Greek Reports (Ελληνικά)

Οι απόρρητες εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ

Η μετάφραση των Εκθέσεων του Δρ. Νιχάτ Ερίμ, μεταφρασμένες από τον κ. Χρήστο Ιακώβου, με Εισαγωγή και επιμέλεια από τον ίδιο (Χρήστο Ιακώβου) δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του κ. Κώστα Ν. Χατζηκωστή, «Έξι Προεδρικά Πορτραίτα» έκδοση «Γερμανός» Θεσσαλονικη – πρώτη έκδοση 2015.
 – – – Φανούλα Αργυρού 19.10.2022
—————————————————————————-
ΟΙ ΑΠΟΡΡΗΤΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΝΙΧΑΤ ΕΡΙΜ
Η γένεση της τουρκικής υψηλής στρατηγικής στο Κυπριακό
Εισαγωγή – επιµέλεια Χρήστος Ιακώβου 2017
Εισαγωγή
 
Τα κράτη µέλη του διεθνούς συστήµατος έχουν ορισµένους στρατηγικούς στόχους, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι µακροχρόνιοι ή βραχυπρόθεσµοι, έχουν συνοχή ή είναι αντιφατικοί.
Με αυτό τον τρόπο, το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον µίας χώρας δηµιουργεί διάφορες απαιτήσεις και είναι η πηγή προκλήσεων και ευκαιριών για την πραγµατοποίηση των στόχων και των επιδιώξεων του κράτους. Η στρατηγική της προσαρµογής, που επιλέγει ένα κράτος, αποτελεί την απόδειξη για το πως οι εθνικές δοµές εξουσίας προσαρµόζονται στην αλληλεξάρτηση του εθνικού και διεθνούς συστήµατος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη λειτουργούν ως προσαρµοζόµενες οντότητες που προσπαθούν µε την εξωτερική τους πολιτική καθώς επίσης και µε την πολιτική ασφάλειας που διαµορφώνουν να διατηρήσουν τις βασικές δοµές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονοµικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια. Τα πιο πάνω συνιστούν την πεµπτουσία για την διαµόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονοµάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy). Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχηµένους στόχους λαµβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυµητή θέση µίας χώρας µε σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναµικό και τους πόρους του κράτους προκειµένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους, α) σταθερότητα, β) ευηµερία και γ) ασφάλεια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήµανση των αδυναµιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.
Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την διαµόρφωση της υψηλής στρατηγικής είναι η γεωπολιτική, δηλαδή η ερµηνεία και ανάλυση της αλληλεξάρτησης µεταξύ του γεωγραφικού χώρου και των πολιτικών επιλογών που κάνει ένα κράτος προκειµένου να αξιοποιήσει και να αυξήσει την στρατιωτική, την οικονοµική και τη διπλωµατική του ισχύ. Εποµένως, η γεωπολιτική ανάλυση λαµβάνει υπόψιν την ύπαρξη διεθνών ανταγωνισµών σε σχέση µε τον στρατηγικό σχεδιασµό σε διάφορους τοµείς όπως της στρατιωτικής ισχύος (γεωστρατηγική), της οικονοµίας (γεωοικονοµίας), του φυσικού περιβάλλοντος, των δηµογραφικών τάσεων, κτλ.
Το 1956, µεσούντος του ελληνικού ένοπλου αγώνα για την Ένωση της Κύπρου µε τη Ελλάδα και αµέσως µετά την κρίση του Σουέζ, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ατνάν Μεντερές απεφάσισε να προσλάβει ως µόνιµο σύµβουλο του τουρκικού κράτους τον καθηγητή του Συνταγµατικού ∆ικαίου και βουλευτή του Λαϊκού Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος, Νιχάτ Ερίµ, και να του αναθέσει τη σύνταξη ενός στρατηγικού σχεδίου επί του οποίου θα στηριχθούν οι µακροχρόνιες επιδιώξεις της Τουρκίας στο Κυπριακό Ζήτηµα.
Ο Νιχάτ Ερίµ παρέδωσε στα τέλη του 1956 δύο εκθέσεις (24 Νοεµβρίου και 22 ∆εκεµβρίου) στον πρωθυπουργό Μεντερές. Εκείνες οι εκθέσεις του Νιχάτ Ερίµ απετέλεσαν το βασικό στρατηγικό σχέδιο βάσει του οποίου υλοποιήθηκε η τουρκική πολιτική επί του κυπριακού. Η πιο σηµαντική έκθεση είναι η πρώτη ενώ η δεύτερη υπεβλήθη ως συµπληρωµατική της πρώτης προκειµένου να δώσει απαντήσεις σε θέµατα κυρίως που αφορούσαν την υποβολή του Σχεδίου Ράντκλιφ.
Οι εκθέσεις εκείνες δηµοσιεύτηκαν και σχολιάστηκαν από τον ίδιο το Νιχάτ Ερίµ για πρώτη φορά στα αποµνηµονεύµατα του για το Κυπριακό µε τίτλο «Bildiğim ve gördüğüm ölçüler içinde Kıbrıs», («Η Κύπρος όπως την γνώρισα και την είδα» εκδ. Ajans-Türk Matbaacılık Sanayii, 1975), στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου. Μέρος των εκθέσεων αυτών πρωτοεµφανίστηκε στην ελληνική γλώσσα µε σχόλια στον δεύτερο τόµο του βιβλίου του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστηµίου Νεοκλή Σαρρή: «Η Άλλη Πλευρά: ∆ιπλωµατική χρονογραφία του διαµελισµού της Κύπρου µε βάση τουρκικές πηγές» (Εκδόσεις Γραµµή, 1982).
Το σχέδιο εκείνο έγινε αποδεκτό από όλες ανεξάρτητα τις τουρκικές κυβερνήσεις, αφού άλλωστε ήταν κρατική πολιτική, οι οποίες το ακολούθησαν µε αποτελεσµατικότητα, συνοχή, ενεργητικότητα και σταθερή προσήλωση στους στρατηγικούς στόχους.
Οι βασικοί πυλώνες των εκθέσεων ήταν:
 
1. Οι Τουρκικές διεκδικήσεις επί της Κύπρου δεν θα πρέπει να στηρίζονται σε νοµικά επιχειρήµατα αλλά σε πολιτικούς λόγους. Όµως, προκειµένου να µη δηµιουργείται πρόβληµα στις σχέσεις Βρετανίας – Τουρκίας – Ελλάδας, αν παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση στο νησί, η καλύτερη λύση είναι η µέση λύση, δηλαδή αυτή της διχοτόµησης.
2. Θα πρέπει η Τουρκία να επιµένει διεθνώς ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο διαφορετικές κοινότητες, η κάθε µια από τις οποίες έχει το δικαίωµα της ξεχωριστής αυτοδιάθεσης. Το µέλλον των δύο ξεχωριστών λαών, είτε ανεξαρτησία είτε ένωση µε την µητέρα-πατρίδα είτε συνέχιση της Βρετανικής κυριαρχίας, θα πρέπει να αποφασισθεί κατόπιν δηµοψηφίσµατος ξεχωριστά σε κάθε µια εκ των δύο.
3. Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει εφαρµοσθεί αφού πρώτα µετακινηθεί ο Ελληνικός πληθυσµός, έτσι ώστε να υπάγεται στη διοίκηση της αρεσκείας του. Τέτοια µετακίνηση δεν θα συνιστά αδικαιολόγητη ταλαιπωρία αλλά θα βοηθήσει να µην καταπατηθούν τα δικαιώµατα της Τουρκικής κοινότητας που σήµερα είναι µειοψηφική, επιπλέον θα ικανοποιηθεί η ασφάλεια της Τουρκίας και θα αποφευχθεί µια µελλοντική ελληνοτουρκική κρίση.
4. Η Τουρκία θα πρέπει να προσδιορίσει την προσφορότερη γι’ αυτήν µορφή διχοτόµησης λαµβάνοντας υπ’ όψη τα οικονοµικά και στρατιωτικά της συµφέροντα καθώς και τα συµφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωµιούς της νήσου θα πρέπει να συµµετέχει αναγκαστικά και η Τουρκία γιατί το θέµα σχετίζεται µε την ασφάλεια της καθώς και την πολιτική της στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα δεν µπορεί να ζητήσει το ίδιο δικαίωµα για την Τουρκική περιοχή διότι το νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.µ. ενώ από την Ελλάδα 600 ν.µ.
5. Θα πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη µετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Αφού η Τουρκία λάβει τα µέτρα της, το σύνολο του Τουρκικού πληθυσµού µπορεί να αυξηθεί στον αριθµό που ανερχόταν επί Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Τότε µόνο δεν θα ανησυχεί για την έκβαση του δηµοψηφίσµατος που θα γίνει είτε για τον καθορισµό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόµησης.
Ο Ισµαή Νιχάτ Ερίµ (1912 – 1980) επεσκέφθη την Κύπρο κατά την διάρκεια του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., έλαβε µέρος σε διάφορες συνοµιλίες σχετικές µε το Κυπριακό Ζήτηµα και το 1959 ήταν µέλος την τουρκικής αντιπροσωπείας στις διαπραγµατεύσεις που έλαβαν χώρα στη Ζυρίχη και κατέληξαν στις γνωστές συµφωνίες. Μεταξύ των ετών 1959 και 1960 ήταν επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπίας για την σύνταξη και επεξεργασία του Συντάγµατος της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας. Ο Ερίµ υπηρέτησε και στην έδρα του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ως επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας. Εκεί υπερασπίσθηκε τις θέσεις της Τουρκίας σχετικά µε το Κυπριακό. Ανέλαβε πρωθυπουργός της Τουρκίας µετά το πραξικόπηµα του 1971. ∆ολοφονήθηκε από δύο κοµµουνιστές της οργάνωσης Επαναστατική Αριστερά (Dev Sol) στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Ιουλίου 1980. Η δολοφονία του θεωρήθηκε ως πράξη αντεκδίκησης για αποφάσεις που έλαβε ως πραξικοπηµατικός πρωθυπουργός σχετικά µε θανατικές καταδίκες κοµµουνιστών και απετέλεσε την αφορµή για το πραξικόπηµα του τουρκικού στρατού στις 12 ∆εκεµβρίου 1980.
Οι δύο εκθέσεις που συνετάχθησαν το 1956, καθόρισαν ευδιάκριτους βραχυπρόθεσµους, µεσοπρόθεσµους και µακροπρόθεσµους στρατηγικούς στόχους από τους οποίους δεν απέκλινε η υουρκική εξωτερική πολιτική επί του Κυπριακού. Σε αυτό συνετέλεσαν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις των τελευταίων 61 ετών που δεν παρεξέκλιναν από τις βασικές αρχές, όπως επίσης και οι αντίστοιχες στρατιωτικές ηγεσίες που όποτε κλήθηκαν έδωσαν λύσεις χωρίς την όποια πολιτική παρέµβαση.
Σύµφωνα µε τα αποµηνοµονεύµατα του Ερίµ1 , στις 16 Νοεµβρίου 1956 ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Αντάν Μεντερές είχε προτείνει στο καθηγητή τη θέση του ειδικού συµβούλου της κυβέρνησης για το Κυπριακό. Ο Ερίµ παρόλο ήταν ταυτόχρονα βουλευτής του αντιπολιτευοµένου Λαϊκού Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος αποδέχθηκε την πρόταση γιατί θεώρησε ότι η απόφασή του είχε εθνικό χαρακτήρα.
Όπως ο ίδιος γράφει στα αποµνηµονεύµατά του «ο Μεντερές κατά τη συνάντησή µας στο γραφείο της πρωθυπουργίας, µετά από πολλές φιλοφρονήσεις που µε κολάκευσαν, µού έδωσε τις εξής κατευθύνσεις προκειµένου να τις επεξεργαστώ:
1)Να παραµείνει η Κύπρος κάτω από σηµερινό καθεστώς, δηλαδή αγγλική αποικία.
2)Εάν πρόκειται να εγκαταλείψουν οι Άγγλοι την Κύπρο θα πρέπει το νησί να επιστραφεί στην Τουρκία.
3)Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν να πραγµατοποιηθεί θα πρέπει να επιδιώξουµε την διχοτόµηση της νήσου.
4)Να επεξεργαστούµε το ενδεχόµενο της αυτοκυβέρνησης (σ.τ.µ. προφανώς εννοεί την ανεξαρτησία).
5)Θα πρέπει να αποτρέψουµε οπωσδήποτε την ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός κατά τη συνάντησή µας µού ανέφερε ότι φιλικά διακείµενα κράτη προς την Τουρκία, όπως το Πακιστάν, µάς εξέφρασαν την υποστήριξή τους και µας συνιστούσαν να στηρίξουµε τη θέση µας πάνω σε ισχυρά νοµικά ερείσµατα.
Αφού µελέτησα επισταµένα τους φακέλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, οι οποίοι αφορούσαν το Κυπριακό κατέληξα στην σύνταξη µίας έκθεσης στην οποία ανέπτυσσα προς τον πρωθυπουργό το πώς αντιλαµβανόµουν προσωπικά το κυπριακό ζήτηµα και επεσήµανα την ανάγκη διαµόρφωσης µίας ισχυρής νοµικής βάσης στις διεκδικήσεις µας.»
Η πρώτη έκθεση του Νιχάτ Ερίµ
 
Στην έκθεσή µου, ηµεροµηνίας 24 Νοεµβρίου 1956, την οποία υπέβαλα στην κυβέρνηση, επισηµαίνω τα σηµεία εκείνα που θεωρώ ότι είναι τα πιο σηµαντικά. Η υποστήριξη της θέσης να παραµείνει η Κύπρος µε το σηµερινό καθεστώς, δηλαδή αγγλικά χέρια, δεν θα βρει υποστηρικτές στα Ηνωµένα Έθνη. Το σύνθηµα στις διεθνείς σχέσεις την εποµένη του Μετά τον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο έχει κυριαρχήσει η άποψη ότι θα πρέπει να καταργηθεί η αποικιοκρατία. Επί πλέον, το άρθρο 73 του Καταστατικού Χάρτου των Ηνωµένων Εθνών επιβάλλει στην Αγγλία το καθήκον της εξασφαλίσεως της αυτοδιοικήσεως. Άλλωστε και η Αγγλία από την αρχή της κρίσεως άλλαξε γρήγορα την στάση της και δέχτηκε την αυτοδιάθεση µε την µορφή της αυτοδιοικήσεως. ∆εν είναι ορθό η Τουρκία προβάλλοντας πάνω στην Κύπρο γεωγραφικά, ιστορικά και στρατηγικά δικαιώµατα να υποστηρίζει την θέση ότι το νησί πρέπει να παραµείνει αποικία της Βρετανίας. Η Τουρκία υποστηρίζοντας αυτή την πρώτη άποψη πρέπει να δώσει σ΄ αυτή την ακόλουθη επιχειρηµατολογία:
Η κυριαρχία της Κύπρου να παραµείνει στη Βρετανία, αλλά εξυπακούεται ότι πρέπει ν΄ αναγνωρίσει το δικαίωµα της αυτοκυβέρνησης στον λαό της.
Το πώς πρέπει και τι µορφή θα πρέπει να έχει η αυτοκυβέρνηση αυτή θα αναπτύξω πιο κάτω εκθέτοντας τις επ΄ αυτού απόψεις µου.
Η Βρετανία μπορεί να παραχωρήσει µόνο σε µας την Κύπρο.
Την άποψη αυτή θα πρέπει να υποστηρίζει από την αρχή η τουρκική κυβέρνησή. Τα γεωγραφικά, ιστορικά και κυρίως στρατηγικά αίτια είναι λογικά. Η σηµασία της νήσου για τις ένοπλες δυνάµεις της ξηράς, του ναυτικού και της αεροπορίας απεδείχθη κυρίως και ενεργώς κατά την διάρκεια της κρίσης του Σουέζ. Η ασφάλεια της Τουρκίας, η λειτουργία του Συµφώνου της Βαγδάτης (CENTO) και του ΝΑΤΟ σχετίζονται στενά µε το ποιος κατέχει τη Κύπρο.
Η νοµική επιχειρηµατολογία που στηρίζεται στην Συνθήκη της Λωζάννης µου φάνηκε πενιχρή. Το άρθρο 20 της Συνθήκης ανεπιφύλακτα παραχωρεί την κυριαρχία επί της Κύπρου στη Βρετανία. Ακόµη και στην περίπτωση που δεν θα αναφερθεί στο άρθρο 16 όπως έπραξε η Ελλάδα, ήδη µε το άρθρο 20 έχουν κλείσει οι δρόµοι για τους νοµικούς ισχυρισµούς της Τουρκίας. Έναντι τούτου µπορεί κανείς να υποστηρίξει µια αντίθεση που η απόρριψή της δεν είναι εύκολη. Εκτός αυτού υπάρχει και έτερο µειονέκτηµα της εξετάσεως του όλου θέµατος εντός των πλαισίων της Συνθήκης της Λωζάννης: η Συνθήκη δεν είναι δυνατόν να µετατραπεί άνευ της συγκαταθέσεως των λοιπών συµβαλλοµένων µερών. ∆ηλαδή η υπόθεση δεν εναπόκειται µόνο στην Αγγλία, την Τουρκία και την Ελλάδα. Παρ΄ όλα ταύτα αν αποδοθεί στην Ελλάδα η Κύπρος, είναι πολύ ισχυρή, από απόψεως πολιτικής σκοπιµότητας η θέση κατά την οποία η πολιτική και στρατηγική ισορροπία την οποία εγκαθιστά η Συνθήκη της Λωζάννης θα διασαλευθεί πλήρως σε βάρος της χώρας µας. Στην προκειµένη περίπτωση η θέση αυτή αποκτά µεγάλη σηµασία. Η κυβέρνησή µας διασαφηνίζοντας τούτο εξ αρχής έχει ενεργήσει πολύ ορθά. Είναι µάλιστα πολύ θετικό το γεγονός κατά το οποίο ο αξιότιµος κ. πρωθυπουργός ανέφερε στις 28 Ιουνίου του 1956 στον Άγγλο πρέσβυ ότι εφ΄ όσον ζητείται η διασάλευση της ισορροπίας η οποία έχει δηµιουργηθεί µε τη Συνθήκη της Λωζάννης θα πρέπει να λάβουν χώρα διµερείς διαπραγµατεύσεις µε την Ελλάδα προς συζήτηση όλων των θεµάτων που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (το αυτό αίτηµα προβάλλεται αυτούσιο και σήµερα). Το αίτηµά µας αυτό στην συνέχεια έχει αναπτυχθεί στους Άγγλους και τους Αµερικανούς κατά τρόπον περισσότερο ευκρινή: έχοντάς τους δηλαδή καταστήσει ενήµερους ότι πρόκειται να ληφθούν ανά χείρας τα θέµατα της ∆υτικής Θράκης, του Πατριαρχείου των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και ορισµένων νήσων του Αιγαίου. Αυτό κρίνεται πολύ εποικοδοµητικό. Το καλύτερο όπλο µας κατέναντι των Ελλήνων είναι αυτά τα θέµατα. Γιατί τώρα πλέον επέστη ο καιρός να γίνουµε περισσότερο σαφείς εις τα εν λόγω θέµατα.
Επισηµαίνοντας πιο πάνω ότι η Συνθήκη της Λωζάννης δεν µπορεί να προβληθεί από µέρους µας σαν νοµική θεµελίωση του Κυπριακού προς όφελός µας, δεν εννοώ να παραιτηθούµε απ΄ό,τι µέχρι στιγµής έχουµε κάνει. Στην 9η Σύνοδο της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωµένων Εθνών ο Άγγλος αντιπρόσωπος ανέπτυξε τις απόψεις του σύµφωνα µε τις Τουρκικές θέσεις. Όπως µάλιστα σηµειώνει ο αρχηγός της αντιπροσωπείας µας σε λεπτοµερειακή έκθεση που απέστειλε προς το υπουργείο των Εξωτερικών, η άποψη αυτή έχει ασκήσει αρνητική έναντι της Ελλάδος επιρροή πάνω σε ορισµένες χώρες της Λατινικής Αµερικής.
Επειδή τα Ηνωµένα Έθνη δεν είναι δικαστήριο, οι παρόµοιοι ελιγµοί, µπορεί να αποδειχτούν κατά την θέση τους δυνατοί και χρήσιµοι. Αλλά δεν πρέπει να λησµονήσουµε την ουσία του θέµατος. Ο αρχηγός της αντιπροσωπείας µας έχει εισηγηθεί την γνωµάτευση από µέρους διαφόρων άλλων νοµικών της χώρας µας επί των άρθρων 16 και 20 της Συνθήκης της Λωζάννης. Ρώτησα τους αρµόδιους υπαλλήλους και δεν έχει, για την ώρα ζητηθεί κάτι τέτοιο.
Οπωσδήποτε θα είναι χρήσιµη από κάθε άποψη µια παρόµοια γνωµοδότηση και είναι δυνατό να προφθάσει τις συζητήσεις που θα διεξαχθούν στη Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών.
Η πλέον αποτελεσµατική αντίκρουση της προτάσεως της Τουρκίας περί επιστροφής της Κύπρου στην Τουρκία, στον ηθικό τοµέα είναι η Αυτοδιάθεση που αποτελεί µιαν αρχή παγκόσµια αποδεκτή µε ισχύ δόγµατος. Επειδή σήµερα (η υπογράµµιση είναι δική µου) στην Κύπρο οι Έλληνες είναι πλειοψηφία, το εµπόδιο που καθιστά εντελώς αδύνατη την επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία από πλευράς Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωµένων Εθνών είναι η Αυτοδιάθεση. Αντίθετα, επειδή η Αυτοδιάθεση ακόµη είναι συγκεχυµένη ως προς τον ορισµό και την εφαρµογή της, δεν έχει ισχύ τέτοια ώστε να εγκαταλείψει την τύχη της Κύπρου στο κέφι (δηλαδή στη διάθεση) των Ελλήνων. Κατωτέρω στην παράγραφο 5 θα διατυπωθεί διεξοδικότερα. Σε συντοµία:
Η απόδοση της Κύπρου στην Τουρκία δεν στηρίζεται σε νοµικά αίτια, αλλά σε πολιτικά, δηλαδή δεν θα προκληθούν νοµικά, αλλά πολιτικά αποτελέσµατα. Η Τουρκία πρέπει µέχρι τέλους να διατηρήσει τις αξιώσεις της. Πρέπει να λεχθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία θα της αποδοθεί η Κύπρος ο λαός της θα απολαµβάνει ίσων δικαιωµάτων, δίχως διάκριση θρησκεύµατος, φυλής και οικογενειακής καταγωγής.
Η Ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα ή η επιστροφή της στην Τουρκία; Αποτελούν τις δύο αποµακρυσµένες πιθανότητες. Εάν δεν κατορθωθεί να διαφυλαχθεί το status quo, η Αγγλία θα θελήσει να κλείσει το θέµα, προσωρινά µε την αυτοδιοίκηση. Αλλά µια και άνοιξε το Κυπριακό, ούτε από πλευράς της Ελλάδος, µήτε από πλευράς της Τουρκίας θα λήξει µε την αυτοδιοίκηση. Οι σχέσεις των τριών χωρών γι΄ αυτήν την αιτία θα δηλητηριάζονται συνεχώς. Η εξεύρεση λύσεως και η διευθέτηση του προβλήµατος σε µια µέση και συµπεφωνηµένη λύση, θα είναι αφ΄ ενός µεν σύµφωνη προς τις αρχές της δικαιοσύνης, αφ΄ ετέρου δε θα αποτελεί κάτω από τις παρούσες συνθήκες, την µόνη πολιτικά δυνατή διέξοδο. Αποτελεί µια διευθέτηση η οποία προσιδιάζει στον ρεαλισµό και στην διευθετική προσπάθεια της Αγγλίας. Και η µέση αυτή λύση είναι η διχοτόµηση της Κύπρου (η υπογράµµιση ανήκει σε µένα).
Η ιδέα της διχοτοµήσεως έχει συζητηθεί και µελετήθηκε σε ορισµένες µυστικές, επίσηµες και ανεπίσηµες διαπραγµατεύσεις µεταξύ της Τουρκίας, της Ελλάδος, της Αγγλίας και της Αµερικής.
Ο Βέλγος υπουργός των Εξωτερικών Σπάακ έχει προτείνει επί του προκειµένου την µεσολάβησή του. Απ΄ ό,τι πληροφορούµαι εκ της µελέτης των φακέλων, η Ελλάδα σκέπτεται να εγκαταλείψει στην Τουρκία έναν στενό διάδροµο στα βόρεια της νήσου. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας σερ Για Κίρκ Πάτρικ µε µια γραµµή που έσυρε από Βορρά προς Νότο θέλησε να διαµοιράσει τη νήσο εξ ηµισείας και να δώσει το µεν ανατολικό µέρος στην Ελλάδα, το δε δυτικό στην Τουρκία. Ο αξιότιµος πρωθυπουργός (Μεντερές) του ανέφερε ότι είναι της ιδέας να απαιτήσουµε την διχοτόµηση εξ ηµισείας. Το πρόβληµα το έθεσε στον στρατηγό Χόλµς (πρόκειται για τον αρχηγό της C.I.A. επί Νίξον) ο οποίος είχε έλθει εδώ σαν εκπρόσωπος του Ντάλλες, µε µια εξαιρετικά επιφυλακτική γλώσσα και ωσάν να ήτο πιθανόν να πραγµατωθεί. Η διχοτόµηση της Κύπρου, κατά βάση, µεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, ίσως και µε την παραχώρηση στην Αγγλία µιας περιοχής για στρατιωτικές βάσεις (πράγµα που έγινε άλλωστε, µε την Συνθήκη του Λονδίνου) σηµαίνει την εφαρµογή της αρχής της αυτοδιαθέσεως κατά τρόπον δίκαιο. Και να γιατί:
Ο πληθυσµός της Κύπρου µπορούµε να πούµε ότι αποτελείται από 481 χιλιάδες Ορθοδόξους Χριστιανούς Ελληνόφωνους και 100 χιλιάδες Τούρκους Μουσουλµάνους. Το σύνολο των λοιπών στοιχείων ανέρχεται σε 10 χιλιάδες. Κατά συνέπεια στην Κύπρο ζουν η µια εντός της άλλης δύο διαφορετικές κοινότητες, δύο διάφορες ολότητες, δύο ενότητες. ‘Όταν θα γίνει µια κανονική διχοτόµηση, εκάστη των δύο αυτών διακεκριµένων κοινοτήτων πιθανότατα θα προτιµήσει την κυριαρχία του κράτους το οποίο θεωρεί σαν Μητέρα-πατρίδα της. ∆ηλαδή τόσο η ελληνική κοινότητα, όσον και η τουρκική κοινότητα, θα κάµουν ελευθέρα χρήση του δικαιώµατος της αυτοδιάθεσεως τους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, δεν θα τεθεί αναγκαστικά κάτω από την κυριαρχία ενός κράτους ή µια µειονότητα, η οποία αποτελεί πλήρως µια ξεχωριστή ολότητα και το οποίο κράτος αρµόζει σ΄ αυτήν, µόνο και µόνο γιατί τούτο αποτελεί την βούληση της πλειοψηφίας.
Ο Βενιζέλος στη διάσκεψη της Λωζάνης είχε απορρίψει την πρόταση της Τουρκίας περί διενέργειας δηµοψηφίσµατος στην Δυτική Θράκη, µε το πρόσχηµα ότι η εν λόγω περιοχή δεν είναι οµογενής αλλά ετερογενής, δηλαδή ο πληθυσµός της είναι µικτός. Η Κύπρος από αυτή την άποψη έχει οµοιότητα µε την Δυτική Θράκη. Εάν σήµερα το επιτρέψει η νοοτροπία των Ηνωµένων Εθνών, η εφαρµογή της θέσεως την οποία υποστήριξε ο Βενιζέλος στη Λωζάννη θα οδηγήσει στην άνευ δηµοψηφίσµατος προσάρτηση της Κύπρου στην Τουρκία. Αλλά σήµερα φαίνεται αδύνατον να επιβάλουµε µια λύση η οποία αντιτίθεται προς την αρχή της αυτοδιαθέσεως.
Κατά συνέπεια την αυτοδιάθεση πρέπει να την διατηρήσουµε µέχρι τέλους και να διαφυλάξουµε την δικαιοσύνη. Το ερώτηµα θα τεθεί ξεχωριστά στις δύο κοινότητες, και για εκείνους που θα παραµείνουν στην ελληνική περιοχή της Κύπρου θα είναι:
1.Ανεξαρτησία;
2.Ένωση µε την Ελλάδα;
3.Αποδοχή της βρετανικής διοικήσεως;
4.Επιθυµείτε τίποτε άλλο;
Εις τους Τούρκους της τουρκικής περιοχής θα ερωτηθούν τα ίδια πράγµατα, µε την τροποποίηση της δεύτερης ερωτήσεως. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η θεωρητική αρχή της αυτοδιαθέσεως βρίσκει την πλέον προηγµένη έµπρακτη εφαρµογή της.
Τα διάφορα προβλήµατα που θα προκύψουν από τη διχοτόµηση, µπορούν να διευθετηθούν και πάλι µε ένα πλέον φιλελεύθερο και ευρύ πνεύµα. Μπορούµε να πούµε, ότι στην περίπτωση κατά την οποία µια παρόµοια πρόταση θα υποβαλλόταν στη Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών και µε την προϋπόθεση ότι θα τύχαινε της απευθείας υποστηρίξεως των ενδιαφεροµένων χωρών, θα ήταν δυνατόν να γίνει πλήρως αποδεκτή. ∆ιαφορετικά θα είναι και πάλι εφικτή η διευθέτηση του προβλήµατος κατόπιν συνεννοήσεως µεταξύ των ενδιαφεροµένων κρατών. Η Ελλάς δύναται να µην προσεγγίζει την εξ ηµισείας διχοτόµηση. Έναντι τούτου υπάρχουν αδιάσειστοι ισχυρισµοί.
Η αρχή της αυτοδιαθέσεως θα εφαρµοστεί διά της συγκεντρώσεως όλων των Ελλήνων στην ίδια περιοχή που θα εξασφαλιστεί η διαβίωση των κάτω από την διοίκηση της αρεσκείας των. Είναι αναπόφευκτη µια ανταλλαγή πληθυσµών, η οποία πραγµατουµένη σε µικρή κλίµακα και αναλογικά σε κοντινή απόσταση, θα διαφυλάξει το αυτό περιβάλλον και τις αυτές κλιµατολογικές συνθήκες. ∆εν αποτελεί άσκοπη ταλαιπωρία ή µετακίνηση µιας µερίδας ανθρώπων προς τον σκοπό της µη καταπατήσεως του δικαιώµατος της αυτοδιαθέσεως της τουρκικής κοινότητας, σήµερα ευρισκόµενης σε µειοψηφία, της παροχής δυνατοτήτων προς προάσπιση της ασφαλείας της Τουρκίας κα της εξαφανίσεως µιας σοβούσης κρίσεως, η οποία και µελλοντικά µπορεί να ταλαιπωρεί από την ίδια πάντοτε αιτία. Κυρίως, αν λάβει κανείς υπ΄όψη του ότι η προτεινόµενη µετακίνηση των πληθυσµών θα γίνει µε τα σηµερινά τεχνικά µέσα και τις υπάρχουσες ανέσεις.
Η υποστήριξη της ιδέας περί διχοτοµήσεως της Κύπρου συντελείται µε τη νοµική και ανθρωπιστική αρχή της αυτοδιαθέσεως. Η πολιτική σκοπιµότητα που ενισχύει το σχέδιο αυτό, είναι η ανάγκη να βρίσκεται η στρατιωτική ισχύς της νήσου σε στιβαρά και ανώτερα χέρια, προς προάσπιση των συµφερόντων και της ασφάλειας της Τουρκίας, του συµφώνου της Βαγδάτης (είναι το µετέπειτα CENTO) και του ΝΑΤΟ. Λαµβάνοντας υπ΄ όψη µας την πιθανότητα της αποδοχής της προτάσεως περί διχοτοµήσεως της Κύπρου, θα πρέπει από τούδε η Τουρκία να καθορίσει µέσω των αρµοδίων υπηρεσιακών παραγόντων, λαµβάνουσα υπ΄όψη της τα στρατιωτικά, οικονοµικά συµφέροντά της και τα συµφέροντα του τουρκικού πληθυσµού της Κύπρου, ποια µορφή διχοτοµήσεως θα είναι προσφορότερη γι΄ αυτήν. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Έλληνες της Κύπρου θα πρέπει να συµµετέχει και η Τουρκία, καθότι θα σχετίζεται προς την ασφάλεια της Τουρκίας και της Εγγύς Ανατολής. Το αυτό δικαίωµα δεν είναι δυνατόν να το ζητήσει η Ελλάδα, για την τουρκική περιοχή, διότι η νήσος απέχει από την Ανατολία 45 µίλια, ενώ του Πειραιά 600.
Στην συνέχεια η έκθεση αναφέρεται στο σχέδιο συντάγµατος που επεξεργάστηκε ο λόρδος Ράντκλιφ και το οποίο, όπως είχε ανακοινωθεί στις 13 Νοεµβρίου 1956 είχε ήδη υποβληθεί στην Βρετανική Κυβέρνηση. Ο Ερίµ σχολιάζει:
«Το σύνταγµα έχει συνταχθεί υπό του Ράντκλιφ µε σκοπό την εξασφάλιση αυτοκυβέρνησης. Άλλωστε και οι διακοπείσες διαπραγµατεύσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου µε τον Κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη σερ Τζων Χάρτινγκ περιστρέφονταν γύρω απ΄ αυτό το θέµα. Η αγγλική κυβέρνηση έχει δηλώσει ανοιχτά ότι ύστερα από ένα ορισµένο χρονικό διάστηµα θα δώσει την ευκαιρία για την αυτοδιάθεση. Μπορεί να µην φαίνεται επιλήψιµο ότι στο σύνταγµα δεν θα περιληφθεί διάταξη κατά την οποία ξεκάθαρα θα αναφέρεται σαν όρος της αναγνωρίσεως στην τουρκική κοινότητα η αυτοδιάθεση. Μολοντούτο αυτό πρέπει να προβλεφθεί µόνο µε την λήψη των ακολούθων µέτρων:
α)Ο πρώτος όρος για την αυτοκυβέρνηση, όπως δεν παύει να διαδηλώνει από την αρχή η κυβέρνησή µας, είναι η διακοπή της τροµοκρατίας από µέρους των Ελλήνων. Πρέπει να περάσει οπωσδήποτε ένας χρόνος ειρήνευσης και µετά να εφαρµοστεί η αυτοκυβέρνηση.
β)Το γεγονός ότι δεν διεξάγονται συνοµιλίες και µε τον εκπρόσωπο της Τουρκικής κοινότητας αντίκειται στο άρθρο 73 του Καταστατικού χάρτη του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών.
γ)Την εφαρµογή του καθεστώτος της αυτοκυβερνήσεως πρέπει να επιβλέπει επιτροπή που θα αποτελείται από αντιπροσώπους της Τουρκίας, της Αγγλίας και της Ελλάδος.
δ)Στο καθεστώς της αυτοδιαθέσεως πρέπει να εµµείνουµε, για την ελευθέρα παλινόστηση των Τούρκων από το εξωτερικό προς την Κύπρο – τούτο βεβαίως θα αναγνωρισθεί και στους Έλληνες. Εάν κατά την εξέταση του ζητήµατος διαπιστωθεί ότι η παροχή του δικαιώµατος αυτού θα αυξήσει περισσότερο τον τουρκικό από τον ελληνικό πληθυσµό της Κύπρου, θα πρέπει να γίνεται εµµονή στο αίτηµα.
ε)Το δικαίωµα αυτό είναι πολύ σηµαντικό για το µελλοντικό δηµοψήφισµα προς πραγµατοποίηση της αυτοδιαθέσεως. Κατά το δηµοψήφισµα που θα λάβει χώρα µετά 10ετία και υπό την προϋπόθεση πως θα συµπεριφερθούµε επιφυλακτικά, παίρνοντας τα µέτρα µας, το σύνολο των Τούρκων µπορεί να αυξηθεί σε ποσοστό όµοιο µε εκείνο που ήταν επί Οσµανικής διακυβερνήσεως.
«Τότε δεν θα ανησυχούµε από το δηµοψήφισµα που θα γίνει προς τον σκοπό είτε του καθορισµού της τύχης του συνόλου της νήσου, είτε της διχοτοµήσεως (η υπογράµµιση είναι δική µου). Για το σύνταγµα της αυτοκυβερνήσεως, µπορούµε να επωφεληθούµε από την έκθεση που συνέταξε το Ινστιτούτο ∆ιεθνών Σχέσεων της Σχολής των Πολιτικών Επιστηµών».
Ο Νιχάτ Ερίµ επεξηγεί τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας:
 
Η περίπτωση που ουδέποτε θα δεχθεί η Τουρκία είναι η διάνοιξη της οδού για την προσάρτηση της νήσου στην Ελλάδα υπό το πρόσχηµα της παροχής στους κατοίκους της Κύπρου του δικαιώµατος της αυτοδιαθέσεως. Τυγχάνει τόσο πρόδηλη η εγγύτητα της Κύπρου, τόσο υλικώς όσο και πνευµατικώς προς την πατρίδα µας, ούτως ώστε η εγκατάλειψη της νήσου στην Ελλάδα µε την πρόφαση και µόνο της εφαρµογής της αυτοδιαθέσεως, αποτελεί παραγνώριση, ακόµη και κλονισµό, της ζωτικής ανάγκης ασφάλειας της Τουρκίας που σήµερα µεν έχει 25.000.000 (1956), στο εγγύς όµως µέλλον θα έχει 30 – 40.000.000 πληθυσµό. Για να αποτρέψουµε κάτι παρόµοιο κρίνεται σκόπιµο σαν πολιτικό µέτρο να ληφθεί το εξής: Να υποµνησθούν στους συµµάχους και τους φίλους µας µε πρώτους και καλύτερους τους Αµερικανούς, τα πιο κάτω σηµεία:
Η εγκατάλειψη της Κύπρου στην Ελλάδα ή µια µεταβολή στο σηµερινό καθεστώς της Μεγαλονήσου, δίχως την προηγούµενη έγκριση και συγκατάθεση της Τουρκίας, θα απαιτήσει την αναγκαιότητα της αναθεωρήσεως της συνθήκης της Λωζάννης από την άποψη των σχέσεων µε τους Έλληνες. Επειδή θα δυσχερανθεί η άµυνα της Ανατολίας θα απαιτήσει την εκ νέου εξέταση όλων των διεθνών µας υποχρεώσεων και την επανεκτίµηση του µέτρου της στρατιωτικής µας αντοχής.
Όσον αφορά την διευκρίνιση των αρχών που πρέπει να διέπουν το µέλλον της Κύπρου:
 
α)∆εν υπάρχει ένας διεθνής κανόνας θετικού δικαίου ο οποίος να επιτάσσει την οπωσδήποτε εγκατάλειψη της τύχης της νήσου στη βούληση των Ελλήνων, οι οποίοι σήµερα αποτελούν την πλειονότητα. Η πλειοψηφία στην νήσο κατά την ιστορία και κατά καιρούς ανήκε πότε στους Τούρκους, πότε στους Έλληνες. Τα τελευταία 50 µε 60 χρόνια, επειδή οι Έλληνες προστατεύονταν και λόγω του ότι οι Τούρκοι αδικούνταν, αισθάνθηκαν την ανάγκη να εγκαταλείψουν κατά σωρούς την νήσο. Εάν αναγνωρισθούν δικαιώµατα, η τουρκική κοινότητα µπορεί να διευρυνθεί γοργά, και πρέπει να διευρυνθεί.
β)Η Αυτοδιάθεση αποτελεί µια ιδανική αρχή: Έχει συµπεριληφθεί κατά τρόπο αµφίβολο και συγκεχυµένο ανάµεσα στους σκοπούς και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών (Άρθρο Ι παρ. ΙΙ). Στο τµήµα του ίδιου χάρτη που αναφέρεται στις αποικίες (άρθ. 73, παρ. β), µνηµονεύεται η αυτοδιοίκηση, δεν αναφέρεται όµως η αυτοδιάθεση. Για την αυτοδιοίκηση µάλιστα έχει προστεθεί ο ακόλουθος όρος: (στα αγγλικά λέγεται: Particular circumstances of each territory): πρέπει να ληφθούν υπ΄ όψη οι ειδικές συνθήκες κάθε χώρας. Στην Κύπρο επικεφαλής των ειδικών συνθηκών έρχεται η ύπαρξη των δύο διαφορετικών λαών.
Ο πληθυσµός αποτελείται από δύο διαφορετικές κοινότητες. Εάν παραδοθεί η Τουρκική κοινότητα στην θέληση της Ρωµαϊκής κοινότητας η οποία για την ώρα είναι σε πλειοψηφία (η υπογράµµιση ανήκει σε µένα), και να τεθεί υπό την κυριαρχία µιας διακυβερνήσεως που δεν επιθυµεί, αντίκειται στις ειδικές συνθήκες.
Άλλωστε, το γεγονός κατά το οποίο η χώρα (δηλαδή η Territory) ευρίσκεται πολύ κοντά στην Τουρκία και έχει ζωτική σηµασία για την ασφάλειά µας αποτελεί ειδική συνθήκη που δεν µπορεί κανείς να παραβλέψει, και που πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψη, ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρµογή του άρθρου 73.
Επειδή η Κύπρος θεωρείται ένα µέρος όπου µόνο για την Αυτοκυβέρνηση θεωρείται εντός των διατάξεων του ΙΙ κεφαλαίου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών, εάν µείνουµε πιστοί στο κείµενο του Χάρτη, η Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών δεν επάγεται να αναγνωρίσει αυτοδιάθεση στην Μεγαλόνησο. Εάν επιδιωχθεί κάτι τέτοιο, τότε θα αντίκειται στον αναφερόµενο χάρτη. Γιατί κατά τον καταστατικό χάρτη του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών η αυτοδιάθεση, δηλαδή η ανεξαρτησία (independence) έχει επιφυλαχθεί στις χώρες που τελούν υπό κηδεµονία (κεφάλαιο 12 αριθµός 76β).
Ο χάρτης των Ηνωµένων Εθνών µπορεί να εφαρµοστεί αποκλειστικά και µόνον για την αυτοκυβέρνηση. Και στην περίπτωση όµως αυτή πρέπει να υπολογισθούν οι συνθήκες που προβλέπονται στο άρθρο 73 παραγρ. β. Στην Κύπρο δεν µπορεί να εφαρµοσθεί το άρθρο 76. Γιατί η δεύτερη δεν τελεί υπό κηδεµονία.
Πόσο µάλλον που τόσο το άρθρο 73 όσο και το άρθρο 76 θέτει τον ακόλουθο ευδιάκριτο όρο: (Particular circumstances of each territory and its people), (Each territory and its peoples). Πρέπει να επιµείνουµε µε προσοχή πάνω σ΄ αυτή την έκφραση. Στα άρθρα 73 και 76 του καταστατικού χάρτη του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ανάγεται σε εκάστη χώρα (territory), δηλαδή στον ενικό, και στους «λαούς τους» (and its peoples), που σηµαίνει ότι προέβλεψε την δυνατότητα διαβιώσεως επί της αυτής χώρας περισσοτέρων του ενός λαού και γι΄ αυτούς αναγνώρισε ξεχωριστή αυτοκυβέρνηση ή αυτοδιάθεση. Εάν για κάθε χώρα προέβλεπε µόνο µια κοινότητα, µόνο ένα λαό, τότε θα χρησιµοποιούσε αντί της έκφρασης (territory and its peoples) την έκφραση (territory and its people). Είναι γνωστό ότι κάθε λέξη και κάθε σηµείο ενός βασικού κειµένου όπως είναι ο καταστατικός χάρτης των Ηνωµένων Εθνών έχει καθοριστεί ύστερα από πολύ µακρές συζητήσεις. Η λέξη «λαοί» (peoples) δεν έχει τεθεί τυχαία. Άλλωστε, αρχικά ενώ στην διατύπωση του άρθρου 76 η λέξη (people) ήταν ενικός (πρακτικά της ∆ιασκέψεως του Αγίου Φραγκίσκου τόµος 10, σελίδα 453), ύστερα από Αµερικανική πρόταση έγινε πληθυντικός (peoples), (σελίδα 514). Κατά συνέπεια από την Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών µπορεί να ζητηθεί όχι η αυτοδιάθεση, αλλά η αυτοκυβέρνηση. Όποια όµως αρχή και να εφαρµοστεί, επειδή ο Τουρκικός πληθυσµός της νήσου (people), αποτελεί µια διαφορετική συνολική ενότητα (entite), αντίκειται προς το άρθρο του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών, προς την προσπάθεια να συρθεί πίσω από την πλειοψηφία των Ρωµηών.
Από τους φακέλους και τα έγγραφα που µου επιδείχθηκαν και που αναφέρονται στις µέχρι σήµερα συζητήσεις και επαφές, δεν βρήκα καµµιά ένδειξη περί του ότι οι αντιπρόσωποι της Τουρκίας έχουν λάβει τον καταστατικό Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών από αυτή την πλευρά. Υποβάλλεται στην υψηλή σας εκτίµηση η απλή νοµική σκέψη επί των άρθρων 73 και 76 ώστε να ερευνηθούν ανάλογα από µέρους της παρά τα Ηνωµένα Έθνη Αντιπροσωπείας µας.
Στην Επιτροπή των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων των Ηνωµένων Εθνών έχουν διεξαχθεί συζητήσεις επί της αυτοδιαθέσεως. Έχει σηµειωθεί βαθειά διαφορά απόψεων µεταξύ των αντιπροσωπειών. Έχει λεχθεί ότι για την εφαρµογή των άρθρων 73 και 76 παρίσταται ανάγκη εφαρµογής ορισµένων πρακτικών συνθηκών. Ζητήθηκε να γίνει περιγραφή των όρων του Έθνους και του Λαού.
Απαιτείται µια προγενέστερη διευκρίνιση και ερµηνεία από µέρους της Γενικής Συνελεύσεως προς µερικά θέµατα πριν από τα άρθρα 73 και 76. Μέχρι στιγµής δεν έχει γίνει. Οι συγγραφείς συνιστούν να είµαστε πολύ επιφυλακτικοί στην εφαρµογή αυτών των δύο εννοιών και προβάλλουν διάφορα µειονεκτήµατα, διάφορες απόψεις. Σε συντοµία: Η αρχή που προαναφέρθηκε απέκτησε πρακτική νοµική σηµασία και δεν έχει λάβει την ιδιότητα ενός κανόνα θετικού δικαίου. Σαν µια ιδανική αρχή, ηθική αξία διαδεδοµένη στον κόσµο αποτελεί µια αµφίβολη και ιερή έννοια που επιδιώκεται από τα κράτη η χρησιµοποίησή της σαν όπλο στην εξυπηρέτηση των πολιτικών των τερτιπιών.
Όταν το θέµα θα γίνει αντικείµενο διεθνών συζητήσεων, δεν στερείται χρησιµότητας να θέσουµε αυτό το ερώτηµα: Μπορεί να γίνει οπωσδήποτε αποδεκτό το δικαίωµα της αυτοδιαθέσεως πάντοτε και παντού ώστε ένας λαός µιας χώρας που δεν είναι οµοιογενής να καταλείπει την πολιτική ανεξαρτησία του και την ελευθερία του σ΄αυτό τον τοµέα, σ΄ ένα άλλο κράτος; Εάν αυτός είναι ένας κανόνας, τότε υπάρχουν καταστάσεις που κατ΄ εξαίρεση φαλκιδεύεται. Η Αυστρία µετά τον πρώτο και δεύτερο Παγκόσµιο πόλεµο έχει στερηθεί της νοµικής δυνατότητας να ενωθεί µε την Γερµανία. Τα αίτια που έρχονται κατά νου για την Αυστρία υπάρχουν και πολύ περισσότερα αναφορικά µε την Κύπρο. Όταν ένα ισχυρό έθνος και κράτος 8-10 εκατοµµυρίων που βρίσκεται στο µέσο της Ευρώπης και που το σύνολό του µιλεί Γερµανικά και θεωρείται ότι είναι Γερµανικής καταγωγής, δεσµεύεται µε µια τέτοια φαλκίδευση, µπορούν να στερηθούν µέχρι τέλους της ανεξαρτησίας των το «τεράστιο» νησί της Κύπρου και τα µη Ρωµαίικα στοιχεία που ζουν εκεί, επειδή αυτή είναι η επιθυµία της πρόσκαιρης πλειοψηφίας.
∆εν πρέπει να παραµεληθεί αυτή η άποψη εναντίον της επιθυµίας για την Ένωση. Μπορούν να προταθούν µε ευχέρεια και διάφορα άλλα παραδείγµατα διεθνών δουλειών. Παρ΄ όλο που είναι ξεκάθαρο αυτό το θέµα, εάν τύχει και εφαρµοστεί στην Κύπρο η αυτοκυβέρνηση, είτε η αυτοδιάθεση κατά τρόπο που δεν θέλουµε, για λόγους που ανάγονται στα πολιτικά τερτίπια των Ελλήνων στα Ηνωµένα Έθνη και στις γνωστές ρήξεις µεταξύ των µελών, εάν καταστεί δυνατό, οι απόψεις που έχουν εκτεθεί παραπάνω και που αναφέρονται στα άρθρα 73 και 76 µπορούν να διατυπωθούν µε ρήτρα επιφυλάξεως ώστε µε αυτή να απορρίψουµε την απόφαση.
Αυτές τις πρώτες κρίσεις και σκέψεις µου υποβάλλω µε τα σεβάσµατά µου. Η πολιτική εκτίµηση ανήκει στο υψηλό αξίωµά σας.
24 Νοεµβρίου 1956
Καθηγητής Νιχάτ Ερίµ
Η δεύτερη έκθεση (απόσπασµα)
 
Σύµφωνα µε τα αποµνηµονεύµατα του Ερίµ, η πρώτη έκθεση προκάλεσε µεγάλο ενδιαφέρον, τόσο στον ίδιο τον πρωθυπουργό όσο και στον πρόεδρο της χώρας Τζελάλ Μπαγιάρ, αφού ήταν η πρώτη φορά που η τουρκική διπλωµατία είχε µπροστά της ένα ολοκληρωµένο σχέδιο προώθησης των συµφερόντων της στο Κυπριακό. Ο ίδιος αναφέρει:«Η πρώτη έκθεση προκάλεσε αλλαγή στην κυβέρνηση ως προς τη νοµική βάση επί της οποίας θα έπρεπε να στηριχθεί η πολιτική µας στο Κυπριακό, όπως άλλωστε µου εκµυστηρεύθηκε αργότερα ο ίδιος ο Μεντερές. Η κυβέρνηση υιοθέτησε την έκθεσή µου και µου ζήτησε να συµµετέχω στις επόµενες φάσεις της εξέλιξης του ζητήµατος».
Στις 19 ∆εκεµβρίου του 1956 υπεβλήθησαν οι συνταγµατικές προτάσεις του Λόρδου Ράντκλιφ για το Κυπριακό, µέσα στο πλαίσιο της βρετανικής πρότασης για παροχή αυτοκυβέρνησης. Μετά την υποβολή των προτάσεων Ράντλιφ, η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε από το Νιχάτ Ερίµ µία δεύτερη έκθεση, η οποία να περιλαµβάνει τις τουρκικές θέσεις επί των προτάσεων. Στις 22 ∆εκεµβρίου 1956 ο Ερίµ απέστειλε στην δεύτερή έκθεσή του στον πρωθυπουργό Ατνάν Μεντερές. Τα κύριά της σηµεία ήταν τα εξής:
«∆εν θα πρέπει να ξεχνούµε ούτε προσωρινώς ότι ο σκοπός των Ελλήνων της Κύπρου και της Ελλάδος, την οποία αποκαλούν Μητέρα – Πατρίδα, ότι είναι η Ένωσις και θα θεωρήσουν τις προτάσεις (εννοεί των Βρετανών) ως ένα στάδιο για να επιτύχουν τον σκοπό τους. Είναι πολύ δύσκολο να βγάλουν από τη σκέψη τους αυτό το σκοπό. Γι’ αυτό και θα πρέπει να αναζητήσουµε νέες µορφές λύσης για να υπάρξει ειρήνη στο νησί. Για την ασφάλεια της Τουρκίας, επίσης για την ασφάλεια του Συµφώνου της Βαγδάτης (CENTO) και για την ασφάλεια του ΝΑΤΟ η Κύπρος είναι ένα γεωγραφικό σηµείο που δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί από κανένα. Σήµερα λέγουν ότι στο νησί κατοικούν 380 χιλιάδες Έλληνες, 100 χιλιάδες Τούρκοι και 20 χιλιάδες Άγγλοι και Μαρωνίτες. Στο παρελθόν η σύνθεση του πληθυσµού ήταν διαφορετική απ’ ό,τι είναι σήµερα. Το 1877 οι Τούρκοι στο νησί ήταν περισσότεροι από τους Έλληνες. Κατά συνέπεια, η σηµερινή αναλογία δεν µπορεί να ισχύει για πάντα κι έτσι δεν µπορεί κανείς να προβάλει το επιχείρηµα ότι ο πληθυσµός θα παραµείνει εσαεί αναλλοίωτος και να θεωρεί ότι αυτό είναι αιτία για πολιτικές διεκδικήσεις.
Συνεπώς, ένεκα του ότι σε κάποια στιγµή µέσα στο χρόνο και στην εξέλιξη της ιστορίας, ο ένας πληθυσµός σε σύγκριση µε τον άλλο ήταν µεγαλύτερος κατά εκατόν ή διακόσιες χιλιάδες, δεν είναι διαρκής λόγος να καθορίσει µονίµως την τύχη ενός µεγάλου νησιού όπως είναι η Κύπρος. Ιδιαιτέρως αν λάβει κανείς υπόψη ότι ένα τέτοιο νησί µπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικά µεγάλο κίνδυνο για την ασφάλεια ενός κράτους 25 εκατοµµυρίων κατοίκων όπως είναι η Τουρκία. Είναι αναπόφευκτη αναγκαιότητα να συγκρίνουµε τις 380 χιλιάδες όχι µε τις 100 χιλιάδες, αλλά µε τα 25 εκατοµµύρια. Με αυτές τις σκέψεις, επιχειρήσαµε να καθορίσουµε σε γενικές γραµµές ότι ακόµη και αν δεν υπήρχε καµία αιτία, το σχέδιο Ράντκλιφ, δεν µας παρέχει τη δυνατότητα για την τελική λύση από πλευράς Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας.
……………….
Η Τουρκία θα πρέπει να επιµένει ότι θα πρέπει να αποδοθεί όπως στους Ελληνοκυπρίους το ίδιο και για τους Τουρκοκυπρίους το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης. ∆εν είναι δυνατόν να κληθούν σε κοινό δηµοψήφισµα δύο διαφορετικές κοινότητες που δεν είναι ούτε οµοιογενείς ούτε αλληλέγγυες, ωσάν να επρόκειτο για µία ενιαία κοινότητα. ∆εν µπορεί και δεν έχει το δικαίωµα η µία κοινότητα να παρασύρει την άλλη.
………………….
Πέρα από αυτό, η Κύπρος, από απόψεως της άµυνας της Τουρκίας, αποτελεί µία εξέδρα για άλµατα, η οποία µπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Ενώ από την άλλη, δεν µπορεί κανείς να φανταστεί ένα παρόµοιο κίνδυνο για την Ελλάδα εξαιτίας της Κύπρου. Αυτό πως µπορεί κάποιος να το παραβλέψει; ∆εν µπορεί να χωρέσει σε καµία πολιτική ή νοµική αντίληψη. Αν εγκαταλείψουµε την Κύπρο, είναι πολύ πιθανόν το νησί να παίξει ζωτικό ρόλο για τον καθορισµό της τύχης 25 εκατοµµυρίων Τούρκων, στο ένα ή στο άλλο σύστηµα διακυβέρνησης, ως προς το ότι το απαίτησε η ελληνική πλειονότητα, µε άλλα λόγια επειδή το ζήτησαν έναντι 25 εκατοµµυρίων 380 χιλιάδες άτοµα.
Επιπλέον, η Συνθήκη της Λωζάννης, έχει δηµιουργήσει µία εύθραυστη ισορροπία µεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος, που στηρίζεται σε ένα γενικό ξεκαθάρισµα λογαριασµών. Σε περίπτωση που η Κύπρος εγκαταλειφθεί στην επιθυµία των Ελλήνων κατοίκων του νησιού, αυτή η ισορροπία µπορεί να ανατραπεί.
………………..
Για να εξασφαλίσουµε µία λύση όπως διατυπώνουµε στην αρχή της έκθεσης µας, δηλαδή την επίτευξη της προσάρτησης της Κύπρου στην Τουρκία ή εάν δεν επιτευχθεί αυτή, της διχοτόµησης της Κύπρου, πρέπει να επιµείνουµε και επί των πιο κάτω στοιχείων, σαν προπαρασκευαστικό στάδιο (σηµ. του µεταφρ. Εδώ ο Ερίµ εννοεί τη διχοτόµηση):
1.Πρέπει να υπάρξει πρόνοια στο σύνταγµα Ράντκλιφ κατά την οποία οι Τούρκοι και Ρωµιοί, και εάν επιθυµούν και οι Άγγλοι, να είναι ελεύθεροι να έλθουν απ’ έξω και να εγκατασταθούν στο νησί.
2.Υποστηρίζεται από κάποιους ότι η πλειονότητα της ιδιοκτησίας γης στην Κύπρο ανήκει στους Τούρκους. Πρέπει να αποκτήσουµε πλήρη εικόνα επί τούτου.
3.Πρέπει να συνταχθεί δηµογραφικός χάρτης ο οποίος να καθορίζει τον αριθµό των Τούρκων του νησιού όπως κατανέµονται σε κάθε πόλη, κωµόπολη και χωριό.
4.Πρέπει να συλλέξουµε τις καλύτερες δυνατές πληροφορίες για τους Κυπρίους της Τουρκίας και γενικά όλων όσων βρίσκονται εκτός της Κύπρου (σηµ. του µεταφρ. Προφανώς σκέφτεται τον εποικισµό του νησιού από τους Τούρκους)
Η αξιολόγηση της παρούσας έκθεσης ανήκει στην Υψηλότητά Σας.
22 ∆εκεµβρίου, 1956
Καθηγητής Νιχάτ Ερίµ
Συµπέρασµα
 
Με τη δηµιουργία του ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους, η Τουρκία, µέσω του συντάγµατος, κατόρθωσε να µετατρέψει και να νοµιµοποιήσει την τουρκική µειονότητα ως κοινότητα και να την εξισώσει µε την ελληνική πλειονότητα µέσω του βέτο του αντιπροέδρου. Επιπλέον µέσω της συνθήκης εγγύησης και της συνθήκης συµµαχίας πέτυχε να αποκλείσει την Ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα, η ίδια να καταστεί µια από τις εγγυήτριες δυνάµεις της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας, να διαθέτει µόνιµα στο νησί στρατιωτικό απόσπασµα, να συµµετέχει µέσω του τριµερούς στρατηγείου στο σχεδιασµό και διεξαγωγή της άµυνας της Κύπρου και να εξασφαλίσει τα λεγόµενα «επεµβατικά δικαιώµατα» των εγγυητριών δυνάµεων.
Το 1974 η Τουρκία υλοποίησε τον τρίτο πυλώνα των εκθέσεων Νιχάτ Ερίµ, δηλαδή µε τη χρήση βίας επέβαλε γεωγραφικό διαχωρισµό µε την ταυτόχρονη µετακίνηση των πληθυσµών. Έκτοτε, η Τουρκία ακολουθεί συστηµατικά την εξής καταναγκαστική στρατηγική: α) ισχυροποιεί τη θέση της δηµιουργώντας νοµικά ερείσµατα, (πχ. προσπάθεια νοµιµοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο, είτε µε την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε µε τη δηµιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά, το οποίο θέλει να ελέγχει και µετά τη λύση µέσω του ελέγχου της τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) Αποδυναµώνει την Κυπριακή ∆ηµοκρατία υποσκάπτοντας τα νοµικά της ερείσµατα (πχ. η διαρκής αµφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νοµιµότητας της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόµιµο δικαίωµα της για την άµυνα της χώρας), γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέµου (πχ. η κρίση στο θέµα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας µε την απειλή χρήσης βίας) και δ) µέσω του ψυχολογικού πολέµου έχει καταφέρει να επιβάλει την αντίληψη στην ελληνική πλευρά ότι το κόστος από ένα πόλεµο θα είναι µικρό για την Τουρκία επειδή ο αµυνόµενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος που απέτυχαν µετά το 1974 να δηµιουργήσουν ένα ισχυρό δόγµα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας).
Ως συµπέρασµα, η έκθεση αυτή παρότι συνετάχθη το 1956 διασυνδέοντας για την τουρκική διπλωµατία τη διαχείριση του Κυπριακού µε την ασφάλεια της Τουρκίας και τις γεωστρατηγικές της επιδιώξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, εντούτοις 61 χρόνια µετά παραµένει επίκαιρη αλλά και µείζονος στρατηγικής σηµασίας έγγραφο, λόγω της συνέπειας και της σταθερότητας µε την οποία οι τουρκικές κυβερνήσεις την ακολούθησαν.
Εντάσσοντας αυτό το κείµενο υψηλής στρατηγικής στην προοπτική του ιστορικού χρόνου που συνετελέσθη η εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήµατος από το 1956 και εντεύθεν, µπορεί κανείς διαπιστώσει ότι τα χαρακτηριστικά της τουρκικής στρατηγικής στο Κυπριακό ήταν και παραµένουν η ενεργός υποστήριξη των στόχων και η µη συρρίκνωσή τους, η συνοχή σε βάθος χρόνου και κατ΄ επέκτασιν η αποτελεσµατικότητα. Με δεδοµένη την πραγµατικότητα που επέβαλε η Τουρκία στο νησί µετά το 1974, σήµερα καθιστά σαφές σήµερα προς τους διεθνείς διαµεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια µέσα στα οποία µπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγµατεύεται από θέση ισχύος.
Αυτό για τους διεθνείς µεσολαβητές είναι µία πραγµατικότητα, η οποία υπαγορεύει υποβολή σαφώς πιο ευνοϊκών σχεδίων για την Τουρκία και ταυτοχρόνως για την τουρκική στρατηγική αποτελεί την προσπάθεια υλοποίησης του πέµπτου πυλώνα της έκθεσης του Νιχάτ Ερίμ, δηλαδή λύση εντός της οποίας το σύστηµα ασφαλείας του κράτους που θα προκύψει µέσα από τη λύση να ελέγχεται από την Τουρκία.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button