Greek Reports (Ελληνικά)

«Μετανάστευση εγκεφάλων»: Από τις επιζήμιες συνέπειες του brain drain στις επιτυχείς πολιτικές rebraining

Στη μεταπολεμική Ευρώπη, η έννοια της μετανάστευσης παρουσιάζεται ως αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με οικονομικές παραμέτρους οδηγώντας συχνά στην παραπλανητική και συνάμα στερεοτυπική απόδοση των μεταναστευτικών ροών στο αιτιατό του χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού και μορφωτικού κεφαλαίου των εν κινήσει πληθυσμών.

Εντούτοις, στον διεθνή χώρο παρατηρούνται αυξανόμενες συγκεντρώσεις μεταναστών υψηλής εξειδίκευσης σε οικονομικά εύρωστα αστικά κέντρα.

Για παράδειγμα, αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) φαίνεται να έχουν προσελκύσει περίπου το ένα τέταρτο των συγκεντρώσεων  αυτών, ενώ το 10% των ροών υψηλά εξειδικευμένου προσωπικού φαίνεται να καταλήγει στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ιαπωνία, και την Κορέα. Το μεγαλύτερο ποσοστό όμως της τάξεως του 40% αφορά σε «ανακύκλωση εγκεφάλων» μεταξύ των πλέον εύρωστων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Δυστυχώς όμως, η συγκεκριμένη μορφή μετανάστευσης θεωρείται ως η πλέον επιζήμια για την ανάπτυξη των χωρών προέλευσης του δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης, των οποίων οι οικονομίες είναι αναπτυσσόμενες ή τελούν υπό κρίση. Δεν είναι τυχαίο συνεπώς ότι το φαινόμενο αυτό συναντάται ως επί το πλείστον στη βιβλιογραφία με την επωνυμία «brain drain».

Η ελληνική απόδοση του όρου «brain drain» ως «μετανάστευση εγκεφάλων» αναπτύχθηκε κυρίως την περίοδο της ελληνικής κρίσης, η οποία και εξακολουθεί να ταλανίζει τη γειτονική μας χώρα. Μεταφερόμενοι στη δική μας πραγματικότητα, την προσθήκη του όρου στο κυπριακό λεξιλόγιο επέφερε κατά παρόμοιο τρόπο η ύφεση της κυπριακής οικονομίας. Παρόλο που το φαινόμενο δεν φαίνεται να προσλαμβάνει τόσο ανησυχητικές διαστάσεις όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, εντούτοις αρκετοί νεαροί Κύπριοι αποφοιτώντας από πανεπιστήμια του εξωτερικού επιλέγουν να παραμείνουν εκεί αναζητώντας ελκυστικότερα πακέτα εργοδότησης σε τομείς όπως ο τραπεζικός, ο επιχειρηματικός, ο ιατρικός και ο τεχνολογικός. Για τον λόγο αυτό η μετανάστευση πνευματικού δυναμικού στο εξωτερικό έχει κατ’ επανάληψη τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων τόσο των κρατικών ιθυνόντων, όσο και άλλων φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Επί παραδείγματι, μεταξύ των διαφόρων προτάσεων που έχουν κατά καιρούς κατατεθεί από διάφορους φορείς προς προβληματισμό είναι η προσφορά κινήτρων στους νέους ώστε να εργάζονται και να διαβιούν στο εξωτερικό για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η οποία θα συνοδεύεται με αντίστοιχη παροχή σημαντικών κινήτρων για τον επαναπατρισμό τους με απώτερο σκοπό την εισαγωγή καινοτόμων ιδεών και τεχνογνωσίας που θα ενισχύσουν την ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας.

Ποιες είναι όμως οι αιτίες του φαινομένου αυτού; Σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια, οι ίδιοι οι μετανάστες-εγκέφαλοι αναφέρονται κυρίως στις περιορισμένες ευκαιρίες εργοδότησης και εξέλιξης λόγω της οικονομικής κρίσης, των υψηλών δεικτών ανεργίας, και  της αβεβαιότητας που επικρατεί, αλλά και λόγω της αναξιοκρατίας και της διαφθοράς που χαρακτηρίζει τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Ως εκ τούτου, το υψηλά εξειδικευμένο δυναμικό συναντά δυσκολίες εύρεσης εργασίας στον κλάδο σπουδών του, τη στιγμή που οι χώρες οι οποίες λειτουργούν ως πόλος έλξης «εγκεφάλων» προσφέρουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες και αναγνώριση των προσόντων τους συνοδευόμενη από υψηλότερες αποδοχές.

Ο ΟΟΣΑ σε μια προσπάθειά του να σκιαγραφήσει τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της μετανάστευσης εγκεφάλων αναφέρεται μεταξύ άλλων στην αποδυνάμωση της χώρας προέλευσης σε δεξιότητες, καθώς η «μη εξαργύρωση» της επένδυσής του κράτους στην εκπαίδευση των ατόμων αυτών ισοδυναμεί με απώλεια ιδεών και καινοτομιών, αλλά και με φτωχότερη παροχή υπηρεσιών στους τομείς της υγείας, της τεχνολογίας, και της εκπαίδευσης. Η χώρα προέλευσης παρουσιάζει ταυτοχρόνως σημαντικό έλλειμμα σε φορολογικά έσοδα και ασφαλιστικές εισφορές. Παράλληλα, με βάση τις μελέτες του ΟΟΣΑ, η «υπερσυγκέντρωση» εγκεφάλων σε συγκεκριμένα αστικά κέντρα των χωρών υποδοχής φαίνεται να οδηγεί σε κακή αξιοποίηση ή κατάχρηση και συνεπώς σε υποβάθμιση των επαγγελματικών δεξιοτήτων των μεταναστών-εγκεφάλων.

Αναλογιζόμενοι το αρνητικό κόστος της μετανάστευσης του υψηλά εξειδικευμένου προσωπικού για τις χώρες προέλευσης, ευλόγως προκύπτει η ανάγκη αναζήτησης των τρόπων μετατροπής του «brain drain» σε «brain gain». Ως εκ τούτου, κρίνεται επίσης ως απαραίτητη η αναζήτηση των λόγων που θα οδηγούσαν τους εγκεφάλους σε πιθανό επαναπατρισμό, προκειμένου να χτίσουμε ολοκληρωμένες πολιτικές προσέλκυσής τους. Πέραν των παραμέτρων που συνδέονται με τις κλιματολογικές συνθήκες και τον τρόπο ζωής, οι μετανάστες-εγκέφαλοι φαίνεται να δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη βελτίωση της οικονομίας, η οποία θα πρέπει να βασίζεται στη διαμόρφωση ευκαιριών για ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την καλλιέργεια κουλτούρας εταιρικότητας και καινοτομίας.

Εν κατακλείδι, η αποδυνάμωση μιας χώρας σε δεξιότητες, καινοτομία και ιδέες διευρύνει σαφέστατα το χάσμα της εγχώριας αγοράς εργασίας με τη διεθνή αγορά θέτοντας σε ακόμη μεγαλύτερη απειλή την οικονομία, η οποία αδυνατεί να μετασχηματιστεί υπό το φως των νέων προκλήσεων της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Στον απόηχο του κώδωνα του κινδύνου, η Κύπρος μπορεί «κόντρα στους καιρούς» να παραδειγματιστεί από τις πρόσφατες προσπάθειες της Ελλάδας για επαναπατρισμό και περιορισμό της περαιτέρω διαρροής πνευματικού δυναμικού (όσο κι αν αυτό φαντάζει σχήμα οξύμωρο) και συγκεκριμένα το νεοσύστατο πρόγραμμα της Γενικής Διεύθυνσης Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας με τίτλο «Rebrain Greece». Το πρόγραμμα αυτό αποσκοπεί στον ψηφιακό μετασχηματισμό της αγοράς εργασίας επιδιώκοντας μεταξύ άλλων την ανάπτυξη πολιτικών απασχόλησης πτυχιούχων με καινοτόμες ειδικότητες (λ.χ. αναλυτές δεδομένων), την επιδότηση της δημιουργίας διαδικτυακών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων κυκλικής οικονομίας, και την ψηφιοποίηση της επιχειρηματικότητας στη γεωργία (agrodigital entrepreneurship). Στα πλαίσια του παραδείγματος αυτού, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Κύπρος διανύει στο παρόν στάδιο φάση σχεδίασης και εφαρμογής της εθνικής της πολιτικής σε θέματα ψηφιοποίησης, τέτοιες πολιτικές και πρακτικές θα ήταν καλό να ληφθούν σοβαρά υπόψη.

  • Αναδημοσίευση από το περιοδικό Economy Today
  • Δρ. Χριστίνα Χατζησωτηρίου, PhD in Education University of Cambridge, UK – Επίκουρη Καθηγήτρια στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button