Greek Reports (Ελληνικά)

Περί Πολιτικής Ισότητας

Πολλά λέγονται και γράφονται τις τελευταίες βδομάδες για το θέμα της πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης λύσης ΔΔΟ

Από επαϊοντες που εκφέρουν τεκμηριωμένες  απόψεις και  από άλλους που  έχουν αναχθεί σε ειδικούς και αρθρογραφούν αγνοώντας την κρίσιμη σημασία του και των συνεπειών που μπορεί να έχει στην εφαρμογή του.

Με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται και πάλι το απαράδεκτο και ζημιογόνο φαινόμενο της δημόσιας διαπραγμάτευσης/αντιπαράθεσης μεταξύ μας  πριν καν διαπιστωθεί αν μπορεί να υπάρξει συμφωνημένη βάση για τη διεξαγωγή των εργασιών της  Διάσκεψης στη Γενεύη.

Και αντί να προβάλλουμε τις δικές μας επιδιώξεις  που θα αποκαθιστούν τα δικαιώματα μας και θα διασφαλίζουν τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα της λύσης προτάσσουμε την ικανοποίηση των τουρκικών αξιώσεων που αποσκοπούν ακριβώς στο αντίθετο.

Με τη δημοσίευση του άρθρου αυτού δεν είναι πρόθεση μου να αμφισβητήσω  την αποδοχή από την πλευρά μας της πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων σαν θέμα αρχής σε γενικές γραμμές. Αποδοχή που περιλήφθηκε στο Ψήφισμα 716(1991) του Συμβουλίου Ασφαλείας που έχει την ίδια ισχύ όπως όλα τα άλλα Ψηφίσματα του Συμβουλίου που απαιτούμε την εφαρμογή τους. Η αναγνώριση με τον επίσημο αυτό τρόπο της πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων ήταν κατά τη γνώμη μου μια πολύ μεγάλη, αδικαιολόγητη, βεβιασμένη και άκαιρη  παραχώρηση που έγινε χωρίς κανένα αντάλλαγμα ή δέσμευση από την άλλη πλευρά με τη λανθασμένη εκτίμηση ότι θα συνέβαλλε τότε στην εξεύρεση λύσης σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η λύση δεν επιτεύχθηκε, όμως η πολιτική ισότητα συμφωνήθηκε, επαναλήφθηκε στη συνέχεια διαφοροτρόπως και μας δεσμεύει με την έννοια ότι δεν μπορούμε να είμαστε επιλεκτικοί στις πρόνοιες των διαφόρων Ψηφισμάτων του ΣΑ που συνθέτουν το πλαίσιο της λύσης που επιδιώκουμε. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα ύστερα από 47 χρόνια κατοχής και τετελεσμένων σε συνδυασμό με το υφιστάμενο ανισοζύγιο δυνάμεων δεν μας επιτρέπεται να αποστούμε  από τη θεμελιώδη αρχή του Διεθνούς Δικαίου που προνοεί ότι τα συμφωνηθέντα δέον να τηρούνται(Pacta sunt servanda).

Το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει έχοντας υπ’ όψη τα πιο πάνω είναι πώς εφαρμόζεται στην πράξη στη διακυβέρνηση της χώρας η πρόνοια για την πολιτική ισότητα σε ένα λειτουργικό σύστημα που δεν οδηγεί σε αδιέξοδα, παραλυσία και ενδεχόμενα νέες συγκρούσεις και διάλυση. Η σχετική παράγραφος στο Παράρτημα Ι της Έκθεσης του ΓΓ της 8ης Μαρτίου 1990 που ερμηνεύει κατά κάποιο τρόπο την πολιτική ισότητα και στην οποία παραπέμπει το Ψήφισμα 716(1991), παρά τα κάποια ενδεικτικά στοιχεία που περιέχει δεν απαντά ικανοποιητικά στο πιο πάνω ερώτημα και είναι επιδεκτική διαφορετικών αναλύσεων και ερμηνειών. Για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή  φράση που ταιριάζει σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι σαν το μνήμα του Αγίου Νεοφύτου. Αρχίζει με μια αρνητική και αόριστη διατύπωση ότι δεν συνεπάγεται ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλους τους κλάδους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και διοίκησης που μπορεί να ερμηνευθεί διαφορετικά από την κάθε πλευρά. Προχωρεί με μια σωστή βασική θέση ότι η σύνταξη και τροποποίηση του Συντάγματος του Κυπριακού Κράτους γίνεται υποχρεωτικά με τη σύμφωνη γνώμη και των δυο κοινοτήτων και συνεχίζει με την πρόταση  για την αποτελεσματική συμμετοχή και των δυο κοινοτήτων  σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης που είναι επίσης επιδεκτική διαφορετικών ερμηνειών. Και καταλήγει με την πρόταση για ασφαλιστικές δικλείδες που θα διασφαλίζουν ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν θα έχει τη δυνατότητα να υιοθετεί οποιαδήποτε μέτρα κατά των συμφερόντων της

ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Πολλά λέγονται και γράφονται τις τελευταίες βδομάδες για το θέμα της πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης λύσης ΔΔΟ. Από επαϊοντες που εκφέρουν τεκμηριωμένες  απόψεις και  από άλλους που  έχουν αναχθεί σε ειδικούς και αρθρογραφούν αγνοώντας την κρίσιμη σημασία του και των συνεπειών που μπορεί να έχει στην εφαρμογή του. Με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται και πάλι το απαράδεκτο και ζημιογόνο φαινόμενο της δημόσιας διαπραγμάτευσης/αντιπαράθεσης μεταξύ μας  πριν καν διαπιστωθεί αν μπορεί να υπάρξει συμφωνημένη βάση για τη διεξαγωγή των εργασιών της  Διάσκεψης στη Γενεύη. Και αντί να προβάλλουμε τις δικές μας επιδιώξεις  που θα αποκαθιστούν τα δικαιώματα μας και θα διασφαλίζουν τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα της λύσης προτάσσουμε την ικανοποίηση των τουρκικών αξιώσεων που αποσκοπούν ακριβώς στο αντίθετο.

Με τη δημοσίευση του άρθρου αυτού δεν είναι πρόθεση μου να αμφισβητήσω  την αποδοχή από την πλευρά μας της πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων σαν θέμα αρχής σε γενικές γραμμές. Αποδοχή που περιλήφθηκε στο Ψήφισμα 716(1991) του Συμβουλίου Ασφαλείας που έχει την ίδια ισχύ όπως όλα τα άλλα Ψηφίσματα του Συμβουλίου που απαιτούμε την εφαρμογή τους. Η αναγνώριση με τον επίσημο αυτό τρόπο της πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων ήταν κατά τη γνώμη μου μια πολύ μεγάλη, αδικαιολόγητη, βεβιασμένη και άκαιρη  παραχώρηση που έγινε χωρίς κανένα αντάλλαγμα ή δέσμευση από την άλλη πλευρά με τη λανθασμένη εκτίμηση ότι θα συνέβαλλε τότε στην εξεύρεση λύσης σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η λύση δεν επιτεύχθηκε, όμως η πολιτική ισότητα συμφωνήθηκε, επαναλήφθηκε στη συνέχεια διαφοροτρόπως και μας δεσμεύει με την έννοια ότι δεν μπορούμε να είμαστε επιλεκτικοί στις πρόνοιες των διαφόρων Ψηφισμάτων του ΣΑ που συνθέτουν το πλαίσιο της λύσης που επιδιώκουμε. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα ύστερα από 47 χρόνια κατοχής και τετελεσμένων σε συνδυασμό με το υφιστάμενο ανισοζύγιο δυνάμεων δεν μας επιτρέπεται να αποστούμε  από τη θεμελιώδη αρχή του Διεθνούς Δικαίου που προνοεί ότι τα συμφωνηθέντα δέον να τηρούνται(Pacta sunt servanda).

Το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει έχοντας υπ’ όψη τα πιο πάνω είναι πώς εφαρμόζεται στην πράξη στη διακυβέρνηση της χώρας η πρόνοια για την πολιτική ισότητα σε ένα λειτουργικό σύστημα που δεν οδηγεί σε αδιέξοδα, παραλυσία και ενδεχόμενα νέες συγκρούσεις και διάλυση. Η σχετική παράγραφος στο Παράρτημα Ι της Έκθεσης του ΓΓ της 8ης Μαρτίου 1990 που ερμηνεύει κατά κάποιο τρόπο την πολιτική ισότητα και στην οποία παραπέμπει το Ψήφισμα 716(1991), παρά τα κάποια ενδεικτικά στοιχεία που περιέχει δεν απαντά ικανοποιητικά στο πιο πάνω ερώτημα και είναι επιδεκτική διαφορετικών αναλύσεων και ερμηνειών. Για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή  φράση που ταιριάζει σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι σαν το μνήμα του Αγίου Νεοφύτου. Αρχίζει με μια αρνητική και αόριστη διατύπωση ότι δεν συνεπάγεται ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλους τους κλάδους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και διοίκησης που μπορεί να ερμηνευθεί διαφορετικά από την κάθε πλευρά. Προχωρεί με μια σωστή βασική θέση ότι η σύνταξη και τροποποίηση του Συντάγματος του Κυπριακού Κράτους γίνεται υποχρεωτικά με τη σύμφωνη γνώμη και των δυο κοινοτήτων και συνεχίζει με την πρόταση  για την αποτελεσματική συμμετοχή και των δυο κοινοτήτων  σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης που είναι επίσης επιδεκτική διαφορετικών ερμηνειών. Και καταλήγει με την πρόταση για ασφαλιστικές δικλείδες που θα διασφαλίζουν ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν θα έχει τη δυνατότητα να υιοθετεί οποιαδήποτε μέτρα κατά των συμφερόντων της οργάνων της.

Σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε ή θα μπορούσε να υπάρξει παρέμβαση οποιουδήποτε θεσμού της ΕΕ στα προβλήματα του πολιτικού ομοσπονδιακού συστήματος του Βελγίου ακόμα και όταν η παρατεταμένη ακυβερνησία της χώρας προκαλούσε δυσκολίες στη λειτουργία  θεσμών της ΕΕ και/ή όταν οι εξουσίες σύναψης διεθνών συμφωνιών της Φλάνδρας και της Βαλωνίας δημιουργούσαν προβλήματα στο εξωτερικό εμπόριο της ΕΕ. Και όσοι πιστεύουν ή εκτιμούν ότι θα μπορέσουμε  μέσω των θεσμών της ΕΕ να αλλάξουμε ότι συμφωνήσουμε και ότι δώσουμε στην ΤΚ κοινότητα και στην Τουρκία μέσα στο πλαίσιο της λύσης θα ήταν φρόνιμο να μελετήσουν καλύτερα πως λειτουργεί η ΕΕ και να καταλήξουν σε πιο ορθά συμπεράσματα από τη γνώση της ιστορίας μας.

  • Πρέσβης ε.τ., Νομικός, Πολιτικός Επιστήμονας

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button