Greek Reports (Ελληνικά)

Σοφοκλής [Ο θηβαϊκός κύκλος], σε μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη

Για τη μετάφραση των τριών τραγωδιών του Σοφοκλή «Ο Οιδίποδας τύραννος, Ο Οιδίποδας στον Κολωνό, Αντιγόνη» (μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Πένυ Παπουτσή (Ισμήνη), Μάνος Κατράκης (Οιδίπους), Αγνή Μουζενίδου (Αντιγόνη) από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Οιδίπους τύραννος» (1973) (σκην. Τάκης Μουζενίδης). Φωτογραφία © Νίκος Μαυρογένης/Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

«Τίποτα δεν είναι σοβαρότερο από μια μετάφραση»

Ζακ Ντερριντά

Γνωρίζουμε ήδη, όπως μας έχει βεβαιώσει η Βιρτζίνια Γουλφ στο αρμόδιο δοκίμιό της με τίτλο Για την άγνοια των αρχαίων ελληνικών (μτφρ. Βάιος Λιαπής, εκδ. Στιγμή), ότι «σε έξι σελίδες του Προυστ βρίσκουμε πιο περίπλοκα και ποικίλα συναισθήματα παρά σε ολόκληρη την Ηλέκτρα.

Στην Ηλέκτρα, όμως, ή στην Αντιγόνη, εκείνο που μας εντυπωσιάζει είναι κάτι το διαφορετικό, κάτι πιο εντυπωσιακό ίσως – είναι ο ηρωισμός ο ίδιος, η αφοσίωση η ίδια. Αυτός είναι ο λόγος που, παρ’ όλο τον μόχθο και τη δυσκολία, οι Έλληνες μας μαγνητίζουν ολοένα· το σταθερό, το διηνεκές, το πρωτότυπο ανθρώπινο ον βρίσκεται εκεί. Πράγματι, βίαια συναισθήματα κινούν το ον αυτό σε δράση, όταν όμως έτσι κεντριστούν από τον θάνατο, από την προδοσία, από κάποιαν άλλη αρχέγονη συμφορά, η Αντιγόνη και ο Αίας και η Ηλέκτρα φέρονται καταπώς εμείς θα φερόμασταν, αν είχαμε έτσι χτυπηθεί καταπώς όλοι φερόντουσαν πάντοτε· έτσι, τους καταλαβαίνουμε πιο εύκολα και πιο άμεσα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε τους ήρωες των Ιστοριών του Καντέρμπουρυ. Τούτα εδώ είναι τα πρωτότυπα των ανθρώπινων όντων, ενώ του Τσώσερ οι επιμέρους ποικιλίες των».

Να προσθέσω και τον ανάλογο αφορισμό του Τζορτζ Στάινερ: «Καμία εναντίωση προς τα εγκόσμια δεν υπήρξε δριμύτερη από της Αντιγόνης». Εξού και η μέριμνα του πολύπειρου και δικαίως πολυβραβευμένου ποιητή Δημήτρη Καλοκύρη να αποδώσει τα ως άνω δεδομένα τιμαλφή στον τρέχοντα λόγο των ημερών μας. Ανταποκρινόμενος ευθέως στη διαχρονική έλξη τους, σπεύδει να αποδώσει τον δικό του φόρο τιμής, γνωρίζοντας σε βάθος τις δυσκολίες ενός μεταθηβαϊκού κύκλου. Έχει διαγράψει δε εξ ορισμού, το τονίζω αυτό, την οποιαδήποτε προοπτική άφεσης στις ευκολίες των ενδεχομένων αυθαιρεσιών ενός δήθεν πολύξερου, αυταρχικού υπερ-εγώ. Αντίστοιχα, έχει αποκλείσει παντελώς να ενδώσει, έστω κατ΄ ελάχιστον στο κρίσιμο εκείνο δέλεαρ, στις αποκλίσεις δηλαδή τις οποίες είθισται να ποδηγετεί το έμφυτο, το πανούργο φαντασιακό μας στοιχείο.

«Φιλολογική» ή «λογοτεχνική» άραγε πράξη ανα-μετάδοσης; «Φιλολογική» ή «λογοτεχνική» ενδελέχεια; Φρονώ ότι ο Δημήτρης Καλοκύρης μάς πείθει ότι το εν λόγω δίλημμα είναι άλλη μια φορά σαφώς πλασματικό. Γι’ αυτό και δεν ενέδωσε στους ισχυρούς πειρασμούς της δήθεν αυτής διάζευξης.

Η μετάφραση, η ενδογλωσσική απόδοση, η αντι-κατάσταση, εν ολίγοις η μετάβαση είναι, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα θεώρησης των πραγμάτων, μάλλον ατελής. Ή και αδιανόητη ακόμη. Παραβάλλω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά από έναν ευρύτερο αφορισμό του Τζορτζ Στάινερ: «Οποιαδήποτε αυθεντική πράξη μετάφρασης αποτελεί, τουλάχιστον από μια άποψη, ολοφάνερο παραλογισμό, μια προσπάθεια να ανέβει κανείς προς τα πίσω την κλίμακα του χρόνου και να θέσει εκ νέου σε εφαρμογή, εκουσίως, κάτι που υπήρξε ένα απρόοπτο σκίρτημα του πνεύματος». Παρ’ όλα αυτά, εδώ ολοκληρώνεται με επιτυχία η αναγκαία και ικανή γλωσσική διάβαση. Το δίλημμα, εικάζω, θα έδειχνε καταρχάς προφανώς αμείλικτο. Ήτοι, «φιλολογική» ή «λογοτεχνική» άραγε πράξη ανα-μετάδοσης; «Φιλολογική» ή «λογοτεχνική» ενδελέχεια; Φρονώ ότι ο Δημήτρης Καλοκύρης μάς πείθει ότι το εν λόγω δίλημμα είναι άλλη μια φορά σαφώς πλασματικό. Γι’ αυτό και δεν ενέδωσε στους ισχυρούς πειρασμούς της δήθεν αυτής διάζευξης. Το γύρισμα του Θηβαϊκού κύκλου στα λόγια της καθομιλούμενης, της κατ’ ανάγκην, για να το διατυπώσω διαφορετικά, χρήσης, συνιστά μια ακόμη εφικτή όψη του δυνατού. Διακρίνω ότι η απόδοση επιδιώκει συνειδητά την ανεύρεση και εν συνεχεία την αδιάπτωτη ικανοποίηση της λεγομένης «ισοδυναμίας εν διαφορά» ή «equivalence in difference». Είναι εκείνη ακριβώς την οποία, ως γνωστόν, εισηγείται ο Ρομάν Γιάκομπσον.

Η αρχαιογνωστική, συν τοις άλλοις, επάρκεια του προαναφερόμενου συνιστά το ασφαλές εφαλτήριο της μεταφοράς από το παρελθόν του κραταιού ομιλήματος στο παρόν της απαιτητικής, άμεσα κρινόμενης εκφοράς. Αντιλαμβάνομαι αντίστοιχα ότι, η πάγια και ολοκληρωμένη πρόσληψη του αρχαίου καταπιστεύματος δεν καταδυναστεύει το τολμηρό, το ολοκληρωτικό γύρισμα στα ελληνικά του 21ου αιώνα. Διαβάζοντας μάλιστα με προσοχή τα όσα διαλαμβάνονται τόσο στις σημαίνουσες προειδοποιήσεις του καθ’ όλα διαφωτιστικού «σημειώματος», όσο και τις συνδηλώσεις εγγυήσεων, όπως κατατίθενται στα δύο ιντερμέδια και στο απαραίτητο, ως εκ των πραγμάτων, «διακειμενικό επιμύθιο», φρονώ ότι εμμέσως πλην σαφώς το νέο αυτό μεταφραστικό διάβημα προσφέρει τα ομολογουμένως απαραίτητα, τα πολύτιμα εφόδια για μιαν επανεξέταση αναλόγων εγχειρημάτων από ετέρους που προηγήθηκαν χρονικά.

Αντιλαμβάνομαι ότι η παρούσα απόδοση, ενώ προγραμματικά δηλώνει ότι σέβεται την πηγή της και μάλιστα στο ακέραιο, δοκιμάζει με την απαραίτητη σύνεση να διευκολύνει, ως πρόσφορη μεσάζουσα, την αίσια προώθηση του μηνύματος στον τελικό δέκτη της. Έτσι, υιοθετώντας ορισμένες προσωποπαγούς χαρακτήρα τεχνικές παροχής σημαινόντων, επαναδιατυπώνει την ορμή της πηγής, χωρίς να χάσει τον έλεγχο των σημείων. Υπερβαίνοντας τις τυπικές, εννοώ τις ελάχιστα εύκαμπτες, τις μη ευέλικτες λεκτικά μεθόδους του είδους, παραδίδεται το εξόφθαλμα νευρώδες και πάλλον Νέον. Η χρήση όλων αυτών των όντως δημιουργικών επινοήσεων νομιμοποιεί απολύτως τη συγκεκριμένη, την άκρως στοχευμένη προαίρεση. Το ήθος της απόδοσης τεκμαίρεται συνεπώς εκ του ασφαλούς. Οίκοθεν νοείται, είναι αυτό ακριβώς το ήθος, το οποίο κωδικοποιεί με σθένος τις μεταμορφώσεις – μεταστοιχειώσεις – αποδόσεις των μοναδικών, πρωτογενών γραμματοσυντακτικών αρμών.

H σώφρων κυβέρνηση της λέξης δεν παύει να αντιμετωπίζει ευθύβολα το δραστικό πέρασμα από το κλασικό ιδίωμα στο νέο-κλασικό αντίστοιχο. Η σύζευξη των δεικτών του πριν και του νυν, η μεθοδική συζυγία των υφολογικών παραμέτρων αποδίδει όντως καρπούς: ο Θηβαϊκός κύκλος παρίσταται ενώπιον μας ακέραιος. Να θυμίσω εδώ ότι «η αληθινή μετάφραση είναι διάφανη, δεν επικαλύπτει το πρωτότυπο, δεν το σκιάζει, αλλά επιτρέπει στην καθαρή γλώσσα, σαν ενδυναμωμένη από το ίδιο της το μέσο, να ακτινοβολεί αντίστοιχα πληρέστερα στο πρωτότυπο. Kάτι τέτοιο είναι δυνατόν προπάντων με την κατά λέξη απόδοση στη σύνταξη και είναι αυτή η οποία αποδεικνύει ότι το πρωταρχικό στοιχείο του μεταφραστή είναι η λέξη και όχι η πρόταση. Διότι η πρόταση είναι το τείχος μπροστά από τη γλώσσα του πρωτοτύπου, ενώ το κατά λέξη είναι η στοά» (βλ. Βάλτερ Μπένγιαμιν, Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Πατάκη).

Σημειώνω ότι η κριτική έχει ήδη επισημάνει, μεταξύ άλλων, και τα εξής χαρακτηριστικά: «Ο Καλοκύρης ερεύνησε διεξοδικά ακόμα και “μετρικούς υπαινιγμούς”, “ρυθμικές προσομοιώσεις”, συνηχήσεις και υποδόριες ρίμες στα χορικά, ακόμα μελέτησε και τα κενά των στίχων, πολλά άλλα για την διευκόλυνση του σημερινού αναγνώστη που δεν ήταν απαραίτητα στον αρχαίο και αξιοποίησε στίχους ή αναφορές όπως “Τι περιμένετε συναθροισμένοι;” στα εισαγωγικά λόγια του Οιδίποδα Τυράννου, πράγμα που μας πάει στους Βαρβάρους του Καβάφη, αλλά και “χειρονομίες” που παραπέμπουν στη σύγχρονη ποιητική παράδοση (Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Μπόρχες). Κάποιες ευτυχείς συνηχήσεις: ήπιος Κολωνός / ίππειος: “ευίππου, ξένε, τάσδε χώρας ίκου / […] τον αργήτα Κολωνόν” / “Είσαι στον ήπιο Κολωνό / στον τόπο των περήφανων αλόγων”, στίχοι 669-670. Κόρη θυγατέρα / κόρη ματιού: (“ω τέκνα, πού ποτ’ εστέ; […] / και σφω δακρύωˑ προσβλέπειν γαρ ου σθένω” / “Κορούλες μου πού είστε;… / Κλαίω και τις δυο σας κόρες των ματιών μου / μη μπορώντας να σας δω”, στίχοι 1480 και 1486. Αίμονας / δαίμονας. Αρά / Αραί = κατάρα που περιστρέφεται γύρω από ένα σκληρό ρω και παραπέμπει στην τυραννία της μοίρας (και τα “ρω” έγιναν οχτώ)» (βλ. Ανθούλα Δανιήλ, ιστότοπος «Φρέαρ», 12 Φεβρουαρίου 2021).

Ο μεταφραστής πιστεύει συνεπώς ακράδαντα ότι πάντα θα υπάρχουν κάποιες δυνητικές οδοί προσφυγής, κάποιες προοπτικές μετάθεσης από το [δύσβατο-απρόσιτο-απόμακρο] πρωτότυπο στο [προσιτό-κατανοητό-χρηστικό] μετάφρασμα. Άλλωστε, «όσον αφορά τα μεγάλα κείμενα της κουλτούρας μας, δεν ζούμε παρά με κάποιες αναμεταφράσεις, οι οποίες αποτελούν αντικείμενα αδιάκοπης επεξεργασίας και κριτικής» (βλ. εν προκειμένω: Πολ Ρικέρ, Για τη μετάφραση, μτφρ. Γιώργος Αυγουστής, επίμ. Αλεξάνδρα Λιανέρη, εκδ. Πατάκη).

Ο Δημήτρης Καλοκύρης γεννήθηκε το 1948 στο Ρέθυμνο 1948. Ίδρυσε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό και τις εκδόσεις Tραμ στη Θεσσαλονίκη και το περιοδικό Xάρτης στην Αθήνα. Διατέλεσε διευθυντής σύνταξης και καλλιτεχνικός διευθυντής του περιοδικού Tο Tέταρτο (1985-1987) του Μάνου Χατζιδάκι. Έχει εκδώσει πάνω από 50 βιβλία (ποίηση, πεζογραφία, μεταφράσεις, φωτογραφία) και έχει κάνει εκθέσεις κολάζ. Έχει μεταφράσει Μπόρχες κ.ά. Τιμήθηκε δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1996 και 2001) και το 2014 από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Συγκρατώ ότι η πρώτη εισαγωγική επεξήγηση «μεταφράζουμε για να διαβάσουμε βαθύτερα» προσδιορίζει με σαφήνεια την όλη πρόθεση της τελετής μεταφορών, η οποία πρόκειται να επακολουθήσει. Μεταφράζουμε πάει να πει ότι πράττουμε ό,τι ακριβώς αρμόζει στο πεδίο της βαθύτερης ηδονής του γράμματος. Η δε επισήμανση, επτά μόλις αράδες πιο κάτω, ήτοι «στη μετάφραση δεν υπάρχουν λυμένα προβλήματα», πιστοποιεί το ως εκ των πραγμάτων ατελεύτητο της συναφούς έρευνας για την αρμοδιότερη γέφυρα επικοινωνίας–ώσμωσης του αρχαίου ρήματος με το σύγχρονο γλωσσικό σύνταγμα. Όταν δε στο πρόσωπο του συγκεκριμένου μεταφραστή συνυπάρχει τόσο ο ποιητής όσο και ο ειδικευμένος φιλόλογος, σε αγαστή, δηλαδή σε ισότιμη βάση επιρροών, όπως συμβαίνει στην παρούσα επιχείρηση απόδοσης, τότε πολλαπλασιάζονται οι δυνατότητες πληρέστερης διερμηνείας και περαιτέρω λειτουργικής διαχείρισης των μεταφραστικών κόμβων.

Διαπιστώνω ότι προκύπτει αβίαστα η όλη εγκατάσταση των θιάσων στη σκηνή και για έναν άλλο λόγο. Ο Δημήτρης Καλοκύρης, εννοώ, ζύγισε τις ποσότητες και τις ποιότητες των τραγωδιών αυτών χωρίς προκαταλήψεις, εμμονές της παρερμηνείας ή ιδεολογικές αγκυλώσεις. Διείδε αγχιστείες και κοντινές συγγένειες των σημείων εκατέρωθεν και προχώρησε στη σύνθεση του καινούργιου πάνω ακριβώς στις γερές βάσεις της συγκεκριμένης παρακαταθήκης. Εξού και η αδιάκοπη κατά δεκάδες αυστηρή αρίθμηση των στίχων. Κοντολογίς, η τόλμη του απέδωσε καρπούς: το παράγωγον ηχεί. Αλλά με το τακτ της γνώσεως του τόπου, του ειδολογικού αποχρώντος Λόγου.

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Βράχια» (εκδ. Ύψιλον).

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Α, μάλιστα! Έτσι όπως ζούνε και συμπεριφέρονται,
φαίνεται ότι πάνε με τους νόμους της Αιγύπτου.
Εκεί, έχω ακούσει πως οι άντρες μένουν σπίτι
και υφαίνουνε στον αργαλειό, 340
ενώ οι γυναίκες δουλεύουν στα χωράφια
και φροντίζουν για όλα τα άλλα.
Έτσι κι εσείς, παιδιά μου. Αυτοί που θα ’πρεπε
να σηκώνουν τα βάρη, κάθονται σπίτι, σαν τα κοριτσάκια,
κι εσείς οι δυο φορτώνεστε, αντί γι’ αυτούς,
τα βάσανά μου, του έρμου.
Η μια, εκεί που ξεπετάχτηκε
και πήρε να δένει το κορμί της,
μέρα και νύχτα σέρνεται μαζί μου, όπου πάω,
και περιφέρει έναν γεροπαράξενο σ’ άγρια δάση,
ξυπόλυτη, συχνά, και νηστική, η καημένη,
να τη χτυπάει η βροχή ή ο καυτός ο ήλιος, 350
και παλεύει, το δύστυχο, χωρίς να σκέφτεται
τη θαλπωρή του σπιτιού,
αρκεί να έχει ο πατέρας του να φάει.
Κι εσύ, κορίτσι μου, είχες πάει στο μαντείο
κάποτε, και μου ’φερες, κρυφά από τους Θηβαίους,
χρησμούς για τούτο το σαρκίο μου,
κι έπειτα έγινες πιστός μου φύλακας στην εξορία.

Και τώρα, Ισμήνη μου,
για πες, τι μήνυμα φέρνεις στον πατέρα σου;
Τι σ’ έκανε να φύγεις απ’ το σπίτι;
Γιατί, ασφαλώς, κάτι θα έγινε,
κι ελπίζω να μην είναι καμιά καινούρια συμφορά».

Ο Οιδίποδας στον Κολωνό, στίχοι 337-360

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button