Greek Reports (Ελληνικά)

Τα προβλήματα στην Ανταγωνιστική Αναμόρφωση – Η Λογική της Διαδικασίας και της Τακτικής

(Αποσπάσματα ομιλίας του Αδάμου Κ. Αδαμίδη, Υπουργού Συγκοινωνιών και ΄Εργων που έγινε στα Γραφεία της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων στις 25 Ιανουαρίου 1996)

Η υλοποίηση της ανταγωνιστικής αναμόρφωσης προϋποθέτει την πολιτική απόφαση αφ’ ενός και τη  δυνατότητα εφαρμογής αφ’ ετέρου.

Και ως πολιτική απόφαση δεν εννοούμε την επιλογή μιας ορθής προτεινόμενης λύσης αλλά την επιλογή  εκείνης της λύσης που λαμβανομένης υπόψη και της πολιτικής διάστασης εμφανίζεται υπό τις συνθήκες η ορθότερη.

Διότι η πολιτική απόφαση δεν μπορεί να μορφοποιείται με κριτήρια άλλα, εκτός από το δημόσιο συμφέρον.

Θέτουμε το δημόσιο συμφέρον ως υπόβαθρο και κριτήριο της πολιτικής απόφασης διότι αυτό επαγγέλθηκε να υπηρετήσει η Κυβέρνηση, για αυτό εκλέγηκε και σε αναφορά με το πόσο θα πετύχει σε αυτή την υπέρτερη επαγγελία της θα κριθεί το έργο της.

Το πολιτικό κόστος με βάση κάποιες πολιτικές ηθικές θεωρείται θεμιτό κριτήριο αποφάσεων. Αν όμως το πολιτικό κόστος δεν υπαχθεί στο δημόσιο συμφέρον θα καταλήξει να υπηρετεί τις ατομικές φιλοδοξίες ή τις κομματικές σκοπιμότητες.

Εξ άλλου μαζί με την ευθύνη να επιλέγουμε και να εφαρμόζουμε το σωστό συνυπάρχει και το βάρος να διαμορφώσουμε τις συνθήκες αποδοχής και επιτυχούς εφαρμογής των πολιτικών αποφάσεων. Αυτή η δίμορφη ευθύνη της σωστής επιλογής και της σωστής διαδικασίας υλοποίησης, είναι αδιαχώριστη στην πολιτική πρακτική και στη δημοκρατική λειτουργία. Όπως έχει εύστοχα λεχθεί η “πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού”. Διαφορετικά η πολιτική δεν θα διακρινόταν από την Κοινωνική Φιλοσοφία.

Κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι οι ανοικτές οικονομίες σε οικουμενική κλίμακα που φυσιολογικά οδηγούν σε ένα πολύμορφο ανταγωνισμό. Οι παραδοσιακές δομές της οικονομίας διαφοροποιούνται για να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό και ο μέχρι πριν μερικά χρόνια ρόλος του Κράτους αναδιαμορφώνεται για να μπορέσει να στηρίξει και να υπηρετήσει την οικονομική του ανάπτυξη μέσα στους χώρους που εντάσσεται, στις προοπτικές που διανοίγονται αλλά και στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ή υποβάλλεται. Οι πάλαι ποτέ γνωστές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας καθίστανται, εκούσες άκουσες, επιχειρήσεις και η ιδιωτική πρωτοβουλία, αν δεν ικανοποιείται από το περιβάλλον, μετακινείται μαζί με τις δυνατότητές της σε άλλες χώρες όπου οι συνθήκες ευνοούν περισσότερο την αξιοποίηση και την καταξίωσή της.

Δεν θα ασχοληθούμε με το αν θα πρέπει να προωθήσουμε την εισαγωγή του ανταγωνισμού στους τομείς της παραγωγής όπου μετέχει ο δημόσιος και ο ούτω καλούμενος ημικρατικός τομέας. Θεωρούμε ότι η επιδίωξη αυτή είναι θέμα  ήδη πολλαπλώς αναλυμένο και θετικά τεκμηριωμένο και τουλάχιστο για τους σκοπούς αυτής της σύναξης αναντίλεκτο.

[…]

Κρίναμε πως θα είναι πιο ενδιαφέρον, πιο παραγωγικό και πιο επωφελές αν μας απασχολούσε το θέμα της μεθόδευσης για την υλοποίηση των σχεδιασμών της ανταγωνιστικής αναμόρφωσης και των προβλημάτων που εκ προοιμίου αναμένεται να προκύψουν. Είχαμε εξ αρχής εκφράσει την άποψη ότι ο σχεδιασμός του μοντέλου ήταν ένα μόνο μέρος  του σύνολου έργου και πιθανόν συγκριτικά το μικρότερο και όχι τόσο σημαντικό όσο η διαδικασία της αποτελεσματικής εφαρμογής του με την οποία βαρύνεται η πολιτική απόφαση. Ετσι η πολιτική απόφαση συμπληρώνει μέσω της αλληλοεπίδρασης τον σχεδιασμό του μοντέλου.

Οι δυσκολίες που ανακύπτουν στην πορεία εφαρμογής δεν είναι αμελητέες ούτε ως νοοτροπία και στάση αλλ’ ούτε και ως ουσία. Είναι γεγονός ότι λίγο ή πολύ οι εμπειρίες που είχαν άλλες χώρες που διήλθαν αυτή τη μετεξέλιξη είναι πολύτιμες και για μας. Διότι προσόμοιες ευαισθησίες παρουσιάζονται σε όλες τις χώρες. Είναι ωστόσο αναγκαίο να αναγνωρίσουμε από την αρχή την επίδραση των δικών μας ιδιαιτεροτήτων που άλλοτε επενεργούν θετικά και άλλοτε αρνητικά.

Αυτές οι ιδιαιτερότητες μπορεί να λεχθεί ότι αφορούν το μικρό μέγεθος της χώρας μας, το ψηλό επίπεδο μόρφωσης του λαού, την επάρκεια και τη λειτουργικότητα του νομικού και θεσμικού πλαισίου, την ισχύ και την ιστορική επιρροή των εργατικών συνδικάτων, των εργοδοτικών οργανισμών και των άλλων οργανωμένων υποσυνόλων, την κουλτούρα του προστατευτισμού και του κρατικού παρεμβατισμού, τη θεσμική πια διαδικασία συνδιαλλαγής και αναζήτησης συναίνεσης στις εργασιακές και τις  άλλες οικονομικές σχέσεις, τα παράλληλα και διαρκή  υπέρτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

* * *

Οταν ρωτήθηκα κατά πόσο θεωρώ την ιδέα των ιδιωτικοποιήσεων διαχρονικά αναντίλεκτη απάντησα ότι ασφαλώς δεν είναι πανάκεια. Η επιλογή του Φιλελευθερισμού δεν θα είναι αδιαμφισβήτητη στο διηνεκές.  Παρόλο ότι υιοθετείται παγκόσμια, διότι είναι μια επιλογή σήμερα αποδεδειγμένα αποτελεσματική, έχουμε τη γνώμη ότι αυτή η  προσέγγιση δεν πρόκειται να είναι στατική. Η αντιπαράθεση του μονοπωλίου με τον ανταγωνισμό και ο διαχωρισμός του λειτουργικού από τον ρυθμιστικό τομέα δεν θα σφραγίσει το τέλος των διεργασιών της πολιτικής οικονομίας. Η πολιτική οικονομία θα παραμείνει σε μια ζωντανή διαλεκτική. Αυτά που σήμερα  θεωρούνται και αποδεικνύονται ως η καλύτερη λύση θα είναι αύριο μια θέση που θα  αντιμετωπίσει μια άλλη αντίθεση που θα αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητά της. Διότι κάποιες άλλες μέθοδοι θα βρεθούν, είτε διότι θα παρεμβληθούν νέα τεχνικά δεδομένα ή κανούργιες ιδέες, είτε διότι οι  συνθήκες της παγκόσμιας συνεργασίας θα διαφοροποιηθούν και θα υποβάλουν μια άλλη εισήγηση.  Αποτέλεσμα αυτής της διαλεκτικής θα είναι μια νέα σύνθεση με νέες οικονομικές θεωρίες και νέα οικονομικά συστήματα ή παραλλαγές

* * *

Σίγουρα θα ακουόταν παράδοξο αν προέβαλλα τον ισχυρισμό ότι η ουσία των δυσκολιών υλοποίησης των σχεδιασμών της ανταγωνιστικής αναμόρφωσης που επιδιώκουμε συνίσταται στην προσπάθεια διατήρησης της διαφοράς του κατά κεφαλή εισοδήματος του κυπρίου από τον ρουμάνο ή τον κινέζο πολίτη ή της σμίκρυνσης της διαφοράς με τον γερμανό ή τον ελβετό πολίτη.

Οι αντιδράσεις ωστόσο δεν απέχουν σε τελευταία ανάλυση από αυτή τη θέση και  φαίνεται να μη απηχούν μια επιφανειακή φοβία αλλά ένα πραγματικό πρόβλημα. Και αυτό που ακούεται τώρα παράδοξο θα είναι  μετά μερικά χρόνια ανάγλυφα αληθινό. Μακροπρόθεσμα στο πλαίσιο της δημιουργούμενης παγκόσμιας ανοικτής οικονομίας θα δημιουργηθεί μια δυναμική εξίσωσης των κόστων και των εισοδημάτων. Διότι δεν είναι δυνατό να εδραιώνεται ένα παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον παραγωγής και προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών και συνεπώς προσφοράς εργασίας και πρώτων υλών και να μη έχουμε  αυτή την τάση προς εξισορρόπηση των αμοιβών.

Η αύξηση της παραγωγικότητας και της  ανταγωνιστικότητάς μας, που συγκριτικά θα διαφοροποιηθεί, δεν μπορεί να συντηρεί ατελεύτητα την υπάρχουσα διαφορά ή τουλάχιστο το μέγεθος της υπάρχουσας διαφοράς. Ήδη τα προβλήματα από αυτή την επενέργεια των νόμων της ανοικτής οικονομίας έχουν εμφανισθεί στην Ευρώπη με τα ανησυχητικά αυξημένα ποσοστά ανεργίας στους τομείς όπου η Ευρώπη απέτυχε να αναπτύξει την ανταγωνιστικότητά της λόγω κυρίως της συντήρησης κλειστών οικονομικών υποσυστημάτων.

Είναι λοιπόν αναμενόμενο να προβάλλονται εύλογα ερωτήματα που αγγίζουν την κοινωνική αποτελεσματικότητα των επιλογών μας. Και αντιλαμβάνεσθε ότι αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και υπεύθυνοι δεν μπορούμε να μη είμαστε ειλικρινείς. Στο κάτω κάτω  η πολυμορφία των στόχων δεν μπορεί να αποκλίνει από την επιδίωξη της ευημερίας του τόπου μας και του λαού μας.

Εχει έμπρακτα και τραυματικά αποδειχθεί ότι τα οικονομικά συστήματα δεν είναι, όπως έλεγε κάποτε ένας καθηγητής μου της Κοινωνικής Οικονομικής, θέματα θρησκείας ή μεταφυσικής. Στην πράξη, στον εμπειρικό έλεγχο αποκαλύπτονται και αποδεικνύονται αμείλικτες αλήθειες της ανθρώπινης φύσης και ροπής που καθυποβάλλουν τις θεωρίες που τις  αντιμάχονται.

Τα κοινωνικά προβλήματα που εμφανίζονται στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν είναι βέβαια άσχετα με την αδυναμία των κοινωνικών δομών να στηρίξουν την ανταγωνιστική επάρκεια των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων έναντι εκείνων του υπόλοιπου κόσμου. Ή με ανάστροφη λογική με την ικανότητα  εκείνων του υπόλοιπου κόσμου να ανταγωνίζονται, πέρα από ό,τι αναμενόταν, τη λειτουργία της ΕΕ. Όποια και να είναι η περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι αναντίρρητο και σοβαρό και οι ανησυχίες που προκαλεί ως φαινόμενο ακόμα σοβαρότερες. Το επιχείρημα σίγουρα είναι η υπόμνηση ότι ευκολώτερα θα ήσαν τα πράγματα για την Κύπρο αν τα διάφορα κατά καιρούς ζητήματα της διαμόρφωσης του κόστους σε συνάρτηση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επιλύονταν πιο ορθολογικά. Όσο βάσιμος όμως και αν είναι ο ισχυρισμός, και η διαπίστωση ως πάθημα μάθημα ωφέλιμο, δεν παύει από του να είναι παρελθοντολογία και να μη απαντά στις ευαισθησίες που προβάλλονται. Μέσα από τα όσα έχουμε πεί είναι δυνατό να διακριβωθούν οι αντίρροπες, οι αντίξοες δυνάμεις στη διαδικασία  της  ανταγωνιστικής αναμόρφωσης.

Είναι όμως ταυτόχρονα για μας συνετό να αναγνωρίσουμε όχι κατ’ ανάγκη την ορθότητα της αντίθετης επιχειρηματολογίας αλλά την ορθότητα και την ένταση της συνεπαγόμενης αγωνίας. Είναι ακόμη αναγκαίο να εκτιμήσουμε σε ποιο βαθμό μπορούν οι δυνάμεις αυτές να ανασχέσουν την εφαρμογή της πολιτικής απόφασης. Ποιά η σωστή τακτική και μεθόδευση που θα διασκεδάσει τις ανασφάλειες και τους ενδοιασμούς, που θα πείσει και θα επιφέρει τη συναίνεση;

Η ανταγωνιστική αναμόρφωση επιδιώκει τη σύγκριση, την αμφισβήτηση και την επαλήθευση της επάρκειας και την  επιβεβαίωση της ορθότητας της επιλογής. Η επιδίωξη του καλύτερου εμπεριέχει την άμιλλα που δύσκολα περιορίζεται σε προσχηματικές και επιφατικές εκδοχές. Είναι διαδικασία πολλές φορές άτεγκτη και σκληρή.

Είναι συνεπώς  φυσιολογικό και αναμενόμενο ή διευθυντική ομάδα της κρατικής ή της ημικρατικής υπηρεσίας, εκτός αν εμφορείται από ευρεία αντίληψη και πραγματικές ικανότητες, να αισθάνεται άβολα και να ανησυχεί για το μέλλον της, για το αν θα παραμείνει ελέγχουσα και επιβαλλόμενη και αυθεντική. Αν το μέλλον των επιχειρήσεων συναρτάται με τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού, οι εργοδοτούμενοι σε αυτές της επιχειρήσεις δεν μπορεί να ενδιαφέρονται παρά για τη διασφάλιση αυτών των δυνατοτήτων. Δεν αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες να εντοπίζονται σε θέματα φιλοπονίας ή εντιμότητας αλλά  νοοτροπίας. Δεν είναι τόσο απλό για τον δημόσιο ή τον ημικρατικό  υπάλληλο να συνειδητοποιήσει ότι η ύπαρξη της επιχείρησης που τον εργοδοτεί διακυβεύεται. Ούτε ότι είναι δυνατό να παύσει να εργοδοτείται επειδή ο εργοδότης του δεν θα μπορέσει να παραβγεί στην αγορά.

Οι αντιδράσεις από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη προσοχή διότι αποτελούν και την ισχυρότερη αντίθεση αλλά και διότι οι ευαισθησίες τους εμπεριέχουν τον πιο αξιόλογο αντίλογο. Οι λόγοι που προβάλλονται από την εργασιακή πλευρά μπορεί να μη αντέχουν ή να αποδυναμώνονται σε ένα καθολικότερο έλεγχο. Αλλά παραμένουν βάσιμοι ως αντίθεση που τείνει να υποβάλει σημαντικές παραμέτρους που ο σχεδιασμός της μετεξέλιξης και της αναμόρφωσης θα πρέπει να λάβει υπόψη.

Ο φόβος για τον ενδεχόμενο πλεονασμό είναι εύλογος. Η ανησυχία για τη μείωση των απολαβών και των ωφελημάτων είναι επίσης εύλογη. Η αγωνία για τη διαφοροποίηση των όρων εργασίας εν γένει είναι και αυτή εύλογη. Υπάρχει όμως και μια άλλη το ίδιο σημαντική διαπορία και αμφιβολία στα εργατικά συνδικάτα που εκφράζεται με το απλό ερώτημα: είναι αναγκαία αυτή η αλλαγή; Στις συνδικαλιστικές ευαισθησίες θα πρέπει να προσθέσουμε και τις συνακόλουθες αμφισβητήσεις αυτού του ίδιου του χαρακτήρα των συνδικαλιστικών οργανώσεων που μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:

  • Αν τα εργατικά συνδικάτα αποδεχθούν το ανταγωνιστικό περιβάλλον θα οδηγηθούν σε αποδοχή και της εξίσωσης των εισοδημάτων. Θα πρέπει επίσης να στηρίξουν την παραγωγικότητα και τη δημιουργία κεφαλαίου που κάποτε αποτελούσαν συνδικαλιστικούς αφορισμούς. Πως αυτές οι θέσεις μπορούν να είναι συμβατές με την παραδοσιακή λειτουργία των συντεχνιών;
  • Ο ρόλος των συντεχνιών, όπως τείνει να διαμορφωθεί στις ελεύθερες δημοκρατίες, δεν φαίνεται να διατηρεί τη θέση που αποκτήθηκε και διασφαλίστηκε με αγώνες και που συνίσταται στο ρόλο κυριαρχικού ρυθμιστή της παραγωγής. Μερικοί προβλέπουν ότι η αντίθεση θα εξελιχθεί μεταξύ των παλαιότερων και των νεότερων και όχι μεταξύ των εργοδοτών και των εργοδοτουμένων. Και μπορεί να λεχθεί ότι έτσι θα είναι πράγματι η εξέλιξη  αφού οι νέοι θα έχουν απολαβές που θα αποτελούν μικρότερο αναλογικά ποσοστό στο συνολικό κόστος ή και θα παράγουν περισσότερα ενώ οι αμοιβές τους θα εμπεριέχουν και  την αντιστοιχία για τη μη παραγωγική ή τη συνταξιοδοτούμενη περίοδο.
  • Η μετατόπιση του όγκου της απασχόλησης από τον χώρο της βιομηχανικής παραγωγής στο χώρο των υπηρεσιών και η αύξηση της σημασίας του προσωπικού στοιχείου στην προσφορά εργασίας τείνει να εξατομικεύσει τους όρους εργοδότησης και συνεπώς να αμβισβητήσει την αναγκαιότητα της συλλογικότητας των αιτημάτων.
  • Οι εργοδοτούμενοι καθίστανται κεφαλαιοκράτες στην εκμετάλλευση των μέσων παραγωγής μέσω των σχεδίων που συσχετίζουν τις απολαβές με την παραγωγικότητα. Η επέκταση αυτής της τάσης θα αφαιρεί από τον χώρο επιρροής των συντεχνιών και θα θέσει το ερώτημα κατά πόσο οι συντεχνίες θα επεκτείνουν την εκπροσώπησή τους και στη διεύθυνση και την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων. Πως αυτή η εξέλιξη αναδιαμορφώνει την υπόσταση και το χαρακτήρα τους;

Η σειρά αυτή των δυσχερειών στοιχειοθετεί την ευθύνη για ειλικρίνεια στις προθέσεις και για διαφάνεια και συνέπεια στις ενέργειες και στους σχεδιασμούς.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας έχει μεταφέρει την άποψή του ότι τα κυπριακά εργατικά συνδικάτα, παράλληλα με τη σημαντική δύναμη που έχουν, διατηρούν ισχυρή και τη φιλοπατρία με την έννοια της αποδοχής και της επιδίωξης του καλού και του ωφέλιμου για την Κύπρο. Θα είναι δηλαδή έτοιμα να υποβληθούν στις αναγκαίες συνέπειες από τη διαφοροποίηση εφόσον πεισθούν ότι το βάρος δεν αναλαμβάνεται αποκλειστικά από την εργασιακή πλευρά αλλά επιμερίζεται. Από αυτό το δεδομένο, ή για άλλους από αυτή την υπόθεση, θεωρούμε ότι πρέπει να ξεκινήσουμε. Στο κάτω κάτω η κύρια επιδίωξη της ανταγωνιστικής αναμόρφωσης είναι η οικονομική ανάπτυξη στην οποία αναφαίρετο δικαίωμα συμμετοχής έχουν και οι εργαζόμενοι. Με αυτή την προσέγγιση θα ήταν λάθος, λάθος μοιραίο, αν στη διαδικασία της αναμόρφωσης παραβλεπόταν η ανάγκη προηγούμενης ενημέρωσης των συνδικάτων για τη σκοπιμότητα και ωφελιμότητα των αλλαγών και για τους σχεδιασμούς του νέου πλαισίου. Θα ήταν κοντόφθαλμη και επικίνδυνη υπεραπλούστευση η άποψη οτι η αλλαγή αφορά μόνο τους προγραμματιστές της οικονομίας, την κεφαλαιϊκή εκπροσώπηση και την Κυβέρνηση. Η αλλαγή είναι προϋπόθεση για την προκοπή του τόπου  και αφορά το σύνολο  του λαού.

Η εργασία ως συντελεστής παραγωγής θα συνεχίσει να έχει αποφασιστικό ρόλο ανεξάρτητα από τη μορφή και τη διάρθρωση της οικονομικής λειτουργίας. Αλλά και πέρα από αυτή την αναντίρρητη πραγματικότητα και προοπτική είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι εκ των πραγμάτων αλλαγές εμφανίζονται ως εξέλιξη στις ελεύθερες δημοκρατίες που επαγγέλονταν και επεδίωκαν την κοινωνική δικαιοσύνη και υπηρέτησαν την κοινωνική πρόνοια.

Το νόημα που δόθηκε στην κοινωνική δικαιοσύνη και πρόνοια και οι δομές που δημιουργήθηκαν έχουν δώσει δικαιώματα και προσδοκίες στους εργαζόμενους που η διαφοροποίησή τους μπορεί μόνο να επιτευχθεί με τιμιότητα, ευθύτητα και διαφάνεια. Η πειθώ για την ωφελιμότητα των αλλαγών πλεονάζει επιχειρημάτων. Σε αυτά τα επιχειρήματα καταλέγεται και το μερίδιο της ευημερίας που ανήκει και θα αναλογεί στον εργοδοτούμενο. Δεν είναι όμως ούτε λογικό ούτε ανθρώπινο να προτείνουμε στους εργοδοτουμένους αλλαγές που συνεπάγονται ενδεχόμενη απώλεια της εργασίας τους ή μείωση των ωφελημάτων τους αν δεν έχουμε πείσει ότι δημιουργούμε παράλληλα συνθήκες για νέες ευκαιρίες απασχόλησης και επαγγελματικής ανέλιξης ή τουλάχιστο επαρκείς και αποτετελεσματικές ρυθμίσεις κοινωνικής πρόνοιας. Η κοινοβουλευτική και η κομματική αντίδραση είναι απόλυτα συναρτημένη με το τρόπο που τα εργατικά συνδικάτα θα αντικρύσουν το σχεδιασμό και το πρόγραμμα της αναμόρφωσης. Δεν μπορούμε με τα σημερινά δεδομένα και την κρατούσα νοοτροπία και στάση να αναμένουμε ότι θα είναι δυνατό να διαχωρισθεί η επιλογή της στρατηγικής των κομμάτων από τη συναίνεση ή την κατά το μάλλον αποδοχή των συνδικάτων.

[…]

H πρωτοποριακή θέση που μπορεί να μας προσάπτουν, ή να διεκδικούμε, δεν μπορεί να εξικνείται σε πρόταση που δεν θα λαμβάνει υπ’ όψη την ασύμβατη ή αντιφάσκουσα αντίληψη που δημιουργεί η γενικότερη πολιτική αντίκρυση και συμπεριφορά των εξουσιών και η διεκδίκηση από οργανωμένα σύνολα κρατικού προστατευτισμού ή άλλων μέτρων στρεβλωτικών της οικονομίας ή αντίθετων προς την εναρμόνιση με τα ευρωπαϊκά θέσμια. Διαφορετικά δεν μπορούμε να είμαστε πειστικοί και θάλεγα ούτε ειλικρινείς.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button