Greek Reports (Ελληνικά)

Ομιλία Θεόφιλου Β. Θεοφίλου σε εκδήλωση Φιλοπτώχου Συλλόγου Αμμοχώστου

Κυρία Πρόεδρε του Φιλοπτώχου Συλλόγου Αμμοχώστου, αγαπητή Λίνα,

Έντιμες Κυρίες μέλη του Συμβουλίου και του Συλλόγου,

Αγαπητές συμπολίτισσες και συμπολίτες,

Κυρίες και Κύριοι,

Θέλω πρώτα να σας ευχαριστήσω για την τιμητική σας πρόσκληση στη σημερινή σας σύναξη και το βήμα που μου προσφέρετε να μιλήσω για ένα θέμα που μας ενδιαφέρει όλους. Το Θέμα που μας απασχολεί εδώ και 45 χρόνια, το Θέμα που μας καίει και πονά ιδιαίτερα εμάς τους Βαρωσιώτες και όλους τους εκτοπισμένους. Τα Κυπριακό Πρόβλημα, τις προοπτικές της λύσης του και τις τελευταίες εξελίξεις του.

Υποθέτω ότι θέλετε και περιμένετε να ακούσετε μια καλή ομιλία που θα σας αρέσει, θα σας ικανοποιήσει και θα σας ευχαριστήσει. Και από δικής μου πλευράς θέλω να είμαι ένας καλός και σοβαρός ομιλητής. Άρα οι επιθυμίες μας συμπίπτουν. Γεννάται όμως το ερώτημα.

Τι είναι μια καλή ομιλία;

Αυτή που εντυπωσιάζει το ακροατήριο με πλούσιο λεξιλόγιο, ωραία σχήματα λόγου, καλά διατυπωμένες φράσεις και κάποιες ατάκες;

Ποιος είναι καλός ομιλητής;

Αυτός που εντυπωσιάζει το ακροατήριο με τις γνώσεις του, του χαϊδεύει τα αυτιά, το ενθουσιάζει με κούφια συνθήματα, εξωραϊζει καταστάσεις, διεγείρει αισθήματα και προκαλεί ψεύτικες προσδοκίες;

Ή αυτός που σέβεται το ακροατήριο του, εκτιμά τη νοημοσύνη του,  παρουσιάζει την κατάσταση αντικειμενικά και λέει τα πράγματα όπως είναι, με τεκμηρίωση και εμπειρική και επιστημονική ανάλυση;

Έχοντας θέσει αυτό το ερώτημα, θα προσπαθήσω να είμαι ένας καλός ομιλητής υπογραμμίζοντας από την αρχή ότι δεν είμαι πολιτικός. Το διευκρινίζω γιατί συχνά γίνεται μια σύγχυση μεταξύ πολιτικών και διπλωματών. Ο διπλωμάτης είναι ένας δημόσιος υπάλληλος που λαμβάνει και εκτελεί οδηγίες από τους πολιτικούς προϊσταμένους του. Εκφράζει τις θέσεις και την πολιτική της κυβέρνησης του, δεν κάμνει δική του πολιτική. Μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση της πολιτικής της χώρας του σε ένα θέμα με εισηγήσεις του, τις αποφάσεις όμως τις παίρνει η κυβέρνηση και ο διπλωμάτης ενεργεί σύμφωνα με αυτές. Αν διαφωνεί σε ένα κρίσιμο ζήτημα για το οποίο αισθάνεται έντονα παραιτείται. Με τα πιο πάνω σαν εισαγωγή, προχωρώ στην ουσία του θέματος.

Για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για τις προοπτικές της εξεύρεσης λύσης είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας τα οποία είναι:

α) Η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή του 35% της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και η παρουσία στην περιοχή αυτή 40.000 βαριά εξοπλισμένων τουρκικών στρατευμάτων,

β) Ο προσχεδιασμένος και συστηματικός εποικισμός της κατεχόμενης περιοχής με Τούρκους από την Τουρκία ο αριθμός των οποίων είναι υπερδιπλάσιος των ΤΚ. Σχεδόν όλοι οι έποικοι έχουν εγκατασταθεί σε ΕΚ σπίτια και περιουσίες.

γ) Η πολιτογράφηση πολύ μεγάλου αριθμού εποίκων ως πολιτών της ούτω καλούμενης «ΤΔΒΚ» και η παροχή σε αυτούς εκλογικών δικαιωμάτων με αποτέλεσμα τη φαλκίδευση της πολιτικής βούλησης των ΤΚ,

δ) Η διανομή των ΕΚ περιουσιών σε ΤΚ, Τούρκους αξιωματικούς και έποικους, η εκτεταμένη οικοδόμηση σε πολλές από αυτές, η αξιοποίηση και εκμετάλλευση τους με πολλούς τρόπους από τους πιο πάνω και από τουρκικές εταιρείες, περιλαμβανομένης της πώλησης τους σε πολίτες τρίτων χωρών.

ε) Η συστηματική και εκτεταμένη λεηλασία και καταστροφή των χριστιανικών εκκλησιών, άλλων θρησκευτικών χώρων και αντικειμένων λατρείας καθώς και παντός είδους κτισμάτων και μνημείων της ελληνοχριστιανικής παρουσίας και πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη περιοχή,

στ) Η ανέγερση και λειτουργία πολύ μεγάλου αριθμού τεράστιων τζαμιών σε αμιγώς ΕΚ χωριά, πόλεις και περιοχές-ακόμη και σε αυτές που αναμένεται να επιστραφούν με τη λύση-καθώς και η ίδρυση και λειτουργία θρησκευτικών μουσουλμανικών σχολείων,

ζ) Η διαγραφή και απάλειψη των πανάρχαιων ελληνικών ονομάτων και τοπωνυμίων και η αντικατάσταση τους με τουρκικά ονόματα και τοπωνύμια που δεν έχουν καμιά σχέση με την Κύπρο και την ιστορία της,

η) Η ανέγερση και τοποθέτηση σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της κατεχόμενης περιοχής, στις πλατείες, στα σχολεία και σε άλλους χώρους χιλιάδων αγαλμάτων και προτομών του Κεμάλ Ατατούρκ. Όλα αυτά γίνονται βάσει σχεδίου μέσα στο πλαίσιο μιας σταθερής πολιτικής για αλλαγή του χαρακτήρα της κατεχόμενης περιοχής και την τουρκοποίηση της με όλων των ειδών τα τετελεσμένα γεγονότα.

θ) Η ανάδειξη στην ηγεσία της ΤΚ κοινότητας του μετριοπαθούς κ. Μουσταφά Ακιντζί που αντίθετα με το Ντεκτάς, τον Έρογλου και άλλους σωβινιστές ΤΚ πολιτικούς αισθάνεται πρώτα Κύπριος και επιθυμεί και επιδιώκει μια ομοσπονδιακή λύση, στο βαθμό που εξαρτάται από τον ίδιο.

ι) Η διαμόρφωση μιας νέας επιθετικής και επεκτατικής πολιτικής από την Τουρκία που διεκδικεί, απροκάλυπτα πλέον, ζωτικό χώρο πέραν των διεθνώς καθορισμένων συνόρων της στη ξηρά και στη θάλασσα, σε βάρος κυρίως της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτό υποδηλοί η εκ πρώτης όψεως αθώα φράση «γαλάζια πατρίδα» που εφεύραν και χρησιμοποιούν τελευταία ο κ. Ερντογάν και η στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας. Στην ουσία είναι το ίδιο πράγμα με τον όρο του ζωτικού χώρου(lebensraum) που είχαν υιοθετήσει οι ναζί στη χιτλερική Γερμανία.

Όλα αυτά είναι πραγματικά γεγονότα που δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση. Μια περιήγηση στα κατεχόμενα και αντικειμενική ανάλυση των τουρκικών ενεργειών αρκεί για να πείσει και τον πιο δυσκολόπιστο παρατηρητή. Και επιβεβαιώνουν τα δεδομένα αυτά τις πιο κάτω οδυνηρές πραγματικότητες:

α) Το κυπριακό δεν είναι πια διακοινοτική διαφορά μεταξύ ΕΚ και ΤΚ, όπως ήταν μέχρι το 1974. Είναι θέμα εισβολής και κατοχής ενός μικρού και στρατιωτικά αδύναμου και ανυπεράσπιστου κράτους από την Τουρκία. Η λύση του δεν εξαρτάται από τις δυο κοινότητες ούτε από το ποιοι είναι στην ηγεσία τους. Το κλειδί της λύσης του Κυπριακού δεν είναι στη Λευκωσία, δεν το έχουν ο Αναστασιάδης και ο Ακιντζί. Βρίσκεται στην Άγκυρα και το έχει στα χέρια του ο Ερντογάν σήμερα και η εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση. Δυστυχώς, τα Ηνωμένα Έθνη και οι αξιωματούχοι τους χειρίζονται το θέμα σαν διακοινοτική διαφορά και αντί να στρέφουν τις ενέργειες και τα διαβήματα τους προς την Τουρκία επικεντρώνονται σε υποβοήθηση επαφών και συνομιλιών μεταξύ των δυο κοινοτήτων.

β) Η κατεχόμενη περιοχή, η ΤΚ κοινότητα και η εκάστοτε ηγεσία της εξαρτώνται παντοιοτρόπως και απόλυτα από την Τουρκία. Όχι μόνο στρατιωτικά, διπλωματικά και πολιτικά αλλά και οικονομικά, διοικητικά, εμπορικά, συγκοινωνιακά, ενεργειακά, επικοινωνιακά, κοινωνικά, τραπεζικά και άλλως πως. Όπως η προμήθεια νερού μέσω του θαλάσσιου αγωγού που κατασκεύασαν για να λειτουργεί στο διηνεκές σαν ομφάλιος λώρος μεταξύ μητέρας και εμβρύου. Ένεκα της απόλυτης αυτής εξάρτησης, η ΤΚ ηγεσία δεν έχει σχεδόν κανένα περιθώριο ελευθερίας κινήσεων και λήψης αποφάσεων παρά μόνο σε λίγα δευτερεύοντα θέματα που δεν άπτονται άμεσα της λύσης του κυπριακού. Την οδυνηρή αυτή διαπίστωση έχει κάμει, πιστεύω, και ο ίδιος ο κ. Ακιντζί που αντιλήφθηκε στην πορεία των συνομιλιών πως δεν του επιτρέπεται να διαφοροποιήσει τις θέσεις του από αυτές της Τουρκίας και πως δεν έχει άλλη επιλογή από την υποταγή στα κελεύσματα της Άγκυρας.

γ) Όπως καταμαρτυρούν οι συνέπειες των 45 ετών που πέρασαν από την εισβολή, η πάροδος του χρόνου εργάζεται ενάντια στη λύση, τη σωστή και δίκαιη λύση, και κατ’ επέκταση ενάντια στα συμφέροντα της ΕΚ κοινότητας. Τα τετελεσμένα που σχεδίασαν και εφάρμοσαν από την αρχή η Τουρκία και ο Ντενκτάς εμπεδώνονται, παγιώνονται, μονιμοποιούνται και σταδιακά νομιμοποιούνται. Τετελεσμένα όλων των ειδών που δύσκολα ανατρέπονται και που περιπλέκουν και δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την εξεύρεση λύσης. Αρκεί μια ολιγόωρη επίσκεψη στα κατεχόμενα για να διαπιστώσει κάποιος του λόγου το αληθές και επαχθές. Όσοι δεν βλέπουν και δεν αντιλαμβάνονται τις διαστάσεις και τις συνέπειες αυτού του παράγοντα εθελοτυφλούν και όταν κάποτε κατανοήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις του θα είναι ίσως πολύ αργά. Η πάροδος του χρόνου λειτουργεί σε βάρος μας και ασκεί από μόνη της τεράστια πίεση στην πλευρά μας για εξεύρεση λύσης χωρίς άλλη καθυστέρηση. Την πίεση αυτή την αισθανόμαστε περισσότερο οι εκτοπισμένοι, εμείς που αποστερούμαστε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα μας και νομιμοποιούμαστε να τα ανακτήσουμε ύστερα από μισό σχεδόν αιώνα και ενόσω μπορούμε ακόμα να τα απολαύσουμε.

δ) Η αναγνώριση αυτής της στυγνής πραγματικότητας δεν αρκεί από μόνη της για να βρούμε την ποθητή λύση. Η διακαής επιθυμία μας να λύσουμε επιτέλους το πρόβλημα και να αποφύγουμε τα χειρότερα, βρίσκεται αντιμέτωπη με την αδιαλλαξία και τα σχέδια της Τουρκίας που τα θέλει όλα. Παρά τις συνεχείς υποχωρήσεις μας και τις πολυάριθμες παραχωρήσεις μας, προσκρούουμε και πάλι στο συμπαγή τοίχο της τουρκικής αδιαλλαξίας και πλεονεξίας. Που όχι μόνο δεν χαμηλώνει αλλά γίνεται πιο αδιαπέραστος με την προβολή νέων απαιτήσεων. Οι τουρκικές βλέψεις και απαιτήσεις ακόμα και στο θέμα της ΑΟΖ της Κύπρου και στα αποθέματα φυσικού αερίου δεν αφήνουν περιθώριο αισιοδοξίας για αίσια κατάληξη των διαπραγματεύσεων εάν και όταν αρχίσουν. Όσο και αν αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη της λύσης, όσο και αν επειγόμαστε να λύσουμε το πρόβλημα χωρίς άλλη καθυστέρηση για τους λόγους που εξηγήθηκαν πιο πριν, υπάρχουν κόκκινες γραμμές, υπάρχουν όρια που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε. Έχοντας υπ’ όψη τη διαχρονική ισχύ του γνωστού αποφθέγματος του Θουκυδίδη ότι «ο ισχυρός επιβάλλει όσα του επιτρέπει η δύναμη του και ο ανίσχυρος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του», προβήκαμε σε σειρά οδυνηρών παραχωρήσεων. Έχουμε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια υποχωρήσεων και έχουμε φτάσει στα όρια της υποταγής. Όμως, όσο αμείλικτα και αν είναι τα διλήμματα δεν πρέπει να μας σπρώξουν στην αυτοχειρία. Δεν μπορούμε να υποτάξουμε το κράτος μας στον τουρκικό επεκτατισμό και να μετατρέψουμε την πατρίδα μας σε τουρκικό προτεκτοράτο.

Επίκαιρος οδηγός και σε αυτό το σημείο και πάλι ο Θουκυδίδης. Ου τοις άρχειν βουλομένοις μέμφομαι, αλλά τοις υπακούειν ετοιμοτέροις ούσιν ( Δεν κατηγορώ εκείνους που επιζητούν να εξουσιάζουν αλλά αυτούς που είναι πρόθυμοι να υποταχθούν).

Μελετώντας τα πιο πάνω δεδομένα για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για τις προοπτικές εξεύρεσης λύσης στο κυπριακό, υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να έχουμε υπ’ όψη, το ισοζύγιο δυνάμεων μεταξύ των αντιμαχομένων μερών. Σύμφωνα με τον καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης Robert North, για να λυθεί ειρηνικά με διαπραγματεύσεις και συμβιβασμό ένα διεθνές πρόβλημα πρέπει να συντρέχουν οι αναγκαίες και ικανές προϋποθέσεις. Η πιο σημαντική από αυτές είναι η ύπαρξη ενός ισοζυγίου δυνάμεων μεταξύ των αντιμαχομένων μερών. Δεν είναι απαραίτητο το ισοζύγιο αυτό να είναι απόλυτο και δεν περιορίζεται μόνο σε στρατιωτικές δυνάμεις αλλά περιλαμβάνει και εμπορικές δυνατότητες, οικονομική ισχύ, πολιτική δύναμη, διπλωματική επιρροή, συμμαχική υποστήριξη κ.α. Χωρίς την ύπαρξη ενός ισοζυγίου δυνάμεων με αυτή την έννοια, έστω και κατά προσέγγιση, δεν είναι δυνατό τα αντιμαχόμενα μέρη να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους και να φτάσουν σε συμφωνία με συμβιβασμό.

Το αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων στις διαπραγματεύσεις θα είναι η επικράτηση ή μάλλον η επιβολή των θέσεων του ισχυρού επί του αδυνάτου όπως προείπε και ο Θουκυδίδης. Έτσι ακριβώς συμπεριφέρεται η Τουρκία και αυτό προσπαθεί να επιτύχει εκμεταλλευόμενη το τεράστιο ανισοζύγιο δυνάμεων που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια μεταξύ της από τη μια μεριά και της Ελλάδας και της Κύπρου από την άλλη. Χρησιμοποιεί με όλους τους τρόπους την τεράστια υπεροχή της σε στρατιωτική ισχύ σαν μοχλό πίεσης και εξαναγκασμού τόσο έναντι της Κύπρου όσο και έναντι της Ελλάδος. Το βλέπουμε καθημερινά όχι μόνο στη γραμμή αντιπαράταξης και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για λύση του κυπριακού αλλά και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Με την έκδηλη αμφισβήτηση από την Τουρκία της Συνθήκης της Λωζάννης, στο Αιγαίο με τις καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου και τη διεκδίκηση νησιών. Στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο της Κύπρου με την αμφισβήτηση και διεκδίκηση από την Τουρκία σημαντικού μέρους της ΑΟΖ της Κύπρου και των φυσικών πόρων της. Είναι πολύ λυπηρό και απογοητευτικό που ένας μετριοπαθής ΤΚ ηγέτης όπως ο κ. Ακιντζί ταυτίστηκε σε αυτό το θέμα με τις αστήρικτες αξιώσεις και αρπακτικές βλέψεις της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου και σε βάρος των συμφερόντων και της ίδιας του της κοινότητας που είναι συνιδιοκτήτης και συν-δικαιούχος  των φυσικών πόρων της κυπριακής ΑΟΖ. Είναι και αυτό το στοιχείο ενδεικτικό της απόλυτης εξάρτησης του από την Τουρκία και της υποταγής του στα κελεύσματα της.

Κλείνοντας την ομιλία μου, θα ήθελα να σας εκμυστηρευτώ και τα εξής. Προβληματίστηκα αρκετά για το περιεχόμενο της ομιλίας μου για μέρες πριν τη γράψω και όταν την έγραφα ακόμη. Γνωρίζω την αγωνία σας και τον καϋμό σας, την επιθυμία σας και το δικαίωμα σας να μάθετε κάτι καλό, κάτι θετικό. Να ακούσετε τη χαρμόσυνη είδηση ότι λύθηκε επιτέλους αυτό το χρονίζον πρόβλημα, ότι έφτασε, ότι πλησιάζει τουλάχιστον η πολυπόθητη μέρα της δικαίωσης, το νόστιμον ήμαρ της επιστροφής. Τα ξέρω γιατί είμαι ένας από σας και σας καταλαβαίνω. Τα ξέρω γιατί ασχολήθηκα με αυτό το θέμα επαγγελματικά για 31 χρόνια σε όλα τα πόστα που υπηρέτησα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ύστερα από μια κουραστική μέρα πήγαινα για ύπνο με αυτό στη σκέψη μου και ξυπνούσα το πρωί της άλλης μέρας ή και μέσα στη νύχτα με αυτό στην έγνοια μου. Ο προϊστάμενος μου στη Διεύθυνση Κυπριακού Πρέσβης κ. Βάνιας Μαρκίδης με συμβούλευε να μην ταυτίζομαι με το θέμα για να μην υποφέρω. Προσπάθησα αλλά δεν τα κατάφερα να ακολουθήσω τη σοφή συμβουλή του.

Είχα πάντα την ελπίδα ότι θα βρισκόταν η λύση πριν τη σύνταξη και πως θα προλάβαινα να υπηρετήσω για λίγα χρόνια ήρεμα, κανονικά αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη φράση, σαν τους διπλωμάτες των άλλων χωρών που δεν έχουν στους ώμους τους μια τόσο μεγάλη ευθύνη, αγωνία και άγχος. Δεν έγινε δυστυχώς. Η ελπίδα εκείνη χάθηκε. Τώρα ελπίζω ότι το κυπριακό θα λυθεί ενόσω είμαι ακόμα στη ζωή. Και πρέπει να ελπίζουμε γιατί η ελπίδα είναι η άλλη όψη του νομίσματος της ζωής. Όταν ο άνθρωπος ελπίζει συνεχίζει να προσπαθεί, να αγωνίζεται, να μάχεται. Δεν απογοητεύεται, δεν τα διπλώνει, δεν τα βάζει κάτω, δεν παραδίδεται. Κάποια ώρα, κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα, οι προσπάθειες του θα αποδώσουν καρπούς και θα φέρουν το ποθητό αποτέλεσμα.

Τα δεδομένα μας δεν δικαιολογούν αισιοδοξία.

Όμως οι δυσκολίες ξεπερνιούνται και τα προβλήματα επιλύονται με την προσπάθεια που πηγάζει μέσα από την ελπίδα.

  • Ομιλία Θεόφιλου Β. Θεοφίλου σε εκδήλωση Φιλοπτώχου Συλλόγου Αμμοχώστου στη Λεμεσό
  • Ο Θεόφιλος Β. Θεοφίλου είναι δικηγόρος, Πρέσβης ε.τ., εκτοπισμένος από τα Λιμνιά Αμμοχώστου

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button