Greek Reports (Ελληνικά)

Υποτέλεια και Ελευθερία

Για την ιστορία των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία

Πριν 12 περίπου χρόνια, σε μια από τις πρωτεύουσες του πολύμορφου οικουμενικού ελληνισμού, στη Μελβούρνη των περίπου 200,000 Ελλήνων και ελληνικής καταγωγής κατοίκων, κυκλοφόρησε από τον μικρό αριστερό ελληνο-αυστραλιανό εκδοτικό οίκο «Εώθινον» ένα σημαντικό βιβλίο για τη συλλογική αυτογνωσία των Ελληνοαυστραλών.

Αναφέρομαι στο βιβλίο της Τούλας Νικολακοπούλου και του Γιώργου Βασιλακόπουλου «Υποτέλεια και Ελευθερία.

Έλληνες μετανάστες στη Λευκή Αυστραλία και Κοινωνική Αλλαγή» που στα Αγγλικά είχε τίτλο “From Foreigner to Citizen: Greek Migrants and Social. Change in White Australia (1900-2000)”.

Οι δύο συγγραφείς, που διδάσκουν φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο La Trobe της Μελβούρνης, έχουν ζήσει από κοντά και ενεργά την ιστορία της ελληνικής, της μεταναστευτικής, της αυστραλέζικης αριστεράς από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 περίπου.

Στις 325 σελίδες της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου, στις 21 φωτογραφίες-ντοκουμέντα, στις 15 συνεντεύξεις με Έλληνες ακτιβιστές και Ελληνίδες ακτιβίστριες, καλύπτοντας όλη τη σχετική βιβλιογραφία για το θέμα τους, αναφέροντας 1-2 λανθασμένες ιστορικά ημερομηνίες, π.χ. ημερομηνία ένταξης της Βρετανίας στην Ε.Ε. και αιτιολογώντας ορισμένες φορές με υπέρ του δέοντος (κατά την άποψή μου) οντολογικές αναφορές την ανάγνωση και την ερμηνεία της ιστορίας η Τούλα Νικολακοπούλου και ο Γιώργος Βασιλακόπουλος έγραψαν ένα σημαντικό βιβλίο που:

1ον. Αποτίει φόρο τιμής στους αγώνες και στα επιτεύγματα της ελληνικής, της μεταναστευτικής, της αυστραλιανής αριστεράς γενικότερα, προερχόμενης κυρίως από το ιστορικό κομμουνιστικό κόμμα Αυστραλίας και τα πολιτικά σχήματα που προκύπταν από τις ιδεολογικές του διασπάσεις, από τις αρχές του 1960 μέχρι το 1991, που αυτοδιαλύθηκε, μετά από 71 χρόνια ζωής.

2ον. Ερμηνεύει με τρόπο πρωτότυπο την ιστορική εξέλιξη της οικονομικά, φυλετικά, πολιτικά και κοινωνικά εντός-εκτός αντιμετώπισης των Ελλήνων και άλλων μεταναστών από την κυρίαρχη λευκή βρετανο-αυστραλιανή κοινωνία.

3ον. Περιγράφει και ερμηνεύει την αντιμετώπιση των Ελλήνων και άλλων νεομεταναστών του παρελθόντος και του παρόντος από τη λευκή Αυστραλία σε σχέση με την αντιμετώπιση των αυτοχθόνων λαών της.

4ον. Δείχνει έναν πιθανό μελλοντικό δρόμο που μπορούν να ακολουθήσουν τα μεταναστευτικά πράγματα και στην Ελλάδα, (λαμβάνοντας φυσικά υπόψη τις ιστορικές και μεταναστευτικές ιδιαιτερότητες της χώρας), αν υιοθετηθεί το μοντέλο του ουσιαστικά «αιώνια ξένου» μετανάστη, όπως το αποκαλούν οι συγγραφείς.

5ον. Εμπλουτίζει την υπαρκτή, ισχνή και σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα βιβλιογραφία της ελληνικής μεταναστευτικής αριστεράς σε μεγάλες καπιταλιστικές χώρες της δύσης.

Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα την ανάγνωση και την ερμηνεία της ιστορίας των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία, στο βιβλίο των Νικολακοπούλου-Βασιλακόπουλου και την εξελισσόμενη σχέση τους με τους αυτόχθονες, τους άλλους μετανάστες και κυρίως με τους Βρετανο-αυστραλούς, χρειάζεται να αναφερθούν επιγραμματικά ορισμένες ημερομηνίες σταθμοί στην ιστορία της Αυστραλίας.

Ιστορικές αναφορές για τους ιθαγενείς και τους πρώτους Έλληνες

Υπολογίζεται πως πριν από την άφιξη των λευκών αποικιοκρατών στην Αυστραλία, το 1788, ζούσαν σε ολόκληρη τη χώρα, σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον, περίπου 300,000 με 1,000,000 αυτόχθονες, που πρωτοεγκαταστάθηκαν σε αυτήν την ήπειρο, προερχόμενοι από την νοτιοανατολική Ασία, πριν από περίπου 50,000 χρόνια.

Οι αυτόχθονες-ιθαγενείς λαοί της Αυστραλίας μιλούσαν περισσότερες από 250 γλώσσες και 700 διαλέκτους, είχαν τη δική τους κοινωνική και οικονομική οργάνωση, είχαν το δικό τους νομαδικό και συλλογικό πολιτισμό.

Οι αυτόχθονες, αποδεκατίστηκαν σταδιακά, εξαιτίας του βίαιου εποικισμού των λευκών Βρετανο-αυστραλών, των λοιμώξεων και των πολιτικών πολιτισμικής γενοκτονίας.

Με τα κινήματα κοινωνικής και πολιτικής αφύπνισης και χειραφέτησης όμως, που ξεκίνησαν δυναμικά τον αγώνα τους από τη δεκαετία του 1930 ακόμα, οι Αβοριγίνες της Αυστραλίας ξαναμπήκαν επίσημα στο χάρτη της χώρας με το δημοψήφισμα του 1967, όταν αποφασίστηκε να καταμετρούνται για πρώτη φορά στις απογραφές (!) και τα ζητήματά τους να τα χειρίζεται η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας και όχι οι πολιτειακές, που τα χειρίζονταν ως τότε.

Σήμερα, περίπου 700,000 Αυστραλοί, από τα 24,000,000 κατοίκους της χώρας, αυτοπροσδιορίζονται ως «αυτόχθονες» ή «αυτόχθονης καταγωγής».

Ημερομηνία σταθμός στις σχέσεις τους με τους λευκούς ήταν το 1992 η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, σύμφωνα με την οποία η Αυστραλία δεν ήταν «terra-nulius» (άδεια γη), πριν την άφιξη των Βρετανών και ότι οι αυτόχθονες έχουν κυριαρχικά δικαιώματα γης και/ή αποζημίωσης (υπό προϋποθέσεις).

Από την άλλη μεριά, οι πρώτοι ελάχιστοι Έλληνες, καταδικασμένοι για πειρατεία, έφτασαν στην Αυστραλία στα τέλη του 1820.

Οι πρώτες εκατοντάδες των Ελλήνων μεταναστών του 19ου αιώνα ήταν νησιώτες π.χ. (Καστελορίζιοι, Ιθακήσιοι).

Η πρώτη ελληνική κοινότητα, η «Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας», ιδρύθηκε το 1897, μετά από πρωτοβουλία Ελλήνων επιχειρηματιών, πράγμα που συνέβη και με την ίδρυση άλλων κοινοτήτων.

Σύμφωνα με τους Νικολακοπούλου & Βασιλακόπουλο, οι Έλληνες επιχειρηματίες που ασχολούνταν με τα κοινά ήταν η κύρια δύναμη συγκρότησης του δημόσιου χώρου στις ελληνικές παροικίες-γκέτο της Αυστραλίας μέχρι το 1950 και σχεδόν οι αποκλειστικοί εργοδότες προπολεμικά των Ελλήνων μεταναστών.

Η «γιγάντωση» της Αυστραλίας, για λόγους εθνικής ασφαλείας και οικονομικής ανάπτυξης, επήλθε μεταπολεμικά με τα προγράμματα μαζικής μετανάστευσης, που κατάφεραν ανάμεσα σε άλλα να τριπλασιάσουν τον πληθυσμό της και να φέρουν
στη χώρα μετανάστες από περισσότερες από 150 διαφορετικές χώρες, χωρίς να αλλοιώσουν τον κυρίαρχο Αγγλο-κελτικό χαρακτήρα της.

Ανάμεσα στα εκατομμύρια των μεταπολεμικών μεταναστών που πήγαν στην Αυστραλία, ήταν και περίπου 200,000 Έλληνες μετανάστες, που σήμερα αποτελούν δημογραφική και γλωσσική μειοψηφία στη σύνθεση της ελληνοαυστραλιανής κοινότητας.

Ο όρος Αυστραλός πολίτης και όχι Βρετανός υπήκοος, όπως ήταν μέχρι τότε, υιοθετήθηκε μόλις το 1948.

”Υποτέλεια και ελευθερία: τα προπολεμικά χρόνια”

Το κράτος της ομόσπονδης Αυστραλία δημιουργήθηκε το 1901, αποδεχόμενο το διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, ταυτίζοντας όμως την έννοια του πολίτη, όπως υποστηρίζουν οι Νικολακοπούλου & Βασιλακόπουλος, όχι μονάχα με αυτήν του ατομικού ιδιοκτήτη αλλά και με αυτήν του λευκού Βρετανο-αυστραλού, αντίληψη που επικράτησε μέχρι το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Άλλωστε, μια από τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες του νεοσύστατου κράτους ήταν, το 1901, η πράξη περιορισμού της μετανάστευσης, που άφηνε την πόρτα εισόδου ανοιχτή σε άτομα που προέρχονταν ως επί το πλείστον από την Ευρώπη.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η κυρίαρχη αντίληψη της πλειοψηφίας των λευκών Βρετανοαυστραλών για τους ξένους, ήταν αυτή των ανατρεπτικών ξένων.

Άτομα με διαφορετικά φυλετικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ξένα και υποδεέστερα προς την παράδοση των Βρετανοαυστραλών και εν δυνάμει επικίνδυνα.

Ο ξένος – Έλληνας μετανάστης – ο φυλετικά εκτός κυρίαρχης βρετανοαυστραλιανής κοινωνίας, γίνεται αποδεκτός, εν μέρει κοινωνικά εντός, ως νομοταγής οικονομική μονάδα, ενώ η συγκρότηση θεσμών του όπως οι «κοινότητες» τοποθετούνται στα σύνορα του «εντός-εκτός», σύμφωνα με τους συγγραφείς του υπό παρουσίαση βιβλίου.

Κι ενώ ο ξένος είναι ορατός στο νεοσύστατο κράτος, ο αυτόχθονας-ιθαγενής κατασκευάζεται ως θεσμικά αόρατος, χωρίς να καταγράφεται η παρουσία του στις απογραφές, μέχρι το 1967 και χωρίς να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας, μέχρι το 1992!

Ακόμα και για τους λευκούς νομοταγείς και υποτακτικούς νοτιο-ευρωπαίους νμετανάστες όμως, π.χ. Έλληνες, Ιταλούς, Γιουγκοσλάβους, η προπολεμική Αυστραλία ήταν μερικές φορές μια ιδιαίτερα σκληρή και αφιλόξενη χώρα.

Τα φακελώματα και οι περιορισμοί την περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου, η έκρηξη βίας εναντίων τους στο Καλγκούρλι της δυτικής Αυστραλίας, το 1934, είναι μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις ανοιχτής εχθρότητας.

Η ίδρυση των ελληνικών κοινοτήτων και ο πρωταγωνιστικός ρόλος στις πρώτες δεκαετίες της ζωής τους των Ελλήνων επιχειρηματιών, δεν στόχευε απλώς στη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας των μεταναστών, στόχευε και στην πολιτισμική τους πειθαρχία, δηλαδή στην προώθηση του μοντέλου του καλού, συνεργάσιμου, νομοταγούς, υποταχτικού και μη διαμαρτυρόμενου προς την κυρίαρχη Βρετανοαυστραλία Έλληνα μετανάστη.

Αυτήν τη θέση την υποστήριζαν οι εφημερίδες, η εκκλησία και οι κοινοτάρχες των Ελλήνων μεταναστών, όπως μας πληροφορούν οι Νικολακοπούλου & Βασιλακόπουλος.

Σημαντική στροφή στον τρόπο με τον οποίο προσλάμβανε μια προοδευτική και μειοψηφική μερίδα της λευκής Βρετανοαυστραλίας τους αυτόχθονες-ιθαγενείς και τους νοτιοευρωπαίους μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη αποδοχή τους, αποτέλεσε η δράση των μελών του κομμουνιστικού κόμματος της Αυστραλίας (ΚΚΑ), που ενσωμάτωνε κατά τους συγγραφείς του βιβλίου «Υποτέλεια και Ελευθερία», οργανικά στις δυνάμεις του και στη δράση του στην ευρύτερη κοινωνία και τους Έλληνες αριστερούς (ελληνικός πυρήνας του ΚΚΑ στο Σίδνεϋ υπήρχε ήδη από το 1925).

Στο όνομα της σοσιαλιστικής αλληλεγγύης, της ισοπολιτείας και της ισονομίας ιθαγενών και νοτιοευρωπαίων μεταναστών, η ιδιότητα του Αυστραλού πολίτη παύει σταδιακά να είναι το αποκλειστικό προνόμιο των λευκών Βρετανοαυστραλών.

Στη ριζοσπαστικοποίηση των Ελλήνων μεταναστών της Αυστραλίας, στην προοδευτική, στη συλλογική, στη διεκδικητική στροφή της ελληνικής ομογένειας, εντός και εκτός των ορίων της, συνέβαλαν τα μέγιστα οι ελληνικοί εργατικοί σύνδεσμοι και τα «παρακλάδια τους» (οργανώσεις νεολαίας, γυναικών, άθλησης κ.ά), που ιδρύθηκαν από το 1935 («Δημόκριτος»-Μελβούρνη) και μετά σε πολλές μεγαλουπόλεις της Αυστραλίας.

Τα μεταπολεμικά χρόνια της χειραφέτησης

Μεταπολεμικά, η εμπειρία του Β’ παγκοσμίου πολέμου, οι συμμαχικές σχέσεις Αυστραλίας και Ελλάδας και η ανάγκη για μαζικής μετανάστευση, έκανε πλέον ορατούς, σχεδόν σε κάθε σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως στο χώρο της ανειδίκευτης βιομηχανικής εργασίας, τους νεομετανάστες και τους Έλληνες.

Έτσι, η λευκή Βρετανοαυστραλία υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τους Έλληνες:

Συλλογικά μεν, ως φυλετικά και πολιτισμικά ξένους, σε σχέση με την κυρίαρχη εθνικότητα,

Ατομικά δε, ως πολιτικές, οικονομικές και νομικές μονάδες που ανήκαν πια στην ευρύτερη κοινωνία της.

Ο φιλελεύθερος και μεταρρυθμιστικός μεταπολεμικός ουμανισμός, που στην Αυστραλία είχε ως κύριο θεσμικό πολιτικό εκφραστή του το Εργατικό Κόμμα της χώρας βοήθησε στην αλλαγή παραδείγματος.

Πρωτίστως όμως, αυτό που βοήθησε σημαντικά, ήταν η δράση αριστερών πολιτών, συνδικάτων, οργανώσεων, μεταναστών και ιθαγενών, με πρωταγωνιστικό πάντα το ρόλο των Ελλήνων αριστερών (είτε ως πολιτικοποιημένα και οργανωμένα άτομα σε κόμματα και συνδικάτα της ευρύτερης κοινωνίας, είτε ως βασικών «παικτών» σε προοδευτικές μεταναστευτικές και διεκδικητικές συμμαχίες ανάμεσα σε μέλη της ελληνικής, της ιταλικής και της εβραϊκής κοινότητας-αριστεράς κ.ά, είτε οργανωμένους σε παροικιακούς φορείς -«εργατικούς συνδέσμους», «κοινότητες», ΜΜΕ κ.ά. Έτσι επανατοποθετήθηκαν στη δημόσια σφαίρα οι νεομετανάστες, και οι αυτόχθονες, ως ισότιμοι μειονεκτούντες πολίτες.

Οι πολίτες αυτοί, χρειάζονταν τη συνδρομή ενός κράτους δικαίου για να απολαύσουν τα αγαθά που απολάμβαναν από συστάσεως της λευκής Αυστραλίας η κυρίαρχη αριθμητικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά βρετανοαυστραλιανή ομάδα.

Το κράτος υιοθέτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι και τα μέσα του 1990, όταν ξεπρόβαλε ο νεοσυντηρητισμός, τις αρχές του φιλελεύθερου πολυεθνισμού-πολυπολιτισμού, και αυτοπροβλήθηκε ως ο ουδέτερος εγγυητής των εκπαιδευτικών, πολιτισμικών, εργασιακών κ.ά. δικαιωμάτων των νεομετανατών, χωρίς ποτέ να απεμπολήσει τα λευκά Βρετανοαυστραλιανά χαρακτηριστικά του.

Η ατομοκεντρική ισοπολιτεία και ισονομία των νοτιοευρωπαίων μεταναστών και των Ελλήνων, σύμφωνα με τους Νικολακοπούλου & Βασιλακόπουλο, οδήγησε τελικά στην ενσωμάτωση τους στον κορμό της λευκής Βρετανοαυστραλίας, απενοχοποιώντας ταυτόχρονα τους κυρίαρχους λευκούς από το βάρος της κατάκτησης και του αποκλεισμού των ιθαγενών, μια και αυτοί είναι η μόνη, η δοκιμασμένη η κυρίαρχη ομάδα που μπορεί να διασφαλίσει την εθνική συνοχή της χώρας.

Τις τελευταίες δεκαετίες πάντως, η συλλογική ενδοπαροικιακή ζωή και δράση έχει χάσει πλέον την ιστορική της βαρύτητα και τη δυνατότητα να συνδιαμορφώνει τις τύχες της ευρύτερης κοινωνίας.

Κατά αυτήν την έννοια, ο Έλληνας μετανάστης εξακολουθεί να παραμένει, σύμφωνα με τους συγγραφείς, αιώνια ξένος, την ίδια στιγμή που νέες μεταναστευτικές κοινότητες (π.χ. μουσουλμάνοι) αντιμετωπίζονται καχύποπτα από την κυρίαρχη εθνικότητα ως οι εν δυνάμει επικίνδυνοι, ανατρεπτικοί νέοι «αιώνια ξένοι».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button