Greek Reports (Ελληνικά)

Η πολιτική της ‘πώλησης’ υπηκοότητας

Τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο έχει εφαρμοσθή η πολιτική της ‘πώλησης’ υπηκοότητας, δηλαδή της κατ’ εξαίρεση δυνατότητας απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας μέσω χρηματικής επένδυσης στην Κύπρο, πολιτική την οποία εφαρμόζουν και άλλες χώρες.

Επιδίωξη, λέγεται, είναι η προσέλκυση επενδύσεων από πρόσωπα υψηλής εισοδηματικής στάθμης προς ενίσχυση της οικονομίας, ιδιαίτερα μετά από την κρίση του 2013.

Το απαιτούμενο ποσό της επένδυσης, που μπορεί να είναι σε ακίνητα ή σε άλλες επενδύσεις, είναι μεγάλο, ανερχόμενο στα Ε2.000.000, υπολογίζεται δε ότι δισεκατομύρια ευρώ έχουν επενδυθή και χιλιάδες υπηκοότητες έχουν παραχωρηθή μέχρι σήμερα.

Το παρόν άρθρο αποσκοπεί στην επισήμανση ορισμένων ηθικών και κοινωνικών μειονεκτημάτων της πολιτικής αυτής που δεν έχουν σχέση με τους συνήθεις φόβους περί παραχώρησης διαβατηρίων σε ‘ανεπιθύμητα’ πρόσωπα. Προηγουμένως όμως μπορεί να παρατηρηθή ότι η ίδια η δικαιολόγηση της πολιτικής είναι αμφίβολη επί των δικών της όρων. Το οικονομικό έρεισμα της ανάπτυξης δεν είναι δεδομένο, αφού οι επενδύσεις που προνοούνται και πραγματοποιούνται είναι κυρίως κτηματικές ή χρηματοοικονομικές ώστε να ωφελούν πρωτίστως τον περιορισμένο ιδιωτικό τομέα στον οποίο γίνονται και τους μεσάζοντες επαγελματίες χωρίς ουσιαστικό όφελος για την ευρύτερη οικονομία, ούτε είναι βέβαιο ότι τα χρήματα παραμένουν καν στην Κύπρο. Θα υπήρχε τουλάχιστον ισχυρότερο οικονομικό έρεισμα αν απαιτούντο τέτοιες στοχευμένες επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς ώστε αυτές να έχουν πραγματικό, ευρύ και σταθερό όφελος για την ανάπτυξη της οικονομίας. Έξ άλλου, οι όποιες προβλεπόμενες σχετικές προυποθέσεις δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι, εν πάση περιπτώσει μετά από την πάροδο του πολύ περιορισμένου χρονικού διαστήματος των τριών ετών που απαιτείται για διατήρηση της επένδυσης μετά από την πολιτογράφηση, η επένδυση χάριν της οποίας παραχωρείται η υπηκοότητα δεν θα απομακρυνθή από την Κύπρο ενώ η υπηκοότητα θα διατηρείται, ελλείψει ειδικής πρόνοιας ότι η υπηκοότητα θα αφαιρείται σε τέτοια περίπτωση.

Επί της ουσίας τώρα, η παραχώρηση υπηκοότητας, που ασφαλώς συνάδει με την αντίληψη της κοσμοπολίτικης διεύρυνσης της κοινωνίας, σε όλες τις χώρες γίνεται παραδοσιακά με φειδώ και δυνάμει κριτηρίων τα οποία βεβαιώνουν τον κατά κανόνα ουσιαστικό και μακρόχρονο δεσμό του αιτητή με τη χώρα και την κοινωνική καταλληλότητά του. Τούτο, προς διασφάλιση όχι μόνο της επιτυχούς προοπτικής ενσωμάτωσής του στη νέα του πατρίδα αλλά και του γνησίου του ενδιαφέροντός του προς τούτο. Η ιδέα είναι ότι η υπηκοότητα, υποδηλώνουσα την ουσιαστική σχέση με τη χώρα, δεν πωλείται αλλά παραχωρείται στις πιο πάνω συνθήκες.

Στην περίπτωση όμως της παραχώρησης υπηκοότητας μέσω χρηματικής επένδυσης, οι παράγοντες αυτοί απουσιάζουν, αφού το βασικό κριτήριο είναι το ύψος της χρηματικής επένδυσης και δεν υπάρχει καν απαίτηση για οποιασδήποτε διάρκειας διαμονή όπως υπάρχει σε άλλες χώρες που εφαρμόζουν ανάλογα σχέδια παρά μόνο η εξασφάλιση άδειας παραμονής, εξ ου και στην πραγματικότητα πρόκειται περί πώλησης. Δημιουργούνται έτσι πλασματικοί πολίτες χωρίς ουσιαστική σχέση και συμμετοχή στην κοινωνική δομή και λειτουργία παρά μόνο με το μοναδικό επιδιωκόμενο όφελος του Ευρωπαίου πολίτη. Η προυπόθεση ότι ο πολιτογραφούμενος πρέπει να έχη μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία στην Κύπρο ελάχιστης αξίας (που μπορεί να περιλαμβάνεται στο ποσό της επένδυσης) δεν διαφοροποιεί τα πράγματα αφού η διάθεση τέτοιας κατοικίας ουδόλως εξυπακούει και παραμονή στην Κύπρο, παραμονή η οποία κατά κανόνα και δεν υπάρχει.

Σημαντική είναι και μία άλλη πτυχή της κοινωνικής ζημίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά την αγορά ακινήτων, οι εκτεταμένες πωλήσεις σε πολύ υψηλές τιμές λόγω της προϋπόθεσης για επένδυση εκατομυρίων παραποιούν τεχνητά τις τιμές εκτοξεύοντάς τις σε ύψη που ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του μέτρου και που συνακόλουθα καθιστούν τη γη απρόσιτη για τον μέσο πολίτη. Μετατρέπεται έτσι η Κύπρος σε ένα κράτος ακραίων καταστάσεων, χάσματος μεταξύ των πολύ πλουσίων και των άλλων, που είναι τεράστιο πλήγμα για την κοινωνική ισότητα και την κοινωνική συνοχή όπως εκφράζεται στην ιδέα της μεσαίας τάξης.

Ιδιαίτερα δε, η πολιτική αυτή ενισχύει τη νοοτροπία ότι τα πάντα μπορούν να αγοράζονται και να πωλούνται με χρήμα, πράγμα που πλήττει την ηθική αξιοπιστία του κράτους και προωθεί φθοροποιές αντιλήψεις όσον αφορά την κοινωνική αξιοπρέπεια. Η δυνατότητα ενός ανθρώπου να ‘αγοράση’ το όφελος της Κυπριακής-Ευρωπαικής υπηκοότητας μόνο και μόνο διότι διαθέτει τα εκατομμύρια που απαιτούνται προς τούτο εισάγει ανισότητα μεταχείρισης απέναντι στο νόμο στη βάση ενός παράγοντα, του πλούτου, ο οποίος δεν μπορεί να υπεισέρχεται στον καθορισμό των δικαιωμάτων των ανθρώπων με βάση τις αξίες τις οποίες δηλώνουμε ότι πρεσβεύουμε. Η ένεκα χρημάτων προνομιούχα παραχώρηση της υπηκοότητας, διαφοροποιώντας στη βάση ενός κριτηρίου που δεν έχει θέση στα πολιτικά δικαιώματα τα οποία συναρτώνται προς την ισοπολιτεία, αντανακλά έτσι και στην ηθική τάξη της πολιτείας.

Εξ άλλου, είναι γεγονός ότι η απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας επιδιώκεται πρωτίστως λόγω του ότι η Κύπρος είναι μέλος της Ευρωπαικής Ένωσης, ώστε έτσι να απολαμβάνονται όλα τα οφέλη του πολίτη του κράτους μέλους.

Η παραχώρηση από την Κύπρο υπηκοότητας μέσω χρηματικής επένδυσης λοιπόν, εφ’ όσον καθιστά τον αιτητή πολίτη όχι μόνο της Κύπρου αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντανακλά και σε αυτήν ώστε να τίθεται θέμα και δικού της λόγου στο θέμα, αναιρώντας τη θέση ότι η παραχώρηση υπηκοότητας αφορά μόνο την Κύπρο στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της.

  • Το άρθρο δημοσιεύτηκε επίσης σήμερα Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019 στην εφημερίδα Η Καθημερινή.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button