Greek Reports (Ελληνικά)

Αγνός χωρίς προσποίηση κι αληθινός χωρίς υποκρισία ή ένας μεθιστορικός Κυριάκος Χαραλαμπίδης…

...και ο ποιητικός τρόπος ως ενοποιούν μυστήριο της αγάπης

(Με αφορμή το βιβλίο του Κυριάκου Χαραλαμπιδη, Εν Δορί Κεκλιμένος, Σοκόλη, Αθήνα 2019)[1]

  • Παρουσίαση – Συζήτηση για το έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Παναγιώτης Θωμά

Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ., The English School, Nicosia, Πανεπιστήμιο Frederick.

***

Διοργανωτές: Δήμος Λάρνακας και Κυπριακό Κέντρο Μελετών

***

Παρουσίαση: Ανδρέας Μορφίτης, Αντιπρόεδρος ΚΥ.ΚΕ.Μ.

***

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας, Γωνία Ζήνωνος Κιτιέως & Βασιλέως Παύλου

Τετάρτη 26/02/2020 – Ώρα: 19.00

Κυριάκος Χαραλαμπίδης και Παναγιώτης Θωμά

Μια φορά κι έναν καιρό, στο δικό μας δηλαδή τον καιρό, ζoύσε ένας καλός άνθρωπος που τον έλεγαν Κυριάκο. Ο Κυριάκος ζούσε σε μια μικρή χώρα, δηλαδή τι χώρα· νησάκι, έναν βράχο δύσκολο και ακανθώδη που τον λένε θαρρώ Κύπρο. Είχε μια καλή γυναίκα και δύο παιδιά, ένα περιποιημένο σπίτι —ούτε μικρό ούτε μεγάλο— σε μια ήσυχη γειτονιά της πόλης, με όμορφο κήπο μα και ωραίους πίνακες στο σαλόνι του· σημάδι πως αγαπάει την τέχνη. Ναι, αγαπούσε πολύ την τέχνη ο Κυριάκος.

Ο Κυριάκος της ιστορίας μας έζησε μια τίμια ζωή: εργατικός, προσηνής, φιλότιμος και με πολλούς φίλους, δηλαδή αρκετούς καλούς φίλους που τον αγαπούσαν, αλλά κι αυτός —ο αγνός χωρίς προσποίηση κι αληθινός χωρίς υποκρισία— τους αγαπούσε βαθιά κι άνοιγε με τρεμουλιαστή χαρά σαν μικρό παιδί τα χέρια να τους δεχθεί στην αγκάλη του. Κάθε αντάμωμα με τους φίλους και γιορτή· μες τη φιλία ανέθαλλε ο Κυριάκος και φώταγε τον τόπο. Και στα σαράντα και στα πενήντα και στα εβδομήντα και στα ογδόντα του. Ναι, δεν είπαμε πως εν τω μεταξύ ο Κυριάκος μεγάλωσε κι αξιώθηκε να γίνει παππούς αφοσιωμένος και περήφανος· όμως θλιμμένος κάποτε για τα χρόνια που περνούν και δεν ξανάρχονται, μα και περιχαρής μέσα στην άφατη ευγνωμοσύνη για τη ζωή που έρχεται και ξανάρχεται, εκπλήσσει και συνταράσσει και ζωντανεύει τον γκρίζο κόσμο εδώ κάτω σ’ αυτό το νησί —θαρρώ πως λέγεται Κύπρος· τόπος δύσκολος, βράχος σκληρός και ακανθώδης, που μόνο σπάνια σ’ αφήνει να γευτείς τη γλυκεία ουσία του. Τα αγαπάει λοιπόν τα εγγονάκια του ο Κυριάκος της μυθιστορίας ή της μεθιστορίας μας κι αν έμαθα σωστά, πέρσι μόλις, τους έγραψε κι ένα βιβλίο με ποιήματα. Είπανε κιόλας κάποιοι ειδικοί πως πολύ καλά, ίσως και σπουδαία ήταν αυτά του τα ποιήματα. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς —γνωστικός και γραμματιζούμενος— έγραψε πως σε τούτα εδώ τα ποιήματα ίσως η Κύπρος ανακαλύψει έναν μεγάλο ποιητή, που τον έχει χρόνια εδώ, τον Κυριάκο της δηλαδή, που τον έχει χρόνια εδώ μα καλά καλά δεν τον γνωρίζει!

Δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω αλλιώς το δικό μου κείμενο για τον εκλεκτό μας Κυριάκο Χαραλαμπίδη, παρά με την πιο πάνω απόπειρά μου να τον εντάξω —ως επίδοξος κι εγώ παραμυθάς— σε κλίμα μυθικό ή αν θέλετε παρα-μυθυτικό, γιατί αυτός είναι —για όσους γνωρίζουν σε ικανοποιητικό έστω βαθμό το έργο του— ένας καθαρά χαραλαμπίδειος τρόπος: η μυθική εκδοχή και ζύμωση της ιστορίας —εν προκειμένω μιας όψης μόνο της όμορφης προσωπικής ιστορίας του ποιητή μας—, με περίβλημα ή σχήμα μυθικό, έτσι ώστε να αποδίδεται το μυστηριώδες της ανθρώπινης μορφής μακράν της μηχανιστικής παράθεσης στοιχείων τα οποία στεγνώνουν τον άνθρωπο, που —κατά Ιωάννη Δαμασκηνό— είναι ωσάν κόσμος δεύτερος, μικρόκοσμος του μεγάλου,[2] υποβιβάζοντάς τον σε απλή, ψυχρή μονάδα —ή έστω λογοτεχνική μορφή. Χρησιμοποίησα τη λέξη παραμυθητικό και οφείλω να εξηγηθώ ως συνεπής σπουδαστής του Νίκου Γ. Πεντζίκη και της θεολογικής επιστήμης, ότι παραμύθι και παραμυθία στην εκκλησιαστική παράδοση είναι έννοιες συγγενείς και ομοούσιες, όχι μόνον γιατί σχετίζονται με τη Θεοτόκο ως παραμυθία —αυτό είναι εν πολλοίς γνωστό—, αλλά γιατί ο μύθος, το μυθικό σχήμα και το μυστηριώδες που τούτο ενέχει, περιγράφοντας χωρίς να εξαντλεί κόσμο, Θεό και άνθρωπο —μέσω εικόνων, τύπων και συμβόλων— απογεννάει επίσης παρηγοριά και παραμυθία.

Μύθος παρηγοριάς λοιπόν για μένα προσωπικά ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης τα τελευταία δεκαπέντε-δεκαέξι χρόνια που τον γνωρίζω και συγχρόνως τον μαθαίνω, σαν μέγιστο ποιητή και συγχρόνως άνθρωπο ακριβό και σπάνιο. Ομολογώ, πως μου είναι δύσκολο καμιά φορά να πιστέψω πως ένας τέτοιος άνθρωπος πραγματικά υπάρχει. Ναι ο Χαραλαμπίδης, συνδυάζει ετούτο το σπάνιο· ενσαρκώνει το σχεδόν απίστευτο: είναι ένας εξαιρετικής ποιότητας άνθρωπος που μας δίνει για εξήντα τόσα χρόνια ένα εξαιρετικής ποιότητας ποιητικό έργο. Τούτο το έργο δύσκολα μπορεί να χωρέσει —δεν δημιουργήθηκε εξάλλου για έναν τέτοιον εγκλεισμό—, σε τόπο μικρό και συχνά μικροπρεπή, αν και ο ποιητής του βάνει τα πανιά για να ανοιχτεί στα πέλαγα του κόσμου. Ίσως γι’ αυτό τον γνώρισε πρώτα ο άλλος κόσμος και μετά εμείς. Ως μεταπτυχιακός φοιτητής στη θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης —μαζί με αρκετούς εκ Κύπρου συμφοιτητές μου— γνώρισα και ’γω πρώτη φορά —και ήτανε αυτό μια αποκάλυψη—, τον δικό μας ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη.

Παναγιώτης Θωμά

Επιτρέψτε μου όμως να σταθώ για λίγο στο ζήτημα της σχέσης έργου και δημιουργού και τη συνακόλουθη υποδοχή του καλλιτέχνη από τον κόσμο καθώς το έργο του ποικιλοτρόπως προσλαμβάνεται. Το καλλιτεχνικό έργο είναι εκ φύσεως κοινωνικό, γιατί έχει τα χρέη και τις οφειλές του σε μια παράδοση που προηγείται, καθώς τίποτε από το τίποτα δε δημιουργείται. Εξαίρετα το περιγράφει ο Σεφέρης με το στίχο του «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»[3] και τα λόγια του εμβριθούς νομπελίστα καλύπτουν και το διαλογικό-κοινωνικό μέρος της οντολογίας της ποίησης, αφού αυτή απευθύνεται στον κόσμο από τον οποίο αντλείται. Γιατί κι ο ποιητής γεννιέται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, συνθήκες που κι αν δεν τον ορίζουν εξ ολοκλήρου, καθορίζουν —έστω σε κάποιο βαθμό— την ευαισθησία και τη συναισθησία του. Αυτό που θέλω εδώ πρωτίστως να επισημάνω (νομίζω δε πως τούτο είναι ζήτημα που απασχολεί συχνά αρκετούς) είναι πως δεν χρειάζεται να μπαίνει μια απόλυτα διαχωριστική γραμμή μεταξύ του δημιουργού και του δημιουργήματος, του καλλιτέχνη και του τεχνουργήματός του. Τούτο συμβαίνει πολλές φορές για λόγους ιδεολογικούς, από ιδεοληψία ή άγνοια ή προκατάληψη, αλλά και από έναν υποβόσκοντα ηθικισμό, ο οποίος σκοντάφτει στα όποια ελαττώματα ή αδυναμίες του καλλιτέχνη, τείνοντας ακόμα και να απορρίπτει αυτόν ως πρόσωπο την ώρα που δέχεται το έργο του. Τούτος ο δυϊστικός ηθικισμός («ξερακιανή δασκάλα» ονομάζει την ηθική ο δικός μας Παντελής Μηχανικός σε ποίημά του)[4] αρνείται να δει τον κάθε άνθρωπο αλλά και τον καλλιτέχνη ρεαλιστικά στην πολύπλευρη, πολύπλοκη και επιρρεπή φύση του. Με ακρίβεια και βιβλική συνείδηση στον λόγο της κατά την ανακήρυξή της σε επίτιμη διδάκτορα του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. έθιξε το ζήτημα η Κική Δημουλά το 2015. Είπε τότε η απαραρηγόρητη μύστις της ποίησης, που εχθές μόλις με θλίψη ο Ελληνισμός εκήδευσε:

«Με ρωτούν συχνά αν παρηγορεί η ποίηση. Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Πώς να τους στερήσω τη διέξοδο; Εγώ νομίζω ότι η ποίηση τη γενναιότητα καλλιεργεί, ξέρω πως σκάβει, σκάβει, δε φοβάται να σκύψει και να δει το αποτρόπαιο βάθος μας, να δει ότι δεν περιέχουμε μόνον ένα Σίμωνα Κυρηναίο, έναν Ιωάννη, αλλά κι έναν Ιούδα κι έναν αλέκτορα, κι έναν Πόντιο Πιλάτο σε ετοιμότητα, και μια ένοχή που όλο νίπτει τας χείρας της […]»[5]

Θα πιαστώ από την έννοια της καλλιέργειας που αναφέρει η Κική Δημουλά, για να επιστρέψω στον κύριο Χαραλαμπίδη, τον έτερο κορυφαίο του καιρού μας, με την αναντίλεκτη και πλουτοφόρα διαφορετικότητα: ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης —το αναφέρει και στο βιβλίο του που δεσμεύτηκα σήμερα να σας παρουσιάσω—, προτείνει και προκρίνει την ποίηση ως καλλιέργεια της ψυχής, συνεπώς και της ιδιοπροσωπίας του ποιητή. Δύσκολο άθλημα. Τούτο δε καταδεικνύει και τη φανερή θεολογικότητα του ποιητή μας, τη ρωμαλέα, ποιητική ανάγνωσή του επάνω στη θεολογική παράδοση και το αδιαχώριστο από αυτήν εκκλησιαστικό βίωμα. Συνδυάζω ακολούθως διαφορετικά αποσπάσματα από το εν λόγω βιβλίο για να επιρρώσω τη θέση μου. Σημειώνει ο ίδιος, ανάγοντας την ποίηση σε modus videndi και σε όργανο γνώσης του κόσμου και μετοχής σε αυτόν:

«Χωρίς αμφιβολία η έμπνευση, που το πρώτο κύτταρό της μας δίνεται εξ ουρανού, προϋποθέτει καλλιέργεια και μόχθο για να αποδώσει καρπούς. Θυμηθείτε την παραβολή με τα τάλαντα, καθώς και τη θεία προτροπή “αιτείτε και δοθήσεται υμίν, την θύραν κρούετε και ανοιγήσεται”. Και ακόμη πιο πολύ, τη φράση “η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν”. Τίποτα δεν μας δίνεται χαριστικά. Μονάχα η Θεία Χάρις, εφόσον αξιωνόμαστε να γίνουμε ταπεινοί θεράποντες της τέχνης, με ανεξάντλητο μόχθο και πάθος καλλιέργειας».[6] […] ενώ αλλού «Και τι άλλο παρά ζωή είναι η Ποίηση; Η εγγραφή του ονόματός της στο μητρώο των λέξεων δηλώνει και τον Πατέρα και τη Μητέρα της, καθιστά φανερό πως η λέξη “ποιώ” σχετίζεται με τη Δημιουργία που, όταν είναι αληθινή, επαληθεύει την Αρμονία, ως ενοποιό κανόνα όλων των στοιχείων της ζωής. Σε προέκταση μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε πως εκφράζει την οντολογία της υπάρξεως, θέλω να πω τις συντεταγμένες του έξω και του μέσα μας Σύμπαντος»,[7] και αλλού: «Μια στάση του Ακαθίστου Ύμνου και μια ανόρθωση του ανθρώπου, όταν αυτός επαν-ίσταται και βγαίνει απ’ τον μίζερο τάφο του επανευρίσκοντας το πρόσωπό του, υπενθυμίζουν το κάλλος. Ο κόσμος είναι όμορφος όταν ακριβώς δεν ξεχνούμε την ανθρώπινη αξία μας. Αυτό είναι μια αληθινή επανάσταση, με χορηγό τη Αγάπη για όλα τα πράγματα και τα πλάσματα του κόσμου. Λέγοντας “πλάσματα”, εννοώ τα πάντα που έχουν μέσα τους πνοή ζωής —δεν εξαιρούνται ακόμη και οι δαίμονες, για τους οποίους λέγεται πως είναι οι εκπεσόντες άγγελοι».[8]

Παναγιώτης Θωμά, Ανδρέας Μορφίτης, Παντελής Βουτουρής

Δεν μπορώ παρά να επισημάνω, πως η τελευταία περί δαιμόνων φράση του ποιητή μας θυμίζει δίχως άλλο τον εκπληκτικό, συγκινητικό λόγο του Αγίου Ισαάκ του Σύρου που ορίζει την όντως ελεήμονα καρδία, τονίζοντας, πως τούτη είναι η καρδιά που καίγεται για όλη την κτίση και χύνει για όλα τα πλάσματα δάκρυα προσευχής· ακόμα και για τους δαίμονες και τους εχθρούς της πίστεως,[9] ενώ μυστικό νήμα ενώνει όλα ετούτα με το υπέροχο τέκνο, το μεγάλο παιδί της Μητέρας Θεσσαλονίκης, φιλοπαίγμονα μυθοπλάστη και καλό φίλο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, που δεν είναι άλλος απ’ τον σουρεαλιστή της Ορθοδοξίας Νίκο Γ. Πεντζίκη. Γράφει λοιπόν ο ομότεχνος μα και δάσκαλος του Κ. Χαραλαμπίδη, υπενθυμίζοντας —κατά τον δεύτερο— «τη στέρεη απλότητα και την εκούσια αφέλεια […] που διεμβολίζουν τον ποιητικό ουρανό ως «κατακτημένη παιδικότητα»:[10]

«Μαύρο και κόκκινο απέξω το σκάφος […] διατηρούσε μια επιβλητική σιωπή το πλοίο με τον όγκο του, γεμάτο μυστήριο σαν ένα ζώο. Όλα τα πράγματα του κόσμου σκέφτηκα, όποια χέρια κι αν τα ’πλασαν, όπως κι αν γίνηκαν είναι άξια της προσευχής μας. Τίποτα δεν υπάρχει μηχανικά, απλώς για να ’ ναι χρήσιμο. Δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος με τα πράγματα, τα ζώα, ή τα σίδερα αν αυτά δεν είναι γεμάτα από έρωτα».[11]

Όλα τα πράγματα είναι λοιπόν άξια ποιητικής αναφοράς, ποιητικής μνημείωσης, καρπού παθιασμένης, έμπονης ερωτικής αγάπης και τούτο ασφαλώς το συναντάει κανείς στο ίδιο το ποιητικό έργο του Χαραλαμπίδη σε πλείστα όσα ποιήματα-μαργαριτάρια που φανερώνουν αυτήν ακριβώς την καθολική ευαισθησία. Είναι αυτή που κάνει αυτονόητη για τον Χαραλαμπίδη τη μνημόνευση των μουλαριών που υπέφεραν στη λαίλαπα του πολέμου του 40’ μαζί με τους πολεμιστές στο κείμενο του για τον πατέρα του Κώστα Χαραλαμπίδη, γενναίο επιλοχία του αγώνα.[12] Εδώ βέβαια ανιχνεύει κανείς και την ευφυή, σταθερά χιουμοριστική διάθεση του ποιητή —δηλαδή την διάθεση ανθρωπιάς, όπως μας διαφωτίζει επισκεπτόμενος τη λέξη—,[13] ο οποίος στο μουλαράκι ή το γαϊδουράκι βλέπει την κυπριακή εντοπιότητα, την καρτερικότητα και την ανύψωση του ζωικού σε μαρτυρικό! Άλλη περίπτωση, τόσο εξάλλου εξαίσια συμ-παθητική και κατορθωμένη ως καθολική τελετουργική φαντασία (“felt knowledge”),[14] είναι η αναφορά του στο ποίημα «Στον κήπο των ηρώων (Ενός λεπτού σιγή στο Μεσολόγγι)», για το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο της οποίας μας πληροφορεί στο τελευταίο του βιβλίο. Τους καταληκτικούς και μόνο στίχους για λόγους οικονομίας σας διαβάζω:

«[…] Ω κεφάλι

αγαπημένης αδελφής που πέφτει

ενδεδυμένη ευπρέπειαν!

Πάνωθέ της μικρά πουλιά, π’ αλίμονο δεν ξέρουν

άλλη δουλειά να κάνουν· μόνο κελαδηάν

την ώρα της μονόλεπτης σιγής —

άλλο για το παιδί του που λαβώθηκε

από μεγάλο αρπακτικό, άλλο για την καλή του

που μ’ ένα πιο γοργό από κείνο φτερωτό

μια μέρα το ’σκασε και μονάχο τ’ αφήκε

στα κρύα κλαριά του δέντρου,

άλλο την αναγάλλια του για τα λαμπρά στολίδια

της φύσης, για τα σπόρια κι όλα τα καλά

που ο Κύριος και Θεός του σκόρπισε άπλετα».[15]

Όλα τα πιο πάνω φανερώνουν το ποιητικό ομότροπο Πεντζίκη και Χαραλαμπίδη και τόσων άλλων στ’ αλήθεια ποιητών στη διαχρονία του θεολογικά εμποτισμένου λόγου: αυτός εκτείνεται από την Παλαιά Διαθήκη ως τα Ευαγγέλια, το Γρηγόριο Θεολόγο, τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον φίλο και εν μεταφράσει συνδαιτυμόνα του ποιητή μας Ρωμανό τον Μελωδό, τον Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη και τόσους άλλους, διευρύνοντας τους ορίζοντες της Εκκλησίας ή υπενθυμίζοντάς της πόσο πολύ τους στένεψε για να εκπίπτει συχνά σε απλό ηθικολογικό θεσμό τελετουργιών καθημερινής ή επετειακής χρήσεως, όταν πια απ’ αυτήν εκλείπει ο Λόγος ο ποιητικός και όλα κατανοούνται ως μαγικά καθώς μηχανικά εκτελούνται.

Κώστας Κατσώνης, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Παντελής Βουτουρής, Ανδρέας Μορφίτης, Παναγιώτης Θωμά

Περί Λόγου με κεφαλαίο λοιπόν ο Λόγος, και δος μοι λόγον Λόγε, να μιλήσω για τη θαυμαστή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη προσέγγιση του Υιού και Λόγου του Θεού που ενανθρώπησε, την όντως μεθιστορική, ως εσχατολογική, καθώς με τούτο το παράδοξο μυστήριο της τομής της ιστορίας από τον δημιουργικό Λόγο του Θεού, το επέκεινα εισέβαλε στο παρόν και το γέμισε με νάματα ανθρωπινότητας θεανδρικής, αλλά και ερωτήματα απορίας εύλογης και συνάμα συναρπαστικής. Τούτην υπηρετεί ο Χαραλαμπίδης με την «Αποκαθήλωση Α’ και Β’», την «Ιστορία Χριστολογική», το «Αυτός που βάδισε απάνω στο νερό, τόσα και τόσα άλλα Χριστολογικά του πονήματα, για τα οποία είμαι σίγουρος πως έλαβε την άδεια από τον ίδιο τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή όταν εκείνος μας είπε: «Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος όλος δε θα χωρούσε, νομίζω, τα βιβλία που θα ’πρεπε να γραφτούν»,[16] κατακλείνοντας έτσι το Ευαγγέλιό του και αφήνοντας ορίζοντες ανοικτούς για το αίμα της ποιητικής φλέβας, ώστε να διαχυθεί παραδοξολογικά στο μέγα μυστήριο της ομοιοπαθητικής ταύτισης του Θεανθρώπου με τα πλάσματά του. Κάτι που δικαιώνεται πληθωρικά κι από έναν άλλον ποιητή, τον Γρηγόριο Νανζιανζηνό, ο οποίος από νωρίς μας έδωσε τον οδικό χάρτη μιας κατά πάντα νόμιμης φιλοσοφίας που συγγενεύει ουσιαστικά με την ποίηση:

«Θα σου δώσω εγώ και σ’ αυτό πλατειές οδούς· φιλοσόφησέ μου για τον κόσμο ή τους κόσμους, περί ύλης, περί ψυχής, περί λογικών φύσεων που είναι καλύτερες ή χειρότερες, περί αναστάσεως, περί κρίσεως, ανταποδόσεως, Χριστού παθημάτων. Γιατί, όταν επιτυγχάνεις (φιλοσοφώντας επάνω σε αυτά τα ζητήματα) δεν είναι άχρηστο και το να πέσεις σε λάθη είναι ακίνδυνο».[17]

Ακολουθεί ένα εξαίσιο δείγμα χαραλαμπίδειας Χριστολογίας· αν προσέξατε το λέω χωρίς περιστροφές και το έχω κιόλας δημοσιεύσει στην συνέντευξη που μου έδωσε τη χαρά να μου παραχωρήσει, πως ο Χαραλαμπίδης είναι μια ισότιμη ανάμεσα σε άλλες σημαντική θεολογική φωνή του ελληνικού χώρου στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα. Αφουγκραστείτε τον και συμφωνήστε ή διαφωνήστε ελεύθερα, καθώς μας παραδίδει στο Εν Δορί Κεκλιμένος:

«Χάρις, χαρά, ευφροσύνη, μελαγχολία και θλίψη: έννοιες συναφείς, συνεπικουρούμενες απ’ την εσώτερη ψίχα τους σ’ αλληλοπεριχώρηση πνευματική. Ας φανταστούμε τον Ιησού στο ακρότατο σημείο της αγωνίας του, όταν αναστέναξε και είπε  «περίλυπός ἔστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μέσ’ από στο ρήγμα της ψυχής, φωτολούστηκε από την πλήρη επίγνωση της μοναξιάς, που αποκάλυπτε τ’ αβυσσαλέο βάθος της αποστολής. Ήταν ο απόλυτος “ξένος”, ο απόλυτος “παράδοξος” για το ανθρώπινο γένος. Αυτό λοιπόν το γένος, αφού διέσχισε μύριους αιώνες για να βγει απ’ την Προϊστορία του, συνέχισε κτίζοντας (συχνότερα γκρεμίζοντας) την Ιστορία του. Εκείνος όμως ο “ξένος”, έμφορτος από τη γνώση που “δεκαπλασιάζει”, καταπώς το είπε ο Ταρκσόφσκι, “τη θλίψη”, ζητούσε, τέμνοντας την ιστορία να διεκτείνει τον άνθρωπο και να τον εντάξει στη Μεθιστορία του, που είναι το επόμενο πεδίο. Εξέλιξη άλλης τάξεως, που δεν συντελείται φυσικά με απλή λογική και μαθηματικούς υπολογισμούς».[18]

Επειδή όμως αποδίδω στον αγαπητό μου ποιητή μας τον τίτλο του όντως θεολογούντως, δεν θα παραλείψω να σημειώσω, ότι θα πρέπει να σεβαστούμε και την ακόλουθη παράκλησή του, η οποία έπεται μάλιστα αυτοβιογραφικού του σχολίου που μαρτυρεί λειτουργική μυσταγωγία και εμπειρία και πάλι στο τελευταίο του πόνημα: «Μη με εκλάβετε, παρακαλώ, για θεολόγο —ποιητικά αισθάνομαι τα πράγματα, γιατί η τελετουργία, όταν είναι αληθινή και διόλου τυπολατρική, συνδέεται άμεσα με το θαυμάσιο μυστήριο της κοσμογένεσης, με το “απορώ και εξίσταμαι” της ποιητικής θεώρησης του κόσμου».[19] Τί συμβαίνει λοιπόν εδώ; Το εξής φυσιολογικό για την αδέσμευτη και ανυπότακτη φύση του κατά φύσιν ποιητή μας: συνεχίζει να θεολογεί κοφτερά την ώρα που αποκηρύσσει τίτλους και ταμπέλες αχρείαστες. Θυμίζει και σε αυτό τον Πεντζίκη που είχε πει: «[…] ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης […] γι’ αυτό αισθάνομαι ότι μπορώ […] και να γράφω».20] Διατηρεί έτσι και το δικαίωμα της ακίνδυνης αστοχίας μακριά από κάθε δογματική βεβαιότητα.

Αναγκαία τα πιο πάνω γιατί ο οσονούπω επίτιμος διδάκτορας της θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου προκαλεί και οφείλει να προκαλεί με τα ποιήματά του· σκανδαλίζει —τί άλλο άραγε έκαναν οι διά Χριστόν σαλοί της Εκκλησίας— δοκιμάζοντας τα όρια της σύγχρονης θεολογίας και της πνευματικής ελευθερίας των τέκνων της Εκκλησίας. Δεν θα επεκταθώ πολύ, γιατί δεν θέλησα ποτέ να υπερασπίσω, όποιον και ό,τι δεν χρειάζεται υπεράσπιση. Αλλά επειδή κάποιες ατόφιας ευσεβιστικής κοπής αντιδράσεις υπήρξαν από μίζερους εκπροσώπους μιας θεολογίας της αυταπάτης και της φανατισμένης απομόνωσης, θέλω να τονίσω, πως το τόσο όμορφο και κοφτερό «Ένα κορίτσι με Μαγιό»[21] του Κ. Χαραλαμπίδη (για το κορίτσι που μπήκε στο ναό με το μαγιό μα δεν εμπόδισε τη συνέχιση του μυστηρίου, αναγκάζοντας και τον «νιό παπά» στο τέλος να του χαμογελάσει), φανερώνει με την εξωτερική γύμνια που εκθέτει, το κάλλος στο οποίο πρέπει να υποκλιθούμε δοξολογικά.[22] Μας φέρνει δε ενώπιον του μυστηρίου της ερωτικής αγάπης γυμνής και σπαρταριστής, όπως τη μαρτυρεί το Άσμα Ασμάτων, που, όπως ο ποιητής μας μας πληροφορεί σε τούτο εδώ το βιβλίο, συνεχίζει —και μόνο που υπάρχει στη Βίβλο—, να βγάζει απ’ τα ρούχα του κάθε τυπολάτρη, ηθικιστή και ευσεβιστή.[23] Θείος έρως και έρως ανθρώπινος διασταυρώνονται στην ασκητική γραμματεία· το ξέρει καλά ο Χαραλαμπίδης, όπως επίσης ξέρει και μας διδάσκει στο εκπληκτικό αυτοσχόλιό του για το ποίημα «Στα Στέφανα της Κόρης του»,[24] πως κάθε παρείσακτος στο ναό εν ώρα μυστηρίου μπορεί να είναι ο Χριστός (ως πατέρας, μάνα, ανύμφευτη κόρη του Παπαδιαμάντη, Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι, ζητιάνος του σύγχρονου κόσμου μας) που προκαλεί και διαχέει το μυστήριο της Αγάπης εντός και εκτός ναού, πέρα και πάνω από τυπικά και τύπους, σαν το πατέρα του ποιήματος που παίρνοντας «ξανά τη θέση του στο χώμα» μας υποψιάζει πώς μπορεί μες τη μυστηριώδη υφή του που περιέχει θεία ενέργεια και πνοή, να λειτουργήσει το μυστήριο της Ανάστασής του. Η αγάπη, έτσι σημείωνε ο δάσκαλος μας Νίκος Ματσούκας, δεν είναι απλό συναίσθημα, αλλά «η δομική, λειτουργική και συνεκτική έκφραση της ζωής»,[25] η μυστηριακή και μυστηριώδης θεία ενέργεια που ενώνει και μεταμορφώνει τα σύμπαντα.[26]

Συγχωρέστε με αν επεκτάθηκα πολύ· είναι πολλά αυτά που ήθελα να πω μα δεν τα είπα, τόσο πολύ εμπνέει ο πυκνός, μεστός, σοφός λόγος του ποιητή μας σε αυτό το τελευταίο βιβλίο δοκιμίων του. Δεν είναι εύκολη διόλου υπόθεση η αναμέτρηση με έναν Χαραλαμπίδη. Ομολογώ πως ακόμα μια φορά έπαθα ήττα, ηττήθηκα ξανά από τον λόγο του. Όμως ήταν μια γλυκειά ήττα που δεν με αφήνει να πέσω στην ηττοπάθεια, αλλά με ωθεί να προχωρήσω στην ηττομάθεια, εμπνεόμενος από τον ποιητή μας.

Επιτρέψτε μου να κλείσω όπως ξεκίνησα, δίνοντάς σας όμως αυτή τη φορά ένα παραμύθι από το μέλλον:

Κάπου λοιπόν στο 3020 μ.Χ. ψηλά σε ένα άρτι ανακαλυφθέν άστρο, όπου ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης έχει μετοικήσει, τον βρίσκουν πανευφρόσυνο να συντυγχάνει με πολλούς απ’ τους αγαπημένους του: τον Καραϊσκάκη, τον Ιησού, τον Αϊνστάιν, τον Καβάφη, τον Σεφέρη μα και της Σκιάθου τον ιερότατο ποιητή Παπαδιαμάντη. Δε θα μου αρκέσει ο χρόνος να σας πω τι μ’ όλους αυτούς ο καλός μας Κυριάκος λέγει, ενώ στα διαλείμματα από τούτο το συμπόσιο, της άνω βασιλεύουσας Αμμοχώστου τις πύλες ανοίγει, περιχαρής για ν’ ανασαίνει λίγο τη θωριά της και να φεύγει.

Μα θ’ αρκεστώ μονάχα να σας πω

—μη και σας έχει εξαφθεί η περιέργεια—

πως ο Καραΐσκος με θαυμασμό αμίλητος τον ποιητή κοιτάει,

στο άλογό του όλη την ώρα καθισμένος,

που επά στη σέλα του έχει σκαλισμένο

του Χαραλαμπίδη το ποίημα

«Υποδοχή Γεωργίου Καραϊσκάκη εν παραδείσω»

—στη σύλληψη καμαρωτός συγκαταβαίνοντας.

Στον Άινστάιν ο ποιητής μας εξηγάει

την ποιητική δομή των μαθηματικών του αποδείξεων,

ενώ ο Ιησούς με νοσταλγία συχνά-πυκνά τονε ρωτάει:

«πες μου Κυριάκο μου καλέ

την τόση τέχνη την αμίμητή σου δωσ’ μου,

πώς ήξερες τόσα πολλά για ’κείνα τα γλυκά,

τα παιδικά μου χρόνια

και που το είδες, πως το ήξερες εσύ

πως είχα παραπατήσει στο ποτάμι

καθώς κοιτούσα μια γαλάζια πεταλούδα»;

Ευχαριστώ!

[1] Ομιλία στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε εκδήλωση για το έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Λάρνακα, 26 Φεβρουαρίου 2020.

[2] Βλ. Ιωάννης Δαμασκηνός, «Περί Ανθρώπου», Έκδοσις Αρκιβής της Ορθδοδόξου πίστεως, PG94, 921A.

[3] Γιώργος Σεφέρης, «Επί σκηνής», ΣΤ΄, Τρία κρυφά ποιήματα, 1966, Ποιήματα. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 290, στίχ. 2. Βλ. στο ίδιο στίχ. 1-10 για τη συνάφεια στην οποία ανήκει ο στίχος.

[4] Παντελής Μηχανικός, «Ο κήπος της Άνοιξης», Παρεκκλίσεις. Ποιήματα, Χρυσοπολίτισσα, Λευκωσία 1982,

σ. 44, στιχ. 14-23: «Τα δέντρα τεντώνουν τη μεγαλοπρέπειά τους χωρίς περιστροφές / άφοβα στον ουρανό / […] και ρήμαξαν / τις φραγές του δικαίου και του αδίκου / τα θέριεψεν η αγάπη / και εξαφάνισαν τους διαδρόμους / πού ’ρχονταν / ξερακιανή δασκάλα η Ηθική».

[5] Κική Δημουλά, «Η Πλάνη», Αναγόρευση της Κικής Δημουλά σε Επίτιμη Διδάκτορα του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, Ίκαρος, Αθήνα 2016, σ. 49.

[6] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Σημασία έχει να είσαι αληθινός. Συνέντευξη στον Παναγιώτη Θωμά», Εν Δορί κεκλιμένος, Αθήνα 2019, σ. 178.

[7] Χαραλαμπίδης, «Διάγραμμα Ιστορίας Εσωτερικού Βίου», Εν Δορί κεκλιμένος, σ. 32.

[8] Χαραλαμπίδης, «Διάγραμμα Ιστορίας Εσωτερικού Βίου», Εν Δορί κεκλιμένος, σ. 34.

[9] Βλ. Ισαάκ Σύρος, Τα ευρεθέντα ασκητικά, ΠΑ’, Βασίλειος Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 306.

[10] Χαραλαμπίδης, «Ανάμνηση Αθωότητας», Εν Δορί κεκλιμένος, σ. 21.

[11] Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα, Αθήνα ²1992, σ. 125.

[12] Βλ. Χαραλαμπίδης, «Ο Επιλοχίας Κώστας Χαραλαμπίδης», Εν Δορί κεκλιμένος, σ. 124-125.

[13] Βλ. Χαραλαμπίδης, «Έρως Λόγου Ελληνικού», Εν Δορί κεκλιμένος, σ. 50.

[14] Βλ. Wendell Berry, «Two Minds», Citizenship Papers, Shoemaker & Hoard, Ουάσινγκτον 2004, σ. 103: «Η δικαιοσύνη είναι διαδικασία λογική. Το έλεος δεν είναι διαδικασία και δεν είναι λογικό. Είναι ένα είδος ελευθερίας που προέρχεται από τη συμπάθεια, που είναι θα λέγαμε φαντασία η αισθητή γνώση του τί σημαίνει να είσαι ένα άλλο πρόσωπο ή ένα κτίσμα».

[15] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Στη Γλώσσα της Υφαντικής, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ. 57.

[16] Ιω. 21:25.

[17] Γρηγόριος Θεολόγος, Θεολογικὸς πρῶτος, PG36, 25Α.

[18] Χαραλαμπίδης, «Ανάμνηση Αθωότητας», Εν δορί κεκλιμένος, σ. 10.

[19] Χαραλαμπίδης, «Διάγραμμα Ιστορίας Εσωτερικού Βίου», Εν δορί κεκλιμένος, σ. 37

[20] Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Ποτέ δεν θα Γίνω Λογοτέχνης», Υδάτων Υπερεκχείλιση. Ανάλεκτα, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 209.

[21] Χαραλαμπίδης, Στη Γλώσσα της Υφαντικής, σ. 64.

[22] Πρβλ. Χρυσόστομος Σταμούλης, «Ένα Κορίτσι με Μαγιό / Μπήκε στην Εκκλησία —Αναστεναγμός Υπαινικτικός του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και η Ουσία της Θεολογίας», Πάροδος 37 (2010), σ. 4427-4428:

[…] «Έχω την αίσθηση, πως ο ποιητής, γνώστης της εκκλησιαστικής εμπειρίας της καθ’ ημάς Ανατολής, μέτοχος μιας ασκητικής ευαισθησίας, επιχειρεί με τούτο του το ποίημα, ως άλλος δια Χριστόν σαλός, να δυναμιτίσει τη βεβαιότητα του εκκλησιαστικού σώματος, εκείνη τη συστηματοποιημένη ηθική, που αδυνατεί να δεχτεί πως κέντρο του συνολικού τρόπου, το μόνο κέντρο του εκκλησιαστικού ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να είναι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τουτέστιν ο χώρος και ο τρόπος της ιεράς θυσίας. Εντός του και εξάπαντος όχι εκτός τελούνται τόσο τα πνευματικά όσο και τα σωματικά των ανθρώπων του κόσμου, στην προσπάθεια τους να συναντήσουν Θεό και ανθρώπους σε κείνο τον ανηφορικό και στενό δρόμο, που ξεβγάζει στην ολοκληρωτική κοινωνία, που προϋποθέτει κένωση, με άλλα λόγια άδειασμα ολοκληρωτικό, έναν εθελούσιο μηδενισμό, ικανό να επιτρέψει τη συγ-χώρεση του άλλου και ως εκ τούτου την πλήρωση της ύπαρξης  μέσα από το μυστήριο της ολοκληρωτικής κατάφασης στην έκπληξη. […] αποδεικνύει την αδυνατότητα διαίρεσης του κόσμου σε ιερό και βέβηλο […] που απομακρύνει με μιας από το σώμα του σύνολου πολιτισμού εκείνη την ασθένεια που ονομάζεται μανιχαϊσμός και η οποία ευθύνεται για την ενοχοποίηση της σάρκας από τη μια, αλλά και του κόσμου ολάκερου από την άλλη. Και είναι αλήθεια ότι η ιερά θυσία δεν διακόπτεται, δεν μπορεί να διακόπτεται, από τα ανθρώπινα, διότι λειτουργεί τα ανθρώπινα και λειτουργείται από τα ανθρώπινα, στον τύπο και τον τόπο που εισηγείται η σάρκωση του Θεού Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, που ένωσε στο πρόσωπό του Θεό και ανθρώπους και απέδειξε με τον τρόπο αυτό τη διαλογική και εξάπαντος όχι διαλεκτική λειτουργία των πάντων εν Χριστώ. Δίχως καμία αμφιβολία και εξαιρώντας βέβαια την ενσυνείδητη πρόκληση που εισάγει στη συζήτηση το εργαλοιοποιημένο  μαγιό, ο Χαραλαμπίδης […] αποκαλύπτει τον λειτουργικό ρεαλισμό, εντός του οποίου χωρούν οι πάντες και τα πάντα».

[23] Χαραλαμπίδης, «Γιάννης Ρίτσος. Ελκόμενος και Έλκων», Εν δορί κεκλιμένος, σ. 111.

[24] Βλ. Χαραλαμπίδης, «Ιεροφάνεια εν Μυστηρίω. (Στα Στέφανα της Κόρης του)», Εν δορί κεκλιμένος, σ. 77-84.

[25] Νίκος Ματσούκας, «Η Αγάπη», στο Η Ελευθερία ως Αγάπη, επιμ.: Σταύρος Φωτίου, Ιερά Μητρόπολη Κιτίου, Λάρνακα 2000, σ. 104.

[26] Προσωπικά θα ενέτασσα αυτή την ερμηνεία που σαφώς προεκτείνει ή εκδιπλώνει τη σκέψη του ποιητή στη θέση της σύγχρονη θεολογίας ότι το προ-λειτουργικό, το λειτουργικό και το μετα-λειτουργικό θα πρέπει να θεωρούνται σε μια άρρηκτη μυστηριακή και βιωματική συνέχεια. Βλ. Βλ. Στυλιανός Χ. Τσομπανίδης, Μετα‑λειτουργία. Η ορθόδοξη συμμετοχή στην κοινή χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας, Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 245‑255, 286 και Χρυσόστομος Αθ. Σταμούλης, «Άσκηση και Ευχαριστία», Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη Θεολογία, Ίνδικτος, Αθήναι 2008, σ. 168-169.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button