Greek Reports (Ελληνικά)

Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και η Ιρλανδία

Με δύο συνεχόμενα άρθρα του, το ένα στα ΝΕΑ την 27/08/2022 και το άλλο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ την 28/08/2022, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ), προβάλλοντας στο μέλλον μερικές ενθαρρυντικές οικονομικές εξελίξεις τα τελευταία τρία χρόνια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:

Συνολικά, εφόσον διατηρήσει τα καθοριστικά πλεονεκτήματα των μεταρρυθμίσεων και της πολιτικής σταθερότητας της τελευταίας τριετίας, η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα οικονομικής και κοινωνικής μεταμόρφωσης αντίστοιχο με εκείνο της Ιρλανδίας την δεκαετία του 1990. (Μιχάλης Αργυρού, NEA, 27/08/2022).

Στο πρόσφατο και στο απώτερο παρελθόν υπήρξαν στην Ελλάδα περίοδοι αναπτυξιακών αναλαμπών οι οποίες όμως εν συνεχεία, αν δεν οδήγησαν σε κάποια πτώχευση, υποχώρησαν και έδωσαν την θέση τους στην πάγια τάση της σχετικής υστέρησης έναντι των οικονομικά προηγμένων δημοκρατιών Δυτικού τύπου.

Γι’ αυτό, θεωρούμε ότι είναι αδόκιμο στο ευμετάβλητο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον της Ελλάδος να κάνουμε μακροχρόνιες προβλέψεις, ξεχνώντας τα ιστορικά δεδομένα. Αλλά αυτό δεν είναι το στοιχείο που μας εμποδίζει να συμφωνήσουμε με το πιο πάνω συμπέρασμα. Η βασική μας διαφωνία βρίσκεται στη διαπίστωση ότι ακόμα και με πολιτική σταθερότητα για όλο το προβλεπτό μέλλον, υπόθεση άκρως αμφίβολη ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, δεν βλέπουμε τα “καθοριστικά πλεονεκτήματα των μεταρρυθμίσεων” που  επικαλείται ο κ. Πρόεδρος του ΣΟΕ. Και αυτό, όχι μόνο γιατί οι ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για να μπούμε στον δρόμο της Ιρλανδίας δεν γίνονται, αλλά και γιατί μερικές απ’ αυτές που γίνονται, όπως πχ, αυτή του Ταμείου Κεφαλαιοποιητικής Επικουρικής Ασφάλισης  (ΤΕΚΑ), σίγουρα μας απομακρύνουν. Για οικονομία δημοσιογραφικού χώρου, ο στόχος μας εδώ είναι να τεκμηριώσουμε, έστω και τηλεγραφικά, την πρώτη απ’ αυτές τις δύο προτάσεις.

Σε άρθρο μας στο ΒΗΜΑ της 30/04/2022 με τίτλο “Ελλάδα και Ιρλανδία δύο δεκαετίες μετά” εξηγήσαμε τι ακριβώς έκανε η Ιρλανδία και μέσα σε λιγότερο από τέσσερις δεκαετίες έγινε από τις φτωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μια από τις πλουσιότερες1.  Οι βασικές προϋποθέσεις ήταν τρεις.  Η πρώτη ήταν η “Συμφιλίωση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων”. Αυτή έγινε εφικτή με τη δέσμευση της κυβέρνησης και την αποδοχή από τα συνδικάτα των εργαζομένων η αύξηση των διαθέσιμων πραγματικών εισοδημάτων να γίνεται κατά κύριο λόγο μέσα από τη μείωση της φορολογίας. Η δεύτερη ήταν η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων σε 10% με ταυτόχρονη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Και η τρίτη ήταν αφενός η απελευθέρωση των αγορών εργασίας και εμπορευμάτων, και αφετέρου η πλήρης ενσωμάτωση της Ιρλανδικής στην παγκόσμια οικονομία2. Μπορούν να περάσουν παρόμοιες ρυθμίσεις στην Ελλάδα και να εφαρμοστούν αξιόπιστα για όσο χρόνο χρειάζεται ώστε να αφομοιωθούν και  να γίνουν τρόπος ζωής; Θα θεμελιώσουμε σε τρία βήματα ότι δεν μπορούν με αναφορά στην παντελή αδυναμία να μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα η φορολογία κατά τις προσεχείς δεκαετίες.

Το πρώτο βήμα αποσκοπεί στην αποτύπωση της διαφοράς που υπάρχει στην κλίματα των δημόσιων δαπανών στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία.

Η συγκριτική απεικόνιση των δεδομένων στο Σχεδιάγραμμα 1 δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η διαφορά είναι μεγάλη.

Ειδικότερα, από το 2020 έγινε υπερδιπλάσια, ανερχόμενη σε 59,8% έναντι  27,4%, ενώ η ψαλίδα δεν προβλέπεται να κλείσει ούτε κατ’ ελάχιστο τα προσεχή πέντε χρόνια.

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι: γιατί δεν μπορεί να κλείσει η ψαλίδα ώστε η φορολογία στην Ελλάδα να συγκλίνει σταδιακά προς το επίπεδο της φορολογίας στην Ιρλανδία; Οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι η επιδότηση που το Ελληνικό δημόσιο παρέχει στις συντάξεις. Σύμφωνα με την έκθεση του OECD (2020, 3)3,  το 2019 η κρατική επιδότηση των συντάξεων στην Ελλάδα ανερχόταν σε 15.,5% του ΑΕΠ. Συγκρινόταν δε με 3,7% στην Ιρλανδία, 4% στην Αυστραλία, 5,6% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 7,9% στις χώρες του OECD, και 11,1% στις χώρες της ζώνης του Ευρώ4. Επομένως, αν υποθέσουμε ότι η λογική των εθνικών προτεραιοτήτων επιβάλλει τη μετάβαση τουλάχιστον στο πρότυπο της κάλλιστης διεθνούς πρακτικής, το οποίο αντιστοιχεί στο μέσο ποσοστό των χωρών του OECD, η κρατική επιδότηση των συντάξεων στην Ελλάδα θα πρέπει να μειωθεί από 15,5% σε 7,9% του ΑΕΠ ή, σε απόλυτα μεγέθη με βάση το ΑΕΠ του 2019, κατά περίπου 14,3 δισ. ευρώ ανά έτος. Είναι μια τέτοια μείωση των συντάξεων δυνατή; Οι αναγνώστες ας δώσουν την απάντηση από μόνοι τους. Εμείς γνωρίζουμε ότι, αν αποκλείσουμε την πιθανότητα μιας πολιτιστικής επανάστασης βασισμένης στη λογική της δημοκρατίας με μικρό κράτος και ελεύθερες αγορές ανοικτές στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, όπως είναι η Ιρλανδία, η επιδότηση των συντάξεων δεν μπορεί να μειωθεί σε 3,7% του ΑΕΠ, τουλάχιστον όχι στα επόμενα 50 ή και περισσότερα χρόνια.

Ο δεύτερος λόγος που κάνει τη διαφορά στις δημόσιες δαπάνες της Ελλάδος και της Ιρλανδίας τόσο μεγάλη είναι η διαφορά στη δαπάνη της δημόσιας απασχόλησης. Σχετικά, θέλουμε να θυμίσουμε στον κ. Πρόεδρο του ΣΟΕ ότι, επί κάποιας άλλης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, το 1975 ψηφίστηκε ένα σύνταγμα εντελώς διαφορετικό από εκείνο του 1952. Δύο από τις μεγάλες διαφορές ήταν, πρώτον, η θεσμική κατοχύρωση των αποκαλούμενων “κοινωνικών δικαιωμάτων” (άρθρα 21, 22, 25 παρ.1, 2, και 4) και, δεύτερον, η πρωτοφανής για χώρα αστικής δημοκρατίας αποψίλωση των περιουσιακών δικαιωμάτων των πολιτών (άρθρα 17 και κυρίως 106). Μεταξύ των πάνω από 25 κοινωνικών δικαιωμάτων που θεσπίστηκαν ήταν, για παράδειγμα, το “δικαίωμα στην εργασία”. Σ’ εμάς τουλάχιστο είναι προφανές ότι, με συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτό το δικαίωμα, αν κάποιος πολίτης δεν βρίσκει καλύτερους όρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, δικαιολογείται ηθικά και θεσμικά να απαιτεί την απασχόλησή του στο δημόσιο. Δεδομένου λοιπόν ότι μετά το 1975 τα πολιτικά κόμματα αποδύθηκαν σε πλειοδοτικό ανταγωνισμό παροχών, και οι όροι απασχόλησης στο δημόσιο έγιναν παρασάγγας καλύτεροι από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα, οι πολίτες ήταν εύλογο να προτιμούν, να επιδιώκουν, και να μετέρχονται όλα τα μέσα προκειμένου να επιτύχουν την απασχόλησή τους στο δημόσιο.  Σε σύγκριση με την Ιρλανδία, και σε αντίθεση με τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του ΟΟΣΑ, το αποτέλεσμα ήταν στην Ελλάδα ο δημόσιος τομέας να απασχολεί μερικές ποσοστιαίες μονάδες περισσότερους εργαζόμενους, οι μέσες αμοιβές τους να είναι σημαντικά ανώτερες, και η παραγωγικότητα ίσως χαμηλότερη και του 40% εκείνης του ιδιωτικού τομέα. Μπορεί αυτή η δαπάνη να μειωθεί ποσοστιαία στο επίπεδο της  Ιρλανδίας; Δεν μπορεί, γιατί, ενόσω η χώρα βρίσκεται στον σοσιαλιστικό αστερισμό του Συντάγματος του 1975, θα πρέπει να συντηρούνται τα “κοινωνικά δικαιώματα” σε βάρος της προστιθέμενης αξίας που παράγουν οι δυναμικοί και επιχειρηματικά δημιουργικοί πολίτες.

Αφού λοιπόν δεν μπορούν να μειωθούν για το προβλεπτό μέλλον τα μερίδια των δαπανών για τις συντάξεις και τις αμοιβές των δημόσιων υπαλλήλων, έτσι ώστε να αρχίσει να αποκλιμακώνεται σοβαρά η υπερφορολόγηση, ερχόμαστε στο τρίτο βήμα της απόδειξης. Μπορεί να λάβει χώρα μια πολιτιστική επανάσταση της μορφής που εξειδικεύσαμε προηγούμενα; Δεν μπορεί γιατί,  εν απουσία κάποιας νέας σοβαρής εθνικής κρίσης, κατά την οποία η ευρωπαϊκή και διεθνής αλληλεγγύη προς τη χώρα μας δεν θα είναι τόσο γαλαντόμα όσο ήταν μετά την πτώχευση του 2009, μια τέτοια εξέλιξη είναι απίθανη, αν και κάποιοι ειδικοί και μέσα διεθνούς ενημέρωσης έχουν αρχίσει ήδη να την προβλέπουν ως πιθανή5.

Συμπερασματικά, με σχεδόν 40 χρόνια καθυστέρηση σε σύγκριση με την Ιρλανδία και μια πτώχευση, η οποία φαίνεται ότι δεν μας ξετίναξε αρκετά ώστε να αλλάξουμε ρότα, οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις εξακολουθούν να εκκρεμούν6.  Οι διεθνείς δείκτες για τη λειτουργία της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, των δημόσιων υπηρεσιών, κλπ., είναι προβληματικά χαμηλοί. Ο δείκτης της ανεργίας είναι υψηλός, ενώ εντελώς αντιφατικά ο δείκτης των ημερών απεργίας είναι από τους υψηλότερους. Η φορολογική επιβάρυνση και η εκκρεμότητα του τεράστιου δημόσιου χρέους αποθαρρύνουν τις εγχώριες και τις ξένες επενδύσεις. Η καθαρή μετανάστευση στελεχιακού δυναμικού αποψιλώνει το εργατικό δυναμικό από τους πλέον παραγωγικούς Έλληνες, κλπ. Σε όλα αυτά τα μέτωπα δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε ούτε τον τροχό ούτε πλεονεκτήματα από ρηχές μεταρρυθμίσεις για να εφησυχάζουμε. Κοινή λογική χρειάζεται και ετοιμότητα των πολιτών να πάρουν την ιδιοκτησία των μεγάλων μεταρρυθμίσεων και να τις επιβάλλουν στο ληθαργικό και άτολμο πολιτικό σύστημα. Γνωρίζουμε τι έκαναν η Ιρλανδία, η Αυστραλία, η Εσθονία, κλπ. Κάτι πρέπει να αλλάξει στο παραγωγικό και διανεμητικό πρότυπο της χώρας και να αλλάξει ειρηνικά και γρήγορα προς την κατεύθυνση της πολιτιστικής επανάστασης που υποδείξαμε λίγο πιο πάνω. Όπερ και ευχόμαστε.

1 Για την ακρίβεια, το 2019 η Ιρλανδία είχε το δεύτερο υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην ΕΕ μετά το Λουξεμβούργο. Το εν λόγω κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 121% πάνω από το αντίστοιχο μέσο εισόδημα. 

2 Για να αντιληφθούν οι αναγνώστες πόσο πιο ανοικτή στο διεθνή ανταγωνισμό είναι η Ιρλανδική οικονομία σε σχέση με την Ελληνική επαρκεί να αναφέρουμε ότι, ως ποσοστό στο ΑΕΠ στην Ελλάδα οι εξαγωγές το 2019 ήταν 40.08% και οι εισαγωγές 41,74%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για την Ιρλανδία ήταν 126.07% και 113.77%.

3 Βλ. OECD (2020), Social Expenditure (SOCX) Update 2020, OECD 2020-Social-Expenditure-SOCX-Update.pdf

4 Πρέπει να επισημανθεί ότι στις χώρες με μικρά ποσοστά δημόσιας επιδότησης των συντάξεων λειτουργούν εξαιρετικά επιτυχημένα συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία βασίζονται σε ιδιωτικοοικονομική διαχείριση των ασφαλιστικών εισφορών.

Βλ. H.Dixon, “It’s time to worry about Greece again,” https://www.reuters.com/breakingviews/its-time-worry-about-greece-again-2022-08-26/

6 Για να μην υπάρχει αμφιβολία σε ποιες μεγάλες μεταρρυθμίσεις αναφερόμαστε, οι αναγνώστες μπορούν να συμβουλευτούν την σελίδα Σαρωτικές μεταρρυθμίσεις οι συστάσεις του ΟΟΣΑ στην Ελλάδα | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr), της 09.02.2015.

* Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. E-mail: bitros@aueb.gr. Ο κ. Στέργιος Μπακάλης είναι τέως καθηγητής του Πανεπιστημίου Victoria στην  Μελβούρνη της Αυστραλίας. E-mail: steve.bakalis@gmail.com.

  • Το άρθρο δημοσιεύθηκε επίσης στο Capital

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button