνοούσε τους Πέρσες με την τεράστια υπεροπλία του στρατού τους. Όπως είπε στον Ευρυβιάδη, τον εκπρόσωπο της Σπάρτης, ‘Όλα σ’αυτό τον πόλεμο εξαρτώνται από το ναυτικό’. Στη συνέχεια δε, ο Θεμιστοκλής, φοβούμενος υπαναχώρηση των Πελοποννησίων με την προέλαση του Περσικού στρατού προς τον Ισθμό, ενήργησε αστραπιαία σε συνεννόηση με τον Αριστείδη ώστε οι Πέρσες να παρασυρθούν άμεσα στη ναυμαχία.

Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΞΕΡΞΗ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ

Η καταστροφή του περσικού στόλου υπό το βλέμμα του Ξέρξη που την παρακολουθούσε ήταν ο θρίαμβος του Αθηναικού ναυτικου αλλά και της μεγαλοφυίας του Θεμιστοκλή ο οποίος στη συνέχεια και γνώρισε τη μοναδική τιμή του να του απονεμηθή από τους Σπαρτιάτες ένα στεφάνι ελιάς για τη σοφία και τη δεξιότητα του. Δικαίως λοιπόν ο Ηρόδοτος και ανεπιφυλάκτως επαινεί τους Αθηναίους ως σωτήρες της Ελλάδας με την απόφαση τους να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη θάλασσα –

‘Αν οι Αθηναίοι, από φόβο για τον επερχόμενο κίνδυνο, είτε εγκατέλειπαν την πόλη τους είτε υποτάσσονταν στον Ξέρξη, δεν θα αντιστέκονταν στον Ξέρξη στη θάλασσα. Και αν κανείς δεν αντιστέκετο στον Ξέρξη στη θάλασσα, ξέρουμε τι θα εγίνετο στη ξηρά. Όσο και αν οχύρωναν οι Σπαρτιάτες τον ισθμό, τελικά οι σύμμαχοι τους θα καταστρέφονταν από τον στόλο του βαρβάρου και οι Σπαρτιάτες θα έμεναν να πολεμήσουν μόνοι και να πεθάνουν γενναία ή θα συνομολογούσαν συνθήκη με τον Ξέρξη. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η Ελλάδα θα υποτάσσετο στους Πέρσες. Αν λοιπόν πη κανείς ότι οι Αθηναίοι έσωσαν την Ελλάδα δεν θα ήταν λάθος. Διότι,  όποια στάση τηρούσαν αυτοί, εκεί και θα έγερναν τα πράγματα. Οπότε, όταν αποφάσισαν οι Αθηναίοι ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνη ελεύθερη, αυτοί ήσαν που ώθησαν και τους άλλους Έλληνες, όσοι δεν είχαν μηδίσει, και αυτοί ήσαν που, με το θέλημα των θεών, απώθησαν τον Πέρση βασιλιά.’

(Ιστορίαι, Πολύμνια 139).

Ο Ξέρξης έσπευσε με τον στόλο που του απέμεινε στον Ελλήσποντο ώστε να διασφαλίση τη διέλευση του στην Ασία μήπως οι Έλληνες προλάβαιναν και κατάστρεφαν τη γέφυρα, ενώ ο στρατός υποχώρησε από την ίδια διαδρομή που είχε ακολουθήσει κατά την κάθοδο του στην Ελλάδα. Οι Έλληνες αποφάσισαν να μην καταδιώξουν τον στόλο του Ξέρξη ώστε να μην παραμείνη ο στρατός του στην Ελλάδα ως διαρκής απειλή. Ο Ξέρξης κατάφερε έτσι να περάση στην Ασία, αφήνοντας όμως ένα μεγάλο μέρος του, τριακόσιες χιλιάδες, στη Θεσσαλία υπό τον Μαρδόνιο, ο οποίος τον έπεισε να συνεχιστή η εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, όπως και τον στόλο στη Σάμο. Η Περσική απειλή δεν είχε ακόμα εκλείψει.

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΔΟΝΙΟΥ

Ο Μαρδόνιος, προσφεύγοντας στη διπλωματία, έστειλε τον Αλέξανδρο, τον υιό του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα, ως πρεσβευτή στους Αθηναίους, οι οποίοι αντελήφθη ότι ήσαν οι ρυθμιστές της τύχης της Ελλάδας αλλά και για να διχάση τους Έλληνες, ώστε να τους πείση να συμμαχήσουν με τους Πέρσες με αντάλλαγμα την ανεξαρτησία τους και την ανοικοδόμηση της Αθήνας αλλά και την προσάρτηση όποιων άλλων ελληνικών εδαφών ήθελαν. Οι Σπαρτιάτες θορυβήθησαν τότε πολύ και απέστειλαν και αυτοί πρεσβευτές στους Αθηναίους ώστε να τους αποτρέψουν. Η στάση των Αθηναίων δεν είχε την παραμικρή αβεβαιότητα. Οι Αθηναίοι έδωσαν την ακόλουθη απάντηση στον πρεσβευτή του Ξέρξη –

‘Γνωρίζουμε ότι η δύναμη των Μήδων είναι πολλαπλάσια της δικής μας. Όμως έχουμε τόση αγάπη για την ελευθερία μας που θα την υπερασπιστούμε με όποιο τρόπο μπορούμε. Όσο για το να συνάψουμε συμφωνία με τους βαρβάρους, ούτε εσύ να προσπαθήσης να μας πείσης ούτε εμείς θα πεισθούμε. Πες λοιπόν στον Μαρδόνιο αυτό που λέγουν οι Αθηναίοι, ότι, όσο ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία, δεν θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον Ξέρξη αλλά θα του αντισταθούμε ακατάπαυστα’. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Ουρανία 143) –

Προς δε τους πρέσβεις των Σπαρτιατών η απάντηση τους ήταν –

‘Ήταν ανθρώπινο να φοβηθούν οι Λακεδαιμόνιοι μήπως συμμαχήσουμε με τον βάρβαρο. Αλλά ήταν αισχρό να σκεφτείτε κάτι τέτοιο αφού γνωρίζετε καλάτο φρόνημα των Αθηναίων. Δεν υπάρχει τόσο χρυσάφι στον κόσμο ούτε χώρα τόσο ωραία που θα τα δεχόμαστε μηδίζοντας ώστε να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Να γνωρίζετε, αν δεν το γνωρίζατε ήδη, ότι όσο υπάρχει έστω και ένας Αθηναίος δεν θα συμμαχήσουμε με τον Ξέρξη’. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Ουρανία 144).

Συμφώνησαν τότε οι Σπαρτιάτες να αντιμετωπίσουν από κοινού τον Μαρδόνιο στην Βοιωτία.

Ο ΜΑΡΔΟΝΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Κατόπιν τούτου, ο Μαρδόνιος κινήθηκε αμέσως εναντίον της Αθήνας την οποία και κατέλαβε, και πάλιν όμως έρημη αφού είχε ήδη εκκενωθή καθ’ όσον οι Αθηναίοι είχαν καταφύγει στη Σαλαμίνα όταν οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι, υπαναχωρώντας, δεν ανταποκρίθησαν στο κάλεσμα τους να αναχαιτίσουν τον Μαρδόνιο στη Βοιωτία ώστε να μην εισβάλη στην Αττική. Οι Σπαρτιάτες, δείχνοντας για μια ακόμα φορά την εγωιστικά συμφεροντολογική νοοτροπία τους και παρά την αξιοπρεπή απάντηση που τους έδωσαν οι Αθηναίοι απορρίπτοντας την πρόταση του Μαρδόνιου, δεν έσπευσαν ώστε να εμποδισθή ο Μαρδόνιος να προχωρήση πέραν της Βοιωτίας, προφανώς αισθανόμενοι ότι οι ίδιοι δεν απειλούντο άμεσα από προέλαση του Μαρδόνιου στην Αττική. Συνέχισαν μάλιστα να οχυρώνουν τον Ισθμό, εμμένοντας στην άλογη αντίληψη τους ότι θα μπορούσαν να σταματήσουν τους Πέρσες εκεί και βεβαιώνοντας ότι το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να μη συμμαχήσουν οι Αθηναίοι με τους Πέρσες πριν ολοκληρώσουν την οχύρωση του Ισθμού. Η στάση αυτή ήταν όχι μόνο μη πατριωτική αλλά και μη διορατική, αφού, αν ο Μαρδόνιος καταλάμβανε την Αττική, καμμιά οχύρωση του Ισθμού, όπως υπέδειξε ο Ηρόδοτος, δεν θα μπορούσε να σταματήση το περσικό ναυτικό και τον περσικό στρατό.

Ο Μαρδόνιος επιδίωξε και πάλι να δελεάση τους Αθηναίους επαναλαμβάνοντας την πρόταση του, η αντίδραση των Αθηναίων όμως ήταν όχι μόνο να την απορρίψουν αμέσως αλλά και να λιθοβολήσουν τον μόνο Αθηναίο που είχε προτείνει την αποδοχή της. Παράλληλα, οι Αθηναίοι απέστειλαν στην Σπάρτη πρέσβεις, συνοδευόμενους με πρέσβεις από τα Μέγαρα και τες Πλαταιές, θέτοντας τους Σπαρτιάτες ενώπιον της αξιοπρέπειας των ευθυνών τους. Οι πρέσβεις, υπενθυμίζοντας την εξ αρχής απόρριψη από πατριωτισμό της πρότασης του Μαρδόνιου παρά το ότι θα τους συνέφερε αν την δέχονταν παρά να πολεμήσουν, είπαν –

‘Δεν θα συμμαχήσουμε ποτέ με τους Πέρσες με τη θέληση μας. Εμείς πληρώνουμε το χρέος μαςπρος την Ελλάδα με αληθινά και όχι κίβδηλα νομίσματα. Εσείς όμως, που τρομοκρατηθήκατε τότε μήπως συμμαχήσουμε με τους Πέρσες, τώρα που είδατε καθαρά το φρόνημα μας και καταλάβατε ότι δεν θα προδώσουμε την Ελλάδα, και ενώ σχεδόν ολοκληρώσατε το τείχος στον Ισθμό, δεν νοιάζεστε πια για την Αθήνα. Συμφωνήσατε μαζί μας να αντιμετωπίσουμε τους Πέρσες στην Βοιωτία και μας προδώσατε, αφήνοντας τον βάρβαρο να εισβάλη στην Αττική. Η στάση σας αυτή μας εξόργισε. Σας καλούμε τώρα αμέσως να ανταποκριθείτε και να αντιμετωπίσουμε τον Μαρδόνιο στην Αττική’. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Καλλιόπη 7).

Οι Σπαρτιάτες καθυστέρησαν άλλες δέκα μέρες την απάντηση τους! Και τότε όχι από πατριωτική ευαισθησία αλλά από συμφέρον και φόβο, όταν επείσθησαν από ένα Τεγεάτη με μεγάλο κύρος στην Σπάρτη ότι, αν οι Αθηναίοι αναγκάζοντο να συμμαχήσουν με τους Πέρσες, όσο ισχυρή και να ήταν η οχύρωση του Ισθμού θα ήταν ανώφελη. Ο Σπαρτιατικός στρατός ξεκίνησε αμέσως υπό τον Παυσανία προς τον Ισθμό ώστε να φθάση στην Αττική οπότε οι Αργείοι, συνεχίζοντας τες καλές τους σχέσεις με τους Πέρσες και έχοντας προσυνεννοηθή με τον Μαρδόνιο ότι θα εμπόδιζαν τους Σπαρτιάτες να εκστρατεύσουν σε βοήθεια των Αθηναίων, μόλις αντιλήφθησαν την κίνηση των Σπαρτιατών όταν ήταν πια αργά για να τους εμποδίσουν, έστειλαν σχετικό μήνυμα στον Μαρδόνιο ώστε να τον προειδοποιήσουν. Ο Μαρδόνιος αποφάσισε τότε να μη μείνη στην Αττική αλλά να υποχωρήση στη φιλική Θήβα θεωρώντας ότι η Βοιωτία του έδιδε πλεονέκτημα σε μάχη και αποχώρησε πυρπολώντας και ερειπώνοντας την Αθήνα.

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ

Η μάχη εδόθη στες Πλαταιές και η ελληνική νίκη ήταν σαρωτική. Ο υπερτριπλάσιος περσικός στρατός αφανίσθηκε και ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε.

Τα ελάχιστα υπολείμματα του κατάληξαν στες Σάρδεις όπου είχε παραμείνει ο Ξέρξης. Την ίδια ακριβώς μέρα με τη μάχη των Πλαταιών καταστράφηκε και το περσικό ναυτικό στη ναυμαχία της Μυκάλης στην Ιωνία. Ο ελληνικός στόλος είχε πλεύσει από την Δήλο για την Σάμο, όπου ήταν ο περσικός στόλος. Οι Πέρσες, μόλις το πληροφορήθησαν, έπλευσαν στη Μυκάλη όπου οι Έλληνες τους ακολούθησαν. Στη ναυμαχία που εδόθη εκεί ο περσικός στόλος καταστράθηκε και οι Πέρσες αποδεκατίσθησαν. Η περσική εισβολή είχε οριστικά αποτύχει. Και δικαία η τελική κρίση του Ηροδότου –

‘Αν οι Έλληνες έμεναν ενωμένοι, όλος ο κόσμος μαζί θα δυσκολευόταν να τους νικήση’. (Ιστορίαι, Καλλιόπη 2).

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ

Η καταστροφή των Περσών στη Μυκάλη και η απελευθέρωση των Ιωνικών πόλεων δεν σήμαινε και την εκδίωξη των Περσών από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, ούτε ήταν διανοητό κάτι τέτοιο. Το μέλλον της Ιωνίας απασχόλησε λοιπόν άμεσα τους Έλληνες οι οποίοι έκαναν συμβούλιο στην Σάμο για να αποφασίσουν. Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι είχαν την και πάλι εγωιστικά τοπικιστική και συμφεροντολογική άποψη ότι, καθ’όσον δεν θα ήταν δυνατό να είναι οι Έλληνες διαρκώς σε επιφυλακή ώστε να υπερασπίζονται την Ιωνία εναντίον των Περσών που ήσαν ακόμα κύριοι της Μικράς Ασίας, οι Έλληνες της Ιωνίας θα έπρεπε να μεταφερθούν στην Ελλάδα και να εγκαταλειφθή η Ιωνία στους Πέρσες. Είναι έκδηλος ο διαχρονικός απομονωτισμός της Σπάρτης και η στενή της αντίληψη του ενιαίου του ελληνισμού στες σχέσεις του προς τους Πέρσες. Για μια ακόμα φορά όμως η Αθηναική διορατικότητα επεκράτησε. Οι Αθηναίοι διαφώνησαν, θεωρώντας ότι δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθή η Ιωνία και ότι οι Πελοποννήσιοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να συζητούν το μέλλον των Ιώνων, τόσο έντονα δε τοποθετήθησαν ώστε οι Πελοποννήσιοι τελικά συμφώνησαν. Τέθησαν έστι τα θεμέλια της Αθηναικής Συμμαχίας και της ανάδειξης της Αθήνας ως της κυρίαρχης ναυτικής δύναμης στη Μεσόγειο, που έμελλε να κρατήση την Ιωνία ελεύθερη και να αποκαταστήση το Αιγαίο ως ελληνική θάλασσα. Τούτο επετεύχθη με την περαιτέρω απώθηση των Περσών στα ανατολικά, αρχίζοντας με την ναυτική εκστρατεία του 478 η οποία επέτυχε αφ’ ενός την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων από την περσική κυριαρχία και αφ’ ετέρου την κατάληψη του Βυζαντίου και έτσι την αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ της μητροπολιτικής Ελλάδας στο Αιγαίο και των ελληνικών πόλεων στον Βόσπορο και τη Μαύρη Θάλασσα. Σύντομα μετά ο Κίμων, υιός του Μιλτιάδη, ηγούμενος του στόλου της Αθηναικής Συμμαχίας, εκκαθάρισε την εναπομείνασα περσική παρουσία στην Θράκη, παγιώνοντας έτσι τον έλεγχο του Ελλησπόντου, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, ηγούμενος και πάλιν του συμμαχικού στόλου, αντιμετώπισε στον Ευρυμέδοντα ποταμό τους Πέρσες οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις στην Παμφυλία σκοπεύοντας να επαναπροωθηθούν στην παλιά τους επικράτεια στη Μικρά Ασία. Ο Κίμων κατήγαγε θριαμβευτική νίκη στη ναυμαχία που ακολούθησε, αμέσως μετά δε έπλευσε στην Κύπρο όπου κατέστρεψε και τον φοινικικό στόλο των Περσών που ήταν ελλιμενισμένος εκεί. Το 450 ο Κίμων έπλευσε και πάλι στην Κύπρο αντιμετωπίζοντας ξανά τον περσικό στόλο τον οποίο και εξουδετέρωσε, διασφαλίζοντας έτσι τον περιορισμό των Περσών στην Ασία.

Η ΙΩΝΙΑ, Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΑ

Οι Αθηναικές νίκες υπό τον Κίμωνα επί των Περσών, αν και έδιδαν μέγα πλεονέκτημα στην Αθήνα, ευρισκομένη στο ύψιστο της δύναμης και της ακμής της από κάθε άποψη, δεν επηρέαζαν όμως τες δυνατότητες των Περσών ως εκ της διατήρησης της Περσικής αυτοκρατορίας στην Ασία και της γειτνίασης της τόσο με την Ιωνία όσο και με την Κύπρο, αφού μάλιστα οι Πέρσες κατείχαν και την Αίγυπτο στην οποία οι Αθηναίοι είχαν δύο φορές αναμιχθή στρατιωτικά χωρίς να επιτύχουν να αποσπασθή από τους Πέρσες. Η περσική πολιτική παρέμενε σταθερά προσανατολισμένη στη διατήρηση της κυριαρχίας της στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και έτσι και στον έλεγχο του Αιγαίου, με απώτερο στόχο την ίδια την Ελλάδα. Η αδυσώπητη γεωγραφία και ο συσχετισμός των δυνάμεων στην περιοχή επενέργησαν καταλυτικά όσον αφορά την εξέλιξη των πραγμάτων στες σχέσεις Ελλήνων και Περσών. Ο Περικλής, αντιλαμβανόμενος ότι οι συγκυρίες έθεταν την Αθήνα στην πιο πλεονεκτική διαπραγματευτική θέση που θα μπορούσε να ήταν χωρίς περαιτέρω πολεμική αντιπαράθεση, επιδίωξε ειρήνη με τους Πέρσες με την οριστική διευθέτηση των εκατέρωθεν συμφερόντων. Ο Περικλής, ιδιαιτέρως μετά από την πρόσφατη εμπειρία της αποτυχημένης εμπλοκής της Αθήνας στην Αίγυπτο, ενδιαφέρετο πρωτίστως να διασφαλίση τη συνέχιση της ανεξαρτησίας και ασφάλειας της Ιωνίας, την οποία οι Αθηναίοι θεωρούσαν απαραίτητη, και παραλλήλως, με την προυπόθεση εκείνη, το Αιγαίο ως Ελληνική θάλασσα ελεύθερη περσικής παρουσίας. Αν και αναγνώριζε την ελληνικότητα της Κύπρου και τη σημασία της όσον αφορά την ανατολικότατη Μεσόγειο, και αφού μάλιστα οι κυπριακές πόλεις είχαν απελευθερωθή, ήταν συγχρόνως αρκετά ρεαλιστής ώστε να αναγνωρίζη ότι οι στρατιωτικές δυνατότητες της Αθήνας, σε τόσο μεγάλη απόσταση από την Κύπρο, δεν της επέτρεπαν να εγγυάται, με διαρκή επιφυλακή και διάθεση δυνάμεων, τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και ασφάλειας της Κύπρου από τους εγγύτατα κειμένους Πέρσες. Με την Ιωνία τα πράγματα ήσαν από αυτή την άποψη διαφορετικά. Εξ άλλου, με τη σύναψη ειρήνης με τους Πέρσες θα ετερματίζετο οριστικά η πολεμική αντιπαράθεση τεσσάρων δεκαετιών μεταξύ Ελλήνων και Περσών η οποία ήταν ποικιλοτρόπως δαπανηρώτατη. Τη διαπραγμάτευση της ειρήνης, η οποία συνήφθη το 449, ανέλαβε ο επ’ αδελφή γαμβρός του άρτι θανόντα Κίμωνα Καλλίας, εξ ου και η συναφθείσα συνθήκη ονομάσθη ‘Ειρήνη του Καλλία’, αν και είναι παραδεκτό ότι οι διαπραγματευτικές δυνατότητες για τη σύναψη της ήσαν αποτέλεσμα των νικών του Κίμωνα που έθεταν την Αθήνα σε θέση να προωθήση συμφέροντες όρους. Η ειρήνη ικανοποιούσε την Αθήνα αφού προνοούσε την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία και την απαγόρευση της περσικής παρουσίας στο Αιγαίο, και την Περσία αφού αναγνωρίζετο η επικυριαρχία της στην Κύπρο όπως και στην Αύγυπτο και η απαγόρευση οποιασδήποτε εκστρατείας των Αθηναίων στην Περσική επικράτεια.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ

Ο μακρύς Πελοποννησιακός πόλεμος, όπως και η Σικελική εκστρατεία, αδυνάτισε ιδιαίτερα την ηττηθείσα Αθήνα, τη μόνη διαχρονικά διατεθειμένη να διασφαλίση την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, και έδωσε την ευκαιρία στους Πέρσες να ανανεώσουν τες αδιάλειπτες βλέψεις τους στον ελληνικό χώρο. Αυτό το έκαναν με ανάμιξη τους στα ελληνικά πράγματα υποστηρίζοντας παντοιοτρόπως την Σπάρτη και εξασφαλίζοντας από αυτήν σε αντάλλαγμα επονείδιστη συνθήκη με την οποία αναγνωρίζετο η περσική κυριαρχία επί των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η Σπαρτιατική πολιτική παρέμενε δυστυχώς προσανατολισμένη αποκλειστικώς προς την Σπάρτη έστω και αν αυτό εσήμαινε σύμπραξη με την Περσία και παραχωρήσεις προς αυτήν στην Ιωνία και έτσι και στο Αιγαίο. Η πτώση του Αλκιβιάδη, η πολιτική του οποίου ήταν σταθερά αντιπερσική και περιλάμβανε την επαναπελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας αν όχι και εισβολή στην ίδια την Περσία, ήταν καταλυτική. Η τελική νίκη της Σπάρτης επί της Αθήνας το 404 κατέστη δυνατή μόνον ένεκα της ανθελληνικής συμμαχίας της με τους Πέρσες και της ακόλουθης αφειδούς περσικής ενίσχυσης της σε χρήμα και άλλες διευκολύνσεις χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσε να επικρατήση επί της Αθήνας. Η συμμαχία της Σπάρτης με τους πριν από μερικές δεκαετίες εισβολείς της Ελλάδας Πέρσες, οι οποίοι έτσι όχι μόνο κατάστησαν ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων αλλά και επανήλθαν στα Μικρασιατικά παράλια και στον Ελλήσποντο, παραμένει στην ελληνική ιστορία ως άκρως ατιμωτική και τα μέγιστα ζημιογόνα στα πάγια και ευρύτερα ελληνικά συμφέροντα.

Η ΣΠΑΡΤΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΣΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Η Σπάρτη θα εβίωνε σύντομα την αναλλοίωτη περσική πολιτική. Με την αποτυχία της προσπάθειας του Κύρου για ανατροπή του αδελφού του Αρταξέρξη (ΙΙ) από τον θρόνο της Περσίας, η οποία είχε ενισχυθή με ελληνικό μισθοφορικό στρατιωτικό σώμα, ο Αρταξέρξης επιδίωξε την παγίωση της επικράτειας του επί των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, την οποία είχε διασφαλίσει με τη συνθήκη με την Σπάρτη, πολλές από τες οποίες είχαν ταχθή με το μέρος του Κύρου. Η Σπάρτη, εξ ανάγκης ανταποκρινόμενη στην έκκληση των Ιώνων και ως εκ της ηγεμονικής της θέσης και ως εκ της συνθήκης με την Περσία, ζήτησε τη διατήρηση της ασφάλειας των ελληνικών πόλεων, αναγκασθείσα στη συνέχεια να εμπλακή στρατιωτικά το 400 όταν η απαίτηση της αγνοήθηκε. Η εμπλοκή της πήρε στη συνέχεια μεγάλες διαστάσεις, ως εκ της άκρας αντίδρασης όμως την οποία είχε προκαλέσει η Σπάρτη με τη σκληρή και αυταρχική ηγεμονική πολιτική της έναντι των ελληνικών πόλεων, δεν μπόρεσε να εξασφαλίση αξιόλογη και ένθερμη στήριξη τους. Οι Πέρσες τελικά επεβλήθησαν κατά κράτος των Σπαρτιατών στη ναυμαχία της Κνίδου το 394. Η Σπαρτιατική ήττα από τους Πέρσες εσήμαινε και το τέλος της σύντομης αλλά απεχθέστατης, διχαστικής, κοντόφθαλμης και ανάξιας Σπαρτιατικής ηγεμονίας, η οποία όχι μόνο καταβαράθρωσε τους ελληνικούς δημοκρατικούς και άλλους θεσμούς στην Αθήνα και αλλαχού όπως και τες σχέσεις των ελληνικών πόλεων αλλά και, χάριν μιας κενόδοξης φιλοδοξίας, έφερε τους Πέρσες πιο κοντά στην Ελλάδα από ποτέ. Οι Πέρσες τώρα παγίωσαν την επικράτεια τους στες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, που πλήρωσαν βαρύ τίμημα, μπορούσαν να περιπλέουν ανενόχλητοι τες ακτές της ίδιας της Ελλάδας και κατέστησαν ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων ως αποτέλεσμα της πολιτικής τους της εξαγοράς και του διαίρει και βασίλευε. Οποία διαφορά με την άξια και διορατική Αθηναική ηγεσία και ηγεμονία η οποία όχι μόνο οδήγησε σε αποτυχία τες περσικές εισβολές αλλά και είχε ως σταθερό άξονα την παραμονή των Περσών μακράν του Αιγαίου και της Ελλάδας.

Η ΑΝΤΑΛΚΙΔΙΟΣ ΕΙΡΗΝΗ ΣΠΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΣΙΑΣ

Η επισφράγιση της προδοτικής πολιτικής της Σπάρτης ήταν η Ανταλκίδιος Ειρήνη μεταξύ της Σπάρτης και της Περσίας το 386 η οποία προνοούσε υπαγωγή των ελληνικών Μικρασιατικών πόλεων και της Κύπρου στην Περσία, την αυτονομία των πόλεων στην Ελλάδα, την επίβλεψη της τήρησης της Ειρήνης στην Ελλάδα από την Σπάρτη και το δικαίωμα της Περσίας να διασφαλίζη την τήρηση των όρων της Ειρήνης. Με τον πιο επίσημο λοιπόν τρόπο αναγνωρίζετο η περσική κυριαρχία στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο, διασπούντο οι ελληνικές πόλεις ώστε να μην υπάρχη το ενδεχόμενο συνασπισμού τους κατά της Περσίας, καθίσταντο οι Σπαρτιάτες όργανο των Περσών στην Ελλάδα, και εδίδετο το δικαίωμα στους Πέρσες να παρεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα! Δεν εκπλήττει που η συνθήκη αυτή έχει καθολικά χαρακτηρισθή ως προδοτική και ατιμωτική, και μάλιστα από τον ίδιο τον Πλάτωνα ως αισχρή και ανόσια, ενώ ευστοχότατα ο Ισοκράτης την χαρακτήρισε όχι ως συνθήκηαλλά ως πρόσταγμα του Πέρση βασιλέα αφού εξ άλλου η ίδια αναφέρει ότι εκείνος θεωρεί σωστό να γίνουν τα προβλεπόμενα. Η Ανταλκίδιος Ειρήνη, από τον Σπαρτιάτη Ανταλκίδα ο οποίος τη συνήψε, συνιστά τον έσχατο ενδοτισμό στην περσική πολιτική και το έσχατο όνειδος για την Σπάρτη. Εκτός από το βαρύ ιστορικό, βεβαίως, η Σπάρτη έμελλε να πληρώση σε λίγα χρόνια και βαρύ πραγματικό τίμημα με τον τερματισμό της ηγεμονίας της στην Πελοπόννησο από τους Θηβαίους και την οριστική απώλεια σημαντικών εδαφών της, ιδιαίτερα της Μεσσηνίας, περιοριζόμενη πλέον σε περιθωριακό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Δυστυχώς, όμως, και η Θήβα, στη σύντομη ηγεμονία της, εφάνη κατώτερη της ελληνικής παράδοσης αφού και αυτή,όπως η Σπάρτη, επιδίωξε, προς εδραίωση της ηγεμονίας της, την περσική συνδρομή εξασφαλίζοντας από τον Πέρση βασιλέα αναγνώριση της ηγεμονίας της, επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας της Μεσσηνίας, αφοπλισμό του αθηναικού στόλου, και περσική εγγύηση των ως άνω.

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η Μακεδονία ήταν ανέκαθεν ελληνική, με ρίζες στη μυθολογική παράδοση κατά την οποία ο Αλέξανδρος ήταν απόγονος του Ηρακλή από την πελυρά του πατέρατου και του Αιακούαπό την πλευρά της μητέρας του, δεν διαδραμάτισε όμως σημαντικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα πριν από τον βασιλέα της Φίλιππο. Ο Φίλιππος, έχοντας εδραιώσει την εξουσία του στη χώρα του, ανέδειξε την Μακεδονία ως τη νέα στρατιωτική δύναμη στην Ελλάδα και προώθησε την ιδέα μιάς πανελλήνιας εκστρατείας εναντίον των Περσών, επιβάλλοντας την προς τούτο συμμαχία των ελληνικών πόλεων ακόμα και με την ισχύ των όπλων. Διατηρώντας την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων και σεβόμενος ιδιαίτερα την Αθήνα παρά την αρχική αντίθεση της μαζί με την Θήβα προς αυτόν, εκείνο που επιδίωξε και επέτυχε ο Φίλιππος ήταν η ειρήνευση και ο συνασπισμός τους ώστε ενωμένες να μπορέσουν να επιτύχουν τον υπέρτατο αυτό σκοπό. Και σκοπός ήταν όχι απλώς η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας αλλά η καταστροφή της ίδιας της περσικής αυτοκρατορίας η οποία ιστορικά είχε προκαλέσει τόσα δεινά στην Ελλάδα και συνιστούσε μόνιμη απειλή για αυτήν. Η ιδέα αυτή ήδη υπέβοσκε από την εποχή των περσικών πολέμων και ενυπήρχε στη δράση του Κίμωνα και ιδιαίτερα του ιδιοφυέστατα εμπνευσμένου Αλκιβιάδη, ενώ από πολλού ο διορατικός Ισοκράτης καλούσε τον Φίλιππο να την αναλάβη, δεν υπήρξαν όμως οι αναγκαίες προυποθέσεις για την πραγμάτωση της. Τώρα οι προυποθέσεις εκείνες, μαζί με την αποφασιστικότητα, εφαίνοντο να δημιουργούνται. Όλες οι ελληνικές πόλεις, συναινούσες ή εξαναγκασθείσες να συναινέσουν, με την εξαίρεση της Σπάρτης η οποία εκλείσθη στην αλαζονεία και τον απομονωτισμό της, εντάχθησαν στον κοινό σκοπό υπό την ηγεσία της ισχυρής Μακεδονίας. Της εκστρατείας δεν έμελλε όμως να ηγηθή ο Φίλιππος, αφού δολοφονήθηκε σύντομα μετά, το 336.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ο Αλέξανδρος διεδέχθη τον πατέρα του σε ηλικία μόλις 20 ετών. Ήταν όμως ήδη μέτοχος των σκοπών του Φιλίππου, ούτε θα ήταν άσχετη η αγωγή που είχε πάρει από τον δάσκαλο του τον Αριστοτέλη με την παγκοσμιότητα την οποία οραματίσθηκε. Οι ελληνικές πόλεις, και πάλιν πλην Λακεδαιμονίων, συγκεντρωμένοι στον Ισθμό, αναγνώρισαν τον Αλέξανδρο ως διάδοχο και συνεχιστή της αποστολής του Φιλίππου, επανασυμφώνησαν την μεταξύ τους ειρήνη, βεβαίωσαν τον κοινό σκοπό της εκστρατείας εναντίον των Περσών και του ανέθεσαν την αρχηγία. Όταν οι Πέρσες, βλέποντας τες εξελίξεις αυτές στην Ελλάδα προσπάθησαν και πάλι να διασπάσουν τους Έλληνες με χρήμα και διπλωματία, ο Αλέξανδρος, όπως και ο Φίλιππος, δεν δίστασε να καταστείλη την υπό την Θήβα αποστασία άμεσα και αποτελεσματικά. Ο ιδιαίτερος σεβασμός του Φιλίππου προς την Αθήνα ως ηγέτιδα των ελληνικών πόλεων και διαχρονικώς τηρήσασα αντιπερσική στάση σε αντίθεση με την Σπαρτη, επεδείχθη και από τον Αλέξανδρο. Η Ελλάδα ήταν τώρα για πρώτη φορά και ενωμένη και έτοιμη να στραφή εναντίον της ασιατικής δύναμης που για πάνω από δύο αιώνες υπήρξε ο μέγιστος και συνεχής κίνδυνος για την ίδια και τον πολιτισμό της.

Η υπό τον Αλέξανδρο πανελλήνια, πλην Λακεδαιμονίων, εκστρατεία άρχισε το 334. Η πρώτη νίκη στον Γρανικό άνοιξε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, τες πύλες της Ασίας και ήταν εκεί που ο Αλέξανδρος έστησε την περίφημη επιγραφή ‘Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων’. Ακολούθησε η κατάληψη της Μικράς Ασίας η οποία και εδραιώθηκε με τη νίκη στην Ισσό τον επόμενο χρόνο, αποκλείοντας την Περσία από τη δυτική της έξοδο στο Αιγαίο και τη νότια της έξοδο στη Μεσόγειο. Το 332 ήρθε η κατάκτηση της Φοινίκης, η δυτική έξοδος της Περσίας στην Μεσόγειο από την οποία και προήρχετο το ισχυρότερο τμήμα του περσικού στόλου. Ο κλειός γύρω από την Περσία συμπληρώθηκε το 331 με την κατάκτηση της Αιγύπτου και την ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Η Περσία αισθάνθηκε τώρα ευθέως απειλούμενη, οπότε ο Δαρείος επιδίωξε να συνθηκολογήση με τον Αλέξανδρο προτείνοντας του να κρατήση όλη την περιοχή μέχρι τον Ευφράτη και να του δώση την κόρη του και δέκα χιλιάδες τάλαντα. Ο Παρμενίων προέτρεψε τον Αλέξανδρο να δεχθή, λέγοντας του ότι αν ήταν εκείνος στη θέση του θα εδέχετο, για να πάρη την απάντηση ‘και εγώ θα δεχόμουν αν ήμουν ο Παρμενίων’, δείχνοντας έτσι την ανωτερότητα του πνεύματος και του σκοπού του. Διαμήνυσε δε στον Δαρείο ότι αν ήθελε να του παραδοθή θα τον μεταχειρίζετο με μεγαλοφροσύνη, αλλιώς θα πορεύετο εκείνος εναντίον του. Όπως και έγινε. ‘Την τελειωτική την μάχη’ την έδωσε ο Αλέξανδρος στα Γαυγάμηλα’. Ουσιαστικός κύριος πλέον της Ασίας, ο Αλέξανδρος διαμήνυσε στην Ελλάδα ότι καταλύονται όλα τα τυρρανικά καθεστώτα, δείχνοντας έτσι την αντιστοιχία της νίκης του επί των περσών ως νίκης της ελευθερίας επί της τυρρανίας, και, τιμώντας ιδιαίτερα τους Πλαιταιείς, ανακοίνωνσε ότι θα ανοικοδομήση την πόλη τους όπου είχε γίνει η μεγάλη μάχη για την ελευθερία της Ελλάδας. Με τα Γαυγάμηλα άνοιξε ο δρόμος για την εισβολή στην ίδια την Περσία  που ακολούθησε τον επόμενο χρόνο. Την κατάληψη της Βαβυλώνας ακολούθησε εκείνη της Περσέπολης και των Εκβατάνων, επισφραγίζοντας την οριστική πτώση της περσικής αυτοκρατορίας που εσήμαινε και την οριστική εξάλειψη της όποιας περσικής επιβουλής κατά της Ελλάδας. Και η βέβηλη περσική καταστροφή της πόλης της Αθηνάς είχε τιμωρηθή. Μετά και από τες υπόλοιπες κατακτήσεις του Αλεξάνδρου στην Ασία μέχρι και την Ινδία η ελληνιστική εποχή ήταν γεγονός.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button