Greek Reports (Ελληνικά)

Να είσαι σαφής, φιλάνθρωπος, να μην ψευτίζεις την επιστήμη της πραγματικότητας…

Oι ποιητικές σταθερές του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Με αφορμή το βιβλίο του Κυριάκου Χαραλαμπιδη, Εν Δορί Κεκλιμένος, Σοκόλη, Αθήνα 2019

Παρουσίαση – Συζήτηση για το έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Διοργανωτές: Δήμος Λάρνακας και Κυπριακό Κέντρο Μελετών

Παρουσίαση: Ανδρέας Μορφίτης, Αντιπρόεδρος ΚΥ.ΚΕ.Μ.

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας, Γωνία Ζήνωνος Κιτιέως & Βασιλέως Παύλου
Τετάρτη 26/02/2020 – Ώρα: 19.00

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

O Κ. Xαραλαμπίδης εμφανίστηκε το 1961 (στα 21 του χρόνια) με τη συλλογή Πρώτη πηγή. Συνηθίζουμε, όταν αναφερόμαστε στις πρώτες νεανικές συλλογές κάπου ποιητή, να χρησιμοποιούμε τη λέξη πρωτόλεια και να της αποδίδουμε μάλλον αρνητική σημασία: ποιήματα δηλαδή με ἐγγενείς αδυναμίες. Αὐτό όπως αντιλαμβάνεστε είναι σχετικό. Ἐχει ισχύ σε κάποιες περιπτώσεις (χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τα πρωτόλεια του Κώστα Μόντη), σε άλλες όμως η πρώτη εμφάνιση ενός ποιητή αποδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική καὶ οριακή (Τα σφυρίγματα του αλήτη, γιά παράδειγμα, του Τέυκρου Ανθία)· σε κάποιες μάλιστα σπανιότερες περιπτώσεις συνιστά τομή και δημιουργεί γραμματολογικά ρήγματα (Η Στροφή, επί παραδείγματι, του Γ. Σεφέρη). Τι απ᾽όλα αυτά συμβαίνει με τον Χαραλαμπίδη; Φαίνεται ότι με την πρώτη του ήδη συλλογή οροθετεί ἤ τουλάχιστον διεκδικεί μια δική του περιοχή στὸ χάρτη της νεοελληνικῆς ποίησης και καταθέτει ευδιάκριτα σήματα μιας ιδιαίτερης ποιητικής φωνής, ἡ οποία χαρακτηρίζεται από επιγραμματική συμπύκνωση, από την τολμηρή χρήση της ελληνικής γλώσσας και απὸ τη δεξιότητα να συνάπτει τὴν παραγματικότητα με το παραμύθι, την πραγματικότητα με τη φαντασία, τον κόσμο τῆς εγρήγορσης με τόν κόσμο του ονείρου, τὴν εμπειρία με την επιθυμία, το ορατό με το αόρατο. Χαρακτηριστικο παραδειγμα το ομότιτλο της συλλογής ποίημα, «Πρώτη πηγή»:

ΠΡΩΤΗ ΠΗΓΗ

Στάθηκε στὸ παράθυρό του κι εἶδε

τὰ δέντρα νὰ ὑπομένουν τὴ βροχή,

τὴ θάλασσα εἶδε ταπεινὴ νὰ κάθεται,

τρεῖς κοντὲς γυναικοῦλες ποὺ εἶχαν στήσει

ψιλὴ κουβέντα. Εἶδε καὶ τὴν μήτρα

τοῦ ἥλιου. Μὰ δὲν εἶδε γίγαντες,

δὲν εἶδε κὰν νεράιδες ἤ πηγάδια

μ᾽ ἀθανατο νερὸ, τὸν κάτω κόσμον ὄχι·

δε εἶδε τὰ θεριὰ τὰ μυθικά.

Κι ἀφοῦ ὅλα τοῦτα εἶδε καὶ δὲν εἶδε,

πῆγε νὰ κοιμηθεῖ. Κι ἦρθαν στὸν ὕπνο

οἱ κόσμοι ποὺ δὲ γνώρισε ποτέ του·

οἱ ποταμοὶ Κιουράι­Χιοντοκαρέρε,

ποὺ δὲν τοὺς εἶδε πουθενὰ καὶ ποὺ εἶχαν

πράσινα τὰ νερὰ, κι ἕνας βαρκάρης

ἀνάντια στὸ ρέμα ἀκουπολάτει

για ν᾽ ἀνεβεῖ στὴν ἀρχικὴ πηγή του.[1]

Οι ἐπαναλαμβανόμενοι ρηματικοί τύποι «είδε» και «δεν είδε» στοιχίζουν εδώ –αντιστοίχως– τους δύο φαινομενικά αντίθετους κόσμους της πραγματικότητας και της φαντασίας. Καὶ η μυστική «πρώτη πηγή», σε αυτή την εκτεταμένη ποιητική μεταφορά, στην οποία φτάνει κανείς κωπηλατώντας αντίθετα στο ρέμα, δεν είναι άλλη από τη γνώση και την αλήθεια· την αρχή «ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων».

Η δεύτερη συλλογή Η άγνοια του νερού κυκλοφορεί το 1967 από τις εκδόσεις Ίκαρος, με Πρόλογο, ο οποίος λειτουργεῖ ως συστατική επιστολή, του Τάκη Παπατσώνη, ενώ το 1973 κυκλοφορεί Το αγγείο με τα σχήματα, συλλογή πολύ πιο φιλόδοξη από τις δύο προηγούμενες· εννοώ περισσότερο αρτιωμένη, συνθετική, ευρηματική, πολυφωνική καί πολυθεματική. Η κορύφωση κατά την κρίση μου της πρώτης ποιητικής περιόδου του Κ. Χαραλαμπίδη. Εδώ σε αυτή τη συλλογή γεννιέται ένας πλασματικός λογοτεχνικός ήρωας, ο Ριμάκο, ο οποίος προσδίδει δραματικό βάθος στὸ ποίημα καθώς παρεμβαίνει στὰ ποιητικά δρώμενα με φιλοσοφική, μπρεχτική, όπως έχει ειπωθεί, διάθεση. Ο Ριμάκο θα έχει διαρκή παρουσία στο έργο του Κ. Χαραλαμπίδη, αλλά θα εμβολιαστεί καὶ στο έργο άλλων ποιητών: του Παντελή Μηχανικού, του Κώστα Βασιλείου (έπλασε και τη Ριμαχόνα) και του Σάββα Παύλου (εξέδωσε στις εκδόσεις Αιγαίον δύο συλλογές με μικρά ποιητικά και πεζόμορφα κείμενα το 1992: Ο γιος του Ριμάκο. Η γέννηση / Ο γιος του Ριμάκο. Σχεδιάσματα, καί δημοσίευσε το 1995 μια κατατοπιστική μελέτη με θέμα «Η μορφή του Ριμάκο στη νεώτερη κυπριακή λογοτεχνία»).

***

Ακολούθησαν έκτοτε, από Το αγγείο με τα σχήματα, μέχρι σήμερα, άλλες 13 ποιητικές συλλογές. Δυστυχώς ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να συνεχίσω την περιδιάβαση, μία προς μία, σε όλες. Θα αρκεστώ επομένως σε γενικές διαπιστώσεις. Από Το αγγείο με τα σχήματα μέχρι την επόμενη συλλογή Αχαιών Ακτή μεσολάβησε βεβαίως η τουρκική εισβολή. Τα σημάδια αυτής της χαίνουσας ως σήμερα πληγής μπορούμε να τα διακρίνουμε καθαρά να τέμνουν στα δύο το έργο του Χαραλαμπίδη· τις τρεις πρώτες προπολεμικές συλλογές με όσες άλλες ακολούθησαν.

Παντελής Βουτουρής

Η τομή είναι ευδιάκριτη και δηλώνεται στόν τίτλο του πρώτου ποιήματος της συλλογής Αχαιών Ακτή: «Εποχή του σιδήρου», τιτλοφορείται το ποίημα. Να θυμίσω ότι στὴ μυθολογία του Ησιόδου το χάλκειον γένος εἶναι το τρίτο κατά σειράν ύστερα από το χρυσό και το αργυρό (βλ. και το μυθιστόρημα του κυπριακού αγώνα Χάλκινη εποχή, του Ρόδη Ρούφου, αλλά και το γλυπτό του Auguste Rodin, «The Age of Bronze» το οποίο είχε υπόψιν του ο Ρούφος) καί το πέμπτο, το σιδερένιο («νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον», Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 176). Όπως είναι φυσικό όσα τραγικά συνέβησαν στην εκείνο το καλοκαίρι του 1974, «Το καλοκαίρι με τις δυο λεπίδες του» (τον Ιούλιο και τον Αύγουστο), όπως γράφει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης σ’ ένα ποίημα του, μετέβαλαν και τον ρυθμό του κόσμου και τη ζωή των ανθρώπων. Ο θυμός, η οδύνη, ο πόνος, η απελπισία και η ελπίδα, κατοπτρίστηκαν άμεσα, αντανακλαστικά σχεδόν, στον ποιητικό λόγο των κύπριων ποιητών που έζησαν τα γεγονότα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι προκάλεσαν μιαν ποιητική έκρηξη. Από αυτό βεβαίως δεν συνάγεται ότι οι εκρήξεις επενεργούν πάντα απελευθερωτικά και ότι βρίσκουν πάντα τις επιθυμητές από αισθητική άποψη διεξόδους. Συχνά η άμεση ποιητική ανταπόκριση, προτού προλάβει να ελεγχθεί η οργή και η συγκίνηση, δεν οδηγεί σε αίσιο ποιητικό αποτέλεσμα, καθώς η ακαριαία μετακένωση της οδύνης σε στίχους δεν αποφεύγει τον κίνδυνο της εύκολης, στερεότυπης και συναισθηματικά υπερφορτωμένης έκφρασης. Αυτό συνέβηκε σε μεγάλο βαθμό και στην ποιητική παραγωγή της Κύπρου μετά την τομή του 1974.

Σπεύδω ωστόσο να δηλώσω το αυτονόητο· ότι οι παρατηρήσεις αυτές, δεν αφορούν το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής. Καλοί ποιητές και πεζογράφοι μπόρεσαν και μετουσίωσαν τα οδυνηρά τους βιώματα σε τέχνη. Αναφέρω ως παραδείγματα τους παλαιότερους Κώστα Μόντη και τον πεζογράφο Γ. Φ. Πιερίδη και άλλους αξιόλογους ποιητές της γενιάς του Χαραλαμπίδη, οι οποίοι πρωτοεμφανίστηκαν γύρω στα 1960 και συνέχισαν να δημιουργούν και ύστερα από το 1974: Παντελής Μηχανικός, Θεοδόσης Νικολάου, Κώστας Βασιλείου.Ο Κ. Χαραλαμπίδης είναι ο μόνος από αυτούς που κατάφερε να σπάσει το φράγμα ανάμεσα στην Κύπρο και στην Ελλάδα, ελκύοντας την προσοχή πολύ καλών κριτικών από τις πρώτες του συλλογές: της Άλκης Θρύλου, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Τάκη Παπατσώνη, της Νόρας Αναγνωστάκη, του Γ.Π. Σαββίδη και άλλων. Τι πρόσεξαν αυτοί οι κριτικοί: πρωτοτυπία, επιγραμματικότητα, μοντέρνα τεχνοτροπία στα όρια της σουρρεαλιστικής γραφής, ερωτική ενατένιση και αισθησιακός μυστικισμός, θρησκευτικότητα και μεταφυσικός συμβολισμός, αισιόδοξος ουμανισμός αλλά και αίσθηση της ματαιότητας των πραγμάτων, ειρωνεία. Όλα αυτά σε γενικές γραμμές είναι σωστά, κωδικοποιούν σε μεγάλο βαθμό την ποιητική τέχνη του Χαραλαμπίδη και μπορεί κανείς να τα διακρίνει όχι μόνο στις πρώτες αλλά και στις μεταγενέστερες συλλογές.

Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του τέχνης είχαν ήδη διαγραφεί στις τρεις πρώτες συλλογές· αυτό που έλειπε ήταν μια κυρίαρχη, προεξάρχουσα, σταθερή θεματική παράμετρος, η οποία θα λειτουργούσε κατά κάποιον τρόπο ως έρμα στο σύνολο έργο του. Και η παράμετρος αυτή δεν ήταν άλλη από το τραύμα του 1974. Όλες οι συλλογές, όσες ακολούθησαν, αρχής γενομένης από τη συλλογή Aχαιών Aκτή του 1977 (ο τίτλος παραπέμπει στην ελληνικότητα, τη βυθισμένη στα βάθη της ιστορίας, της κατεχόμενης μέχρι σήμερα βορειοανατολικής χερσονήσου της Καρπασίας) είναι σημαδεμένες από τα τραγικά γεγονότα του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1974. Από αυτή την άποψη ο Χαραλαμπίδης φαίνεται να επιλέγει συνειδητά ένα δρόμο ο οποίος πηγαίνει αντίθετα από τη φορά και τις επιλογές των ομοτέχνων του στην Ελλάδα, οι οποίοι ουσιαστικά απώθησαν από το οπτικό τους πεδίο βιώματα και μνήμες που σχετίζονται με αυτό το μείζον ιστορικό γεγονός. Το 1974, εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις, δεν έγινε θέμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

***

Στόν τίτλο της εισήγησής μου υπόσχομαι ότι θα αναφερθώ στις ποιητικές σταθερές του Κ. Χαραλαμπίδη. Θα συνεχίσω και θα κλείσω αυτή τη σύντομη εισαγωγή μου συνοψίζοντας έξι διακριτά, χαρακτηριστικά γνωρίσματά του:

Α: Η ποιητική αποτύπωση των επάλληλων προσχώσεων (από την αρχαιότητα ως τα νεότερα χρόνια) και της ποικιλίας της ελληνικής γλώσσας (δεν υπάρχει, ίσως, σήμερα, άλλος έλληνας ποιητής ο οποίος να χειρίζεται με τη δεξιότητα, την επάρκεια, την επί-γνωση, την άνεση και την ευαισθησία του Χαραλαμπίδη την ελληνική γλώσσα). Κοντά σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί η συνεχής μέριμνά του για την κυπριακή διάλεκτο, είτε γράφοντας αμιγώς διαλεκτικά ποιήματα είτε εμβολιάζοντας το γλωσσικά παλίμψηστο ποιητικό κείμενο με διαλεκτικές λέξεις και φράσεις επιζητώντας (όπως ο ίδιος το διατυπώνει) τη «συντυχία της γλώσσας του λαού με τον έντεχνο λόγο». Διαμορφώνει επομένως μιαν ιδιωτική, πρωτότυπη γλώσσα και μ’ αυτήν δίνει μορφή, δημιουργεί δηλαδή τα ασήμαντα και μεγάλα δίνοντας την αίσθηση μιας διαρκούς ανα-γέννησης (εδώ θα ταίριαζε η λέξη αναπαρθένευσης) των πραγμάτων.

Β: Η επαγωγική ποιητική του μέθοδος. Επαγωγική γιατί το ποίημα συχνά, πολύ συχνά, αφορμάται από ένα επιμέρους συμβάν, ερέθισμα (συνήθως από τον πιο οικείο χώρο-κύκλο) και ακολούθως διευρύνεται και διαχέεται σε ομόκεντρους κύκλους. Ας πούμε, σχηματικά, από τον αυτοβιογραφικό στον κυπριακό, εν συνεχεία στον ευρύτερο ελληνικό, και τέλος στον οικουμενικό κύκλο. Για να το πω με άλλα λόγια ο Χαραλαμπίδης κατορθώνει να μετουσιώσει το ατομικό σε συλλογικό και το συλλογικό σε πανανθρώπινο. Να είναι συγχρόνως βιωματικός, εθνικός και οικουμενικός ποιητής.

Γ: Η συστηματική και επίμονη διαλογική σχέση του με κάποιους μείζονες νεότερους έλληνες ποιητές, κυρίως τον Κ. Π. Kαβάφη και κατά δεύτερο λόγο τον Γ. Σεφέρη. Σε αυτήν ακριβώς τη γόνιμη σχέση με τους δύο συγκεκριμένους ποιητές ερείδεται η χρήση της ιστορίας (ή της μικροϊστορίας) και του μύθου ως «αντικειμενικών σύστοιχων», τα οποία παραπέμπουν ρητά ή άρρητα στη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα (ούτως ή άλλως η μοίρα της Κύπρου αποτελεί κατά κανόνα το έκδηλο ή άδηλο σημαινόμενο του ποιήματος). Τους καρπούς αυτής της σχέσης μπορεί να τους διακρίνει ο υποψιασμένος αναγνώστης σε ποιήματα που φέρουν τους εύγλωττους τίτλους: «Στο παλάτι του Πρωτέα», «Η γυναίκα του Κανδαύλη», «Το άλογο του Αρτύβιου», «Αλέξανδρος Άμμωνος Διός», «1619-1491 μ.χ.» κτλ. (και τα πέντε συγκεκριμένα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή Δοκίμιν του 2000). Στο αυτοαναφορικό σχόλιό του στο Αιγιαλούσης επίσκεψις (2003) περιγράφει ως εξής την ιστορικο-μυθική μεθοδό του: «Να κατέχεις την τέχνη της αναγωγής από την ιστορία στο μύθο και να μιλάς για πράγματα υπαρκτά. Να προσγειώνεις το λόγο με αναφορές στα συγκεκριμένα. Να είσαι σαφής, φιλάνθρωπος, να μην ψευτίζεις την επιστήμη της πραγματικότητας».

Δ.: Η ονοματολογία· τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια. Μια σταθερή παράμετρος (και οδηγός συγχρόνως) στην πατριωτική περιοχή της ποίησης του Χαραλαμπίδη. Καταρχάς, σε ό,τι αφορά τα τοπωνύμια: oι ονομασίες, των κατεχόμενων τόπων προάγονται σε διαχρονικά σύμβολα (όπως η Αμμόχωστος, η σύγχρονη Βασιλεύουσα, και η [Αι]Γιαλούσα). Οι χώροι αυτοί, μαζί με τα άλλα «καρτερικά ελληνικά ονόματα», που συντάσσονται –για παράδειγμα– ενείδει καταλόγου στην Αμμόχωστο Βασιλεύουσα (1982) αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο αφενός της καταγωγής των ανθρώπων που ζουν σε αυτούς τους χώρους (οι άνθρωποι και οι χώροι δένονται εξάλλου μεταξύ τους με μυστικές σχέσεις) και αφετέρου της πεισματικής τους αντίστασης στους εισβολείς, ανά τους αιώνες. Απ’ εκεί και πέρα, υπάρχουν τα ονόματα των ανθρώπων και οι προσωπικές τους πράξεις, μέσα από τις οποίες κατοπτρίζεται η ιστορία του τόπου– κυρίως η πρόσφατη ιστορία με τις δυο μεγάλες κορυφώσεις της: τον αγώνα του 1955-1959 και τα γεγονότα του 1974. Επισημαίνω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα, ενδεικτικά της τάσης του Κ. Χαραλαμπίδη να τιτλοφορεί ενίοτε ποιήματά του με τα ονόματα αγωνιστών, από τη συλλογή Μεθιστορία (2000): «Γρηγόρης Αυξεντίου», «Ηλίας Σαμάρας» και «Για τον χαμένο ταγματάρχη Τάσο Μάρκου.

Ε: Η σταθερή προσήλωσή του στην πολυσήμαντη (και βαρυσήμαντη) έννοια της πατρίδας και πιο συγκεκριμένα σε μια θεματική η οποία έχει στον πυρήνα της την ιστορία, τον χώρο, και τον κόσμο της Κύπρου. Με αυτή την έννοια η ποίηση του Χαραλαμπίδη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πατριωτική και πατριδογνωστική. Η συνέπεια με την οποία ο ποιητικός λόγος του επιμένει πεισματικά στην αξία της πατρίδας (την οποία μάλιστα συναρτά άμεσα με την ιστορική μνήμη) ίσως να φαντάζει σε μερικούς ως ιδεολογικός και ποιητικός αναχρονισμός, σε μια εποχή που ο μεταμοντερνισμός κατάφερε (σε μικρό ή μεγάλο βαθμό) να αποδομήσει ιδεολογικές και ποιητικές σταθερές και να απλώσει γκρίζες σκιές σε έννοιες όπως γλώσσα, πίστη, ιδέα, ιστορία, πατρίδα, έθνος. Ωστόσο όπως ο ίδιος υπογραμμίζει «τελικά είναι ζήτημα ευαισθησίας. Το ν’ αγαπάς την πατρίδα σου σωστά (ή να καλλιεργείς […] ‘την επιστήμη της αγάπης για την πατρίδα’), απορρέει από τις εσωτερικές σου ρυθμίσεις, δηλαδή το βαθμό ευαισθησίας σου. Όντως αυτή αποτελεί την πρώτη ύλη της μνήμης».

Στ. Η έκφραση μιας φιλοσοφικής και κοσμοθεωρητικής αντίληψης η οποία συνδέθηκε από την κριτική με τη θρησκευτικότητα και την προσήλωση στις ορθόδοξες αξίες. Και έτσι είναι, φτάνει να μην ερμηνεύει κανείς τους όρους μονοσήμαντα γιατί τότε ενδέχεται να λειτουργούν παραπλανητικά. Περισσότερο, μου φαίνεται, μια μεταφυσική στάση η οποία συνίσταται σε μιαν πνευματική εγρήγορση και αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων και του κόσμου, όσων «συνδέουν επίκαιρα κι ανεπίκαιρα, τον φθαρτόν άνθρωπον με την άφθαρτη ουσία». Η τελευταία φράση αποτελεί εράνισμα από τον πρόλογο του Τ. Παπατσώνη στη δεύτερη ποιητική συλλογη του Χαραλαμπίδη, Η άγνοια του νερού, 1967, συστατικό κείμενο το οποίο κατέληγε με την εξής γενναιόδωρη για ένα νέο ποιητή κρίση: «Ο Χαραλαμπίδης ζωογονεί την μαρασμένη και ασθενούσα νεοελληνική Ποίηση. Της ξαναδίνει με το πρέπον δέος το μεγάλο της ηθικό θεμέλιο, έναν νέο και σφριγηλόν ουμανισμό».

  • Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου

[1] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ποιήματα 1961 – 2017, Αθήνα, Ίκαρος 2019, 37­38.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button