Greek Reports (Ελληνικά)

«Ο κυπριακός κοινωνικός μετασχηματισμός (1191-2004)»

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

«Ο κυπριακός κοινωνικός μετασχηματισμός (1191-2004)»

Πέτρος Παπαπολυβίου

Λευκωσία, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, 22 Ιαν. 2019

 Νοιώθω ιδιαίτερη χαρά που παίρνω μέρος απόψε στην εκδήλωση που οργανώνει το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας σε συνεργασία με την Agora Dialogue, για την παρουσίαση του βιβλίου του Σπύρου Σακελλαρόπουλου, με τίτλο «Ο κυπριακός κοινωνικός μετασχηματισμός (1191-2004). Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση».

Τον συνάδελφο Σπύρο Σακελλαρόπουλο τον γνώρισα πριν από μερικά χρόνια στην Αθήνα. Στη πρώτη μας συνάντηση, μου αποκάλυψε ότι ετοίμαζε βιβλίο για το Κυπριακό, γεγονός που με χαροποίησε, γνωστοποιώντας  μου ότι το δούλευε ήδη αρκετό καιρό και ότι το βιβλίο του θα κάλυπτε την περίοδο από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο μέχρι το Σχέδιο Ανάν, κάτι που οφείλω να ομολογήσω ότι με ξένισε και μου προξένησε αμφιβολίες για το κατά πόσο αυτό θα ήταν εφικτό.

Τελικώς, ο Σακελλαρόπουλος το είπε και το έκανε και στους πρώτους μήνες του 2017 εκδόθηκε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Τόπος το βιβλίο του για την Κύπρο έκτασης συνολικά 830 σελίδων, που όντως ξεκινά από το 1191 και καταλήγει στο 2004. Πρόκειται για ένα ογκώδες πυκνογραμμένο βιβλίο, που είναι εμφανέστατα αποτέλεσμα μιας πολύχρονης ερευνητικής και συγγραφικής διαδικασίας.

Σε ένα εκ των ενδόξων αρχαίων προγόνων, τον Καλλίμαχο τον Κυρηναίο, ποιητή και γραμματικό, αποδίδεται η φράση «το μέγα βιβλίον ἴσον εἶναι τῷ μεγάλῳ κακῷ». Έχω την αίσθηση ότι αυτό στην εποχή μας ισχύει για όσους αναλαμβάνουν, καλή ώρα, να παρουσιάσουν σε ένα εικοσάλεπτο ένα βιβλίο που ξεπερνά τις 800 σελίδες! Αναγκαστικά θα αρκεστώ σε μια σύντομη περιγραφή του τόμου και θα προχωρήσω σε μερικά σχόλια για ειδικότερα κεφάλαια και τα κύρια συμπεράσματα του συγγραφέα. Στο πρώτο που οφείλω να σταθώ, όπως συνηθίζω για ανάλογες εκδόσεις Ελλαδιτών συγγραφέων για το Κυπριακό είναι, όσο και εάν φαντάζει αδόκιμο ή περίεργο, να τονίσω, πρώτα-πρώτα, το πόσο χαρμόσυνη θεωρώ την ενασχόληση Ελλαδιτών ερευνητών και ερευνητριών με τη μελέτη της ιστορίας του Κυπριακού ζητήματος. Όπως επιβεβαιώνεται με το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου, τα έργα Ελλαδιτών μελετητών που είναι προϊόντα συστηματικής και μεθοδικής δουλειάς και πολύχρονης έρευνας, μπορούν να συμβάλουν στον ευρύτερο γόνιμο διάλογο και προβληματισμό για την ιστορία του Κυπριακού, στην ανάδειξη πτυχών υποτιμημένων μέχρι σήμερα, και στον εμπλουτισμό της βιβλιογραφίας και των γνώσεων μας. Ειδικά όταν γράφονται χωρίς συναισθηματισμούς, συμπλέγματα και σκοπιμότητες.

Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός ότι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια από την κυπριακή καταστροφή του 1974 ώστε η νεότερη και σύγχρονη ιστορία του Κυπριακού, και ως αλυτρωτικού ζητήματος, ως προς τις παραμέτρους του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και ως προς τις προοπτικές της επίλυσής του, να προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον των Ελλαδιτών επιστημόνων και της ελληνικής ιστοριογραφίας, με τις πρώτες μονογραφίες να εμφανίζονται γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, οι αντίστοιχες μελέτες έχουν εμφανώς αυξηθεί και ανάμεσά τους ξεχωρίζουν και σχετικές καλές διδακτορικές διατριβές σε ελληνικά πανεπιστήμια.

Ξεκίνησα με τα παραπάνω για να γίνει αντιληπτό ότι δεν είναι καθόλου εύκολο, όσο κι αν ακούγεται ακατανόητο για τους αμύητους, για έναν Ελλαδίτη πανεπιστημιακό να γράψει ένα βιβλίο για την Κύπρο. Ο συγγραφέας είναι πολιτικός κοινωνιολόγος και προέρχεται από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που αφιερώνει το βιβλίο του στους δυο πρωτοπόρους του Κυπριακού Κομμουνιστικού Κόμματος στη δεκαετία του 1920, τους Χαράλαμπο Βάτη και τον Κώστα Σκελέα καθώς και στον Τουρκοκύπριο συντεχνιακό Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, που δολοφονήθηκε από εξτρεμιστές συμπατριώτες του το 1964. Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά του βιβλίου του είναι ότι παρουσιάζει εν πολλοίς μια νέα οπτική στην ανάγνωση του κυπριακού παρελθόντος χρησιμοποιώντας τη μέθοδο και την επιστημονική σκευή της δικής του επιστήμης και ανάλυσης, έχοντας παράλληλα μελετήσει σχεδόν εξαντλητικά τη σχετική κυπρολογική βιβλιογραφία. Και βέβαια, έχοντας άνεση στο γράψιμο, γράφει και ως ιστορικός και ως πολιτικός επιστήμονας και ως διεθνολόγος και ως νομικός, όταν χρειαστεί.

Ο Σακελλαρόπουλος χωρίζει το βιβλίο του σε δώδεκα κεφάλαια, εκτός από την εισαγωγή, το παράρτημα με επιλεγμένες πηγές και έγγραφα και τη Βιβλιογραφία. Όπως είπαμε ξεκινά από το 1191, όμως ουσιαστικά η περίοδος μέχρι το 1878 καλύπτει το πρώτο εισαγωγικό μέρος της αφήγησης. Ένα δεύτερο εκτενέστερο μέρος εξετάζει την περίοδο 1878-1955, την ας την πούμε ειρηνική εποχή της βρετανικής κατοχής και το κύριο μέρος ασχολείται με την περίοδο που αρχίζει από τον αγώνα της ΕΟΚΑ, συνεχίζει με τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας και φτάνει μέχρι το σχέδιο Ανάν. Πέρα από το ακροτελεύτιο επιλογικό κεφάλαιο όπου αναλύονται τα συνολικά συμπεράσματα, στο τέλος κάθε κεφαλαίου ο συγγραφέας με τον τίτλο «Συζήτηση» παρουσιάζει τα επιμέρους συμπεράσματα και συνοψίζει τις κυριότερες διαπιστώσεις του.

Ο συγγραφέας έχοντας να δαμάσει μια τεράστια χρονική περίοδο οκτώ αιώνων καταφέρνει με το μεγάλο χρονικό βάθος να δώσει στις σωστές διαστάσεις τη σημασία της γεωγραφικής θέσης της Κύπρου, του ρόλου της για την οθωμανική επέκταση αλλά, και από την άλλη πλευρά, της λειτουργίας της ως το έσχατο προκεχωρημένο ανάχωμα των εκάστοτε ευρωπαϊκών χριστιανικών δυνάμεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, τη διαφοροποιημένη στρατηγική της αξία κατά μακρά ιστορική περίοδο. Σε ένα άλλο επίπεδο, το εσωτερικό, επικεντρώνει την ανάλυσή του στην εξέλιξη της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της Κύπρου σε πολλούς ομόκεντρους άξονες. Από τα κεντρικά σημεία της ανάλυσής του παραμένουν οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων, των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, οι διάφορες φάσεις αυτών των σχέσεων, ο ρόλος, οι παρεμβάσεις, οι παλινδρομήσεις, η αδυναμία ή η αποφασιστικότητα της Ελλάδας και της Τουρκίας, αντίστοιχα, η στάση της Βρετανίας ως κυρίαρχης δύναμης, αλλά και των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Σοβιετικής Ένωσης, όσο υπήρχε, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε παράλληλο επίπεδο εξετάζεται ο ρόλος των κοινωνικών συνθηκών σε έναν νησιωτικό αγροτικό κατά βάση κόσμο, με εξαιρετικά βραδεία οικονομική ανάπτυξη και πολύ αργοπορημένη την εμφάνιση της όποιας αστικής τάξης, η οποία όμως επιτείνει την εθνική διεκδίκηση, την «εθνοτική αντιπαλότητα», τις διαδικασίες για την ταξική συνειδητοποίηση, την αντίδραση της Εθναρχίας και την τελική σύγκρουση με την Αριστερά για την πρωτοκαθεδρία στον απελευθερωτικό αγώνα.

Θα σταθώ σε ελάχιστες, αναγκαστικά, από τις πιο εύστοχες ή πιο ρηξικέλευθες παρατηρήσεις του Σακελλαρόπουλου σε επιμέρους ζητήματα από το τρίτο μέρος του βιβλίου, που αφορά τις εξελίξεις από το 1955 και εξής, οι οποίες κατά την άποψή μου θα επηρεάσουν περαιτέρω τον επιστημονικό διάλογο. Θεωρώ πολύ σημαντικά τα υποκεφάλαια για τις σχέσεις ΑΚΕΛ-ΕΟΚΑ, τις επισημάνσεις του για την αδυναμία ανταπόκρισης του ΑΚΕΛ στην υιοθέτηση ένοπλων μορφών πάλης εναντίον της αποικιοκρατίας, και τη θέση του ότι είχαν δημιουργηθεί εντός των Ελλήνων Κυπρίων τρεις πόλοι, η Εθναρχία που εξέφραζε τα στρατηγικά συμφέροντα της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης τα οποία από ένα σημείο και μετά θεωρείτο πως μπορούσαν να αντιπροσωπευθούν και μέσα από τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, η ΕΟΚΑ και το ΑΚΕΛ. Επίσης σημαντικά είναι τα υποκεφάλαια για τη στάση της ελλαδικής Αριστεράς απέναντι στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και την ΕΟΚΑ και το πώς φτάσαμε στον συμβιβασμό των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και την αποδοχή της ανεξαρτησίας αντί του στόχου της ένωσης.

Από εκεί και πέρα γίνεται μια λεπτομερής ανάλυση των πρώτων χρόνων της Κυπριακής Δημοκρατίας και των γεγονότων του 1963-1967 που κορυφώνονται με την Κοφίνου και την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα η Κοφίνου και η πιθανότητα τουρκικής εισβολής σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη από την Αθήνα των συνταγματαρχών της στρατηγικής της Ένωσης. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και την παύση της διαμάχης με τον Μακάριο αλλά τη μετάλλαξή της. Από την άλλη πλευρά ο Σακελλαρόπουλος υπογραμμίζει ότι η Τουρκία αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι η αλλαγή στο διεθνές σκηνικό με τη δυσχερή θέση της Σοβιετικής Ένωσης θα εγκλώβιζε τη Λευκωσία που δεν θα μπορούσε να ελίσσεται με την ίδια ευκολία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, του κινήματος των Αδεσμεύτων και του αραβικού κόσμου. Την καταστροφή όμως θα έφερνε ο τυχοδιωκτισμός του διδάκτορα Ιωαννίδη ο οποίος πραγματοποίησε το πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο πλαίσιο μιας συνειδητής στρατηγικής «φυγής προς τα εμπρός», όπως την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, θέλοντας να αποκομίσει σημαντικά πολιτικά, ιδεολογικά, στρατιωτικά, οικονομικά και εθνολογικά αποτελέσματα, απέναντι του δέους του Μακαρίου, του προηγούμενου παπαδοπουλικού καθεστώτος και της Τουρκίας. Όμως όλα αυτά χωρίς να λάβει καθόλου υπόψη μια σειρά από καθοριστικούς παράγοντες στο διεθνές περιβάλλον και την ίδια την Κύπρο. Από τις σελίδες με τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής, η οποία εξετάζεται και από την πλευρά του διεθνούς Δικαίου, ξεχωρίζω το υποκεφάλαιο «Τα πραγματικά αίτια της εισβολής», στις σελίδες 622-623, όπου αναλύεται η στρατηγική σημασία της Κύπρου για την Τουρκία για την εξασφάλιση ενός εδάφους που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον ως «πολύτιμη στρατιωτική αρωγή».

Παράλληλα, ο Σακελλαρόπουλος αφιερώνει μεγάλο τμήμα του βιβλίου του στην αναλυτική παρουσίαση των Σχεδίων Λύσης μετά το 1974, στη σημασία που είχε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στις νέες υποχωρήσεις της Ε/Κ πλευράς επί προεδρίας Γ. Βασιλείου, στο ιδεολόγημα και τις επακόλουθες ερωτοτροπίες της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης ότι μια τυχόν «λύση» του Κυπριακού θα δημιουργήσει ευρείες προοπτικές ανάπτυξης στα κυπριακά οικονομικά κεφάλαια στην ίδια την Τουρκία, παρουσιάζει πώς λειτούργησε ως μια νέα συναρπαστική «Μεγάλη Ιδέα» η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντίστοιχα πώς οι μεταπολιτευτικές ελληνικές κυβερνήσεις ουσιαστικά ακολούθησαν στο Κυπριακό την πολιτική που είχε χαράξει για πρώτη φορά ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, ότι δηλαδή δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν στρατιωτικά την Κύπρο και έπρεπε να αναζητηθεί ένας συμβιβασμός με την ελπίδα κατά περίοδο ότι θα πλεόναζαν τα οικονομικά κέρδη για την πλευρά μας. Και αντίστοιχα, πώς οι δυτικές δυνάμεις μετά το 1945 σταδιακά εναγκαλίστηκαν την Τουρκία αναβαθμίζοντας τον ρόλο της και ανεχόμενοι ή υποθάλποντας την επεκτατικότητά της με κύριο θύμα την Κύπρο αλλά και γενικότερα τα ελληνικά συμφέροντα.

Για το σχέδιο Ανάν ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος αφιερώνει αρκετές σελίδες εξηγώντας γιατί απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Είναι και αυτό κάτι που δεν συνηθίζεται καθώς πολλοί εκ Κύπρου ή εξ Αθηνών, 15 χρόνια μετά την ηχηρή απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους πολίτες, αντί να κατανοήσουν ή να επιχειρήσουν να εξηγήσουν γιατί ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτό στην Κύπρο, συνεχίζουν ακόμη να κουνούν δασκαλίστικα το δάκτυλο στο αποτέλεσμα της λαϊκής βούλησης. Δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσω όλη την ανάλυση του Σακελλαρόπουλου σε αυτό το κεφάλαιο, ούτε βεβαίως θα αρκούσε ο χρόνος, θα συνιστούσα όμως σε όσους ασχολούνται με την επικαιρότητα του Κυπριακού να ξεκινούσαν την ανάγνωση του βιβλίου από αυτό το κεφάλαιο, και ας είναι στο τέλος της αφήγησης. Απόψε ας αρκεστούμε σε μερικές αράδες από την Εισαγωγή του βιβλίου, που εξηγούν επιγραμματικά όσα αναλύονται εν εκτάσει κατόπιν. Διαβάζω:

«Το σχέδιο Ανάν δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει δεκτό γιατί στην πραγματικότητα δεν προσέφερε τίποτε στους Ε/Κ. Θεσμοθετούσε τη διχοτόμηση, δημιουργούσε ένα πολύπλοκο σύστημα τριών κρατών, δεν μεριμνούσε για την επιστροφή του συνόλου των προσφύγων στις εστίες τους, σε σημαντικούς θεσμούς την αποφασιστική ψήφο την είχαν αλλοδαποί πολίτες, οι Τ/Κ θα μπορούσαν να μπλοκάρουν όλα τα ζητήματα της Κεντρικής κυβέρνησης, προβλέπονταν αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο, ενώ σε θέματα υφαλοκρηπίδας το νέο κράτος έβγαινε ζημιωμένο προς όφελος της Τουρκίας και της Βρετανίας».

Σε ένα βιβλίο τόσο πυκνογραμμένο, ο αναγνώστης προφανώς θα βρει πολλά σημεία με τα οποία θα συμφωνήσει και ίσως και αρκετά με τα οποία θα διαφωνήσει. Είμαι βέβαιος όμως ότι όταν φτάσει στο τέλος του βιβλίου θα έχει κερδίσει πολλά ως προς την κατανόηση της ιστορίας της Κύπρου και του Κυπριακού, κυρίως ως προς την ερμηνεία των εξελίξεων και των συγκρούσεων τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο Αθηνών – Λευκωσίας όσο και τη στάση των διεθνών δρώντων του ζητήματος.

Ο Σπ. Σακελλαρόπουλος μάς χάρισε ένα πολύ χρήσιμο, ένα πολύτιμο βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή και είμαι βέβαιος ότι κατά τα επόμενα χρόνια θα συγκαταλέγεται στα βασικά βιβλία αναφοράς για την ιστορία του τόπου μας, ειδικότερα των τελευταίων δεκαετιών.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button