Greek Reports (Ελληνικά)

Το Ενωτικό Δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950

Ο Ενωτικός Αγώνας στην Κύπρο αρχίζει επίσημα από το 1828 με σχετικά υπομνήματα προς τον πρώτο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Προϊόντος του χρόνου οι ενωτικές προσπάθειες των Ελλήνων Κυπρίων γίνονται ολοένα και πιο έντονες, με αποκορύφωμα το Ενωτικό δημοψήφισμα τους 1950.

Είχαν προηγηθεί δύο ακόμη Ενωτικά Ψηφίσματα σε όλους τους ενοριακούς ναούς της Μεγαλονήσου, το πρώτο την 25η Μαρτίου 1921 και το δεύτερο την 25η Μαρτίου 1930.

Η ιδέα της συγκέντρωσης υπογραφών ως μέτρο πίεσης για την εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης γεννήθηκε στους κόλπους της Κυπριακής Αριστεράς.

Η ηγεσία του «Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού» (Α.Κ.Ε.Λ.) σε ανακοίνωσή της το Νοέμβριο του 1949, ανήγγειλε την πρόθεσή της να συγκεντρώσει υπογραφές υπέρ της Ενώσεως. Μέσω οργανώσεων και Δημοτικών Συμβουλίων που έλεγχε, το Α.Κ.Ε.Λ., κατάγγειλε με υπόμνημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) την καταπίεση των Ελλήνων της Κύπρου από τους Βρετανούς, προβάλλοντας επιτακτικά το αίτημα για Ένωση, καλώντας την Ελληνική Κυβέρνηση «να υποστηρίξει τον πανελλήνιο πόθο για την Ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα».

Η Εθναρχία υπό την καθοδήγηση του Μακαρίου Β’, υιοθετεί αυτή την ιδέα και αναγγέλλει ότι θα αναλάμβανε η ίδια τη διοργάνωση του όλου εγχειρήματος. Το Α.Κ.Ε.Λ. χάριν της ενότητας, συμφωνεί και καλεί τα μέλη και τους οπαδούς του να ψηφίσουν υπέρ της Ένωσης στο δημοψήφισμα.

Η βρετανική αποικιακή διοίκηση απορρίπτει στις 12 Δεκεμβρίου 1949, την πρόταση της Εκκλησίας να αναλάβει αυτή τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος, διαμηνύοντας πως δεν τίθεται ζήτημα αλλαγής του καθεστώτος στην Κύπρο και το όποιο αποτέλεσμα ενδεχόμενου δημοψηφίσματος, δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία για την ίδια. Παρά την άρνηση της αποικιακής κυβέρνησης, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ με εγκύκλιό του προς τον λαό θα ανακοινώσει την απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος:

«Κυπριακέ λαέ, καλείσαι όπως ηνωμένος και αδιάσπαστος επιτελέσεις και τώρα το προς την δούλην πατρίδα σου καθήκον μετ’ ενθουσιασμού. Δι’ Ένωσιν και μόνον Ένωσιν ηγωνίσθης επί τόσα έτη. Ένωσιν και μόνον Ένωσιν καλείσαι να επισφραγίσεις διά της ψήφου σου. Εμπρός Κύπριοι, όλοι εις τα επάλξεις διά την μάχην του Δημοψηφίσματος, διά την εθνικήν μας αποκατάστασιν, διά την Ένωσιν με την αθάνατον Μητέρα Ελλάδα».

Την εγκύκλιο και τη θέση της Εκκλησίας στήριξε με ιδιαίτερη θέρμη και το Α.Κ.Ε.Λ. Ήταν η πρώτη και η μοναδική ίσως φορά που Κυπριακή Εκκλησία και Α.Κ.Ε.Λ., είχαν κοινό πολιτικό στόχο. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που η ενωτική πρωτοβουλία τύγχανε παλλαϊκής υποστήριξης. Τέτοια αρραγής ενότητα δεν θα υπάρξει άλλη από τότε. Δεν ήταν όμως μια απλή ομογνωμία μόνο. Ήταν η κραυγή της Ελευθερίας που κρατούσε αιώνες και μετατράπηκε σε αγώνα αέναο και ανυποχώρητο από το 1821 στα στήθια του αλύτρωτου Κυπριακού Ελληνισμού που πρόσμενε και τη δική του δαφνοστεφανομένη Άνοιξη, χωρίς αλυσίδες και χωρίς δυνάστες.

Τον Ιανουάριο του 1950, ο Μακάριος Γ΄ ως προϊστάμενος του Γραφείου Εθναρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου, οργάνωσε το δημοψήφισμα που διεξήχθη σε δύο συνεχόμενες Κυριακές, ­ στις 15 και 22 του Ιανουαρίου του 1950 στις εκκλησίες, και είχε τη μορφή δημόσιας (φανερής) συλλογής υπογραφών, υπό την επίβλεψη των ιερέων. Η συλλογή των υπογραφών γινόταν έξω από τις εκκλησίες και άρχιζε μετά την κυριακάτικη δοξολογία.

Πρώτη φορά στην ιστορία του νεότερου Κυπριακού Ελληνισμού ο απλός πολίτης, ο τελευταίος γεωργός, ο πιο άσημος εργάτης, διατράνωνε και διεκδικούσε με την υπογραφή του αυτό που πίστευε, σε μια άνευ προηγουμένου πνευματική έκφραση και ανάταση. Μνήμες αέναες και εμπειρίες κοινές, που εκφράζονταν μέσα από τα ήθη και τα έθιμα, τη κοινή γλώσσα, την κοινή θρησκεία και ιστορία, τους κοινούς αγώνες, τους κοινούς καημούς και πόθους, σφράγισαν το χαρτί με το αίτημα της Ενώσεως.

Οι συμμετέχοντες υπέγραφαν τέσσερις φορές έτσι ώστε να δημιουργηθούν τέσσερις τόμοι που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και είχαν την επιλογή να υπογράψουν σε ειδικά φύλλα χαρτιού που έγραφαν στο πάνω μέρος με κεφαλαία γράμματα:

«ΑΞΙΟΥΜΕΝ, ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» ή «ΕΝΙΣΤΑΜΕΘΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».

Το σύνολο σχεδόν των Ε/Κ αξίωσε δια της υπογραφής του, Ένωση με την Ελλάδα. Συγκεντρώθηκαν 215.108 υπογραφές επί συνόλου 224.757 ατόμων που είχαν δικαίωμα ψήφου, που αντιπροσώπευε το 95,7 % του εκλογικού σώματος. Την Ένωση υποστήριξαν ενυπογράφως και αρκετοί Τ/Κ, Μαρωνίτες και Αρμένιοι.

Ο Σουλεϋμάν Βάλλο, που ψήφισε στην Αγία Νάπα, δήλωσε: «Ήλθα να ψηφίσω με όλη μου την καρδιά την Ένωση με την Ελλάδα και θα φέρω και την μάνα μου και την γυναίκα μου να ψηφίσουν». Ένας άλλος Τ/Κ είπε με νόημα: «Πώς είναι δυνατό να ζήσουμε εμείς οι Τούρκοι ενάντια στη θέληση των αδελφών μας Ελλήνων, που είναι πιο πολλοί από εμάς;»

Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, με όλες τις υπογραφές, δέθηκαν σε τέσσερις σειρές από 18 τόμους η κάθε μια, και αποφασίσθηκε, οι τρεις σειρές τόμων να δοθούν στην Ελληνική Κυβέρνηση, την αγγλική κυβέρνηση και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

«Οι χώρες τις οποίες θα επισκεπτόταν η πρεσβεία καθώς επίσης και η σύνθεσή της θα αποτελέσουν τις αιτίες τερματισμού της πρόσκαιρης όπως αποδείχθηκε συμπόρευσης Εθναρχίας και Αριστεράς. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκροτηθούν δύο ξεχωριστές πρεσβείες.

Η πρεσβεία της Εθναρχίας επισκέφθηκε πρώτα την Αθήνα, όπου στη συνάντηση με τον Έλληνα Πρωθυπουργό έγινε ξεκάθαρο ότι η Αθήνα δεν επιθυμούσε τη συγκεκριμένη στιγμή να συγκρουσθεί με το Λονδίνο. Χαρακτηριστική της όλης προσέγγισης του θέματος από την Ελληνική Κυβέρνηση ήταν η δήλωση του Έλληνα Πρωθυπουργού Στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα, ο οποίος εκείνη την εποχή, είχε πει, ορθά, κοφτά, στον Μακάριο, όταν μετά από λίγους μήνες έγινε Αρχιεπίσκοπος: «Εγώ, παπά μου, με την Αγγλία δεν τα βάζω». Τα ίδια είχε πει και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, και η αντιπολίτευση η οποία τότε ήταν εντελώς αρνητική.

Η Κυβέρνηση Πλαστήρα ήταν πολύ επιφυλακτική ακόμη και ως προς την πραγματοποίηση συνάντησης με την Κυπριακή Πρεσβεία. Αναγκάσθηκε όμως να αλλάξει γνώμη ύστερα από τη θερμή υποδοχή που αυτή έτυχε από χιλιάδες Έλληνες στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της χώρας και η δημοσιότητα που έλαβε το όλο θέμα στον Ελληνικό Τύπο. Μέσα σε αυτό το περίεργο σκηνικό, οι τόμοι των υπογραφών παραδόθηκαν, στις 4 Ιουλίου 1950, στον πρόεδρο της Βουλής Δημήτρη Γόντικα. Ακολούθως το Ελληνικό Κοινοβούλιο υιοθέτησε σχετικό ψήφισμα με το οποίο εξέφραζε πλήρη υποστήριξή στο αίτημα των Ε/Κ.

Στη συνέχεια η αντιπροσωπεία μετέβη στο Λονδίνο όπου η βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε να τη δεχθεί. Το Σεπτέμβριο, μετέβη στη Νέα Υόρκη. Με τη βοήθεια Ελληνοαμερικανών πολιτικών και της εκεί Αρχιεπισκοπής, διευθετήθηκαν συναντήσεις με αξιωματούχο της αμερικανικής κυβέρνησης, με αντιπροσωπείες ξένων χωρών στα Ηνωμένα Έθνη, καθώς επίσης και διαφωτιστικές εκστρατείες σε αμερικανικές πόλεις. Οι επαφές στις Η.Π.Α. ήταν οι πιο πετυχημένες και παραγωγικές κυρίως από πλευράς συμπάθειας και κατανόησης ως προς τις θέσεις της Πρεσβείας.

Από την πλευρά της η Πρεσβεία του Α.Κ.Ε.Λ. (Ε.Α.Σ), στην οποία δεν παραχωρήθηκε θεώρηση εισόδου για την Ελλάδα, μετέβη στο Λονδίνο, όπου μετά την άρνηση του υπουργού Αποικιών να τη δεχθεί, πραγματοποίησε επαφές με βουλευτές του Εργατικού Κόμματος και με στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Αγγλίας. Στη συνέχεια η πρεσβεία μετέβη στο Παρίσι όπου συναντήθηκε και με τον Πρωθυπουργό Πλαστήρα που βρισκόταν στη γαλλική πρωτεύουσα. Το Ε.Α.Σ. ζήτησε την εγγραφή του θέματος στα Ηνωμένα Έθνη και ο Έλληνας Πρωθυπουργός εξέφρασε τη διαφωνία του με μια τέτοια προοπτική, υποστηρίζοντας τη διευθέτηση του θέματος στο πλαίσιο των ελληνοβρετανικών σχέσεων.

Η αντιπροσωπεία συνέχισε τις επαφές της, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα, σε Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Πολωνία. Η επίσκεψη στη Μόσχα δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της άρνησης για παραχώρηση σχετικής θεώρησης εισόδου από το σοβιετικό καθεστώς. Την ίδια αρνητική απάντηση έλαβαν όταν επιχείρησαν να εξασφαλίσουν θεώρηση εισόδου για τις Η.Π.Α.

Το δίκαιο και αναφαίρετο αίτημα της Ενώσεως, σκόνταψε στην εχθρική-ανέντιμη στάση του ξένου παράγοντα, που δεν άφησε τη συνολική βούληση του Κυπριακού λαού να φθάσει στον ποθητό στόχο, την Ένωση με τη διαχρονική πηγή του παγκόσμιου πολιτισμού, την οδηγήτρια μάνα Ελλάδα. Την Ελλάδα που (εκτός του Ιωάννη Καποδίστρια και του Γεωργίου Παπανδρέου), ουδέποτε αξίωσε-υποστήριξε εμπράκτως την ενσωμάτωση της Κύπρου στον εθνικό κορμό.

Υστερόγραφο: Αντιγράφω από την Σημερινή, 20 Φεβρουάριος 2017 και σχετικό άρθρο του Λάζαρου Μαύρου με τίτλο «Το Δημοψήφισμα και η… ατίμωση»: «ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ της Ενώσεως υπήρξε το μόνο συνώνυμο της κυπριακής λευτεριάς. Το μόνο ακριβές περιεχόμενο τής έννοιας της ελευθερίας που επιζητούσε με πρεσβείες, αγώνες και θυσίες, η Κύπρος: Όπως ευτύχησαν την Ένωσιν το 1846 τα Εφτάνησα, το 1912 τα Νησιά τού Ανατολικού Αιγαίου, το 1913 η Κρήτη, το 1947 τα Δωδεκάνησα…».

  • Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Από το Μονάγρι Λεμεσού – a.avgoustis@hotmail.com

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button