Greek Reports (Ελληνικά)

“Το Λαχείο”

«Αν γεννιόμουν ξανά δεν θα έσπερνα παιδιά ανέμους για να θερίζω θύελλες, κι αυτά να συνεχίζουν τον θυελλώδη αβίωτο βίο τους διαιωνίζοντας τη δυστυχία. Αν όμως δεν θυμάσαι όσα πέρασες και επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη; Σε ποια τερατώδη δύναμη να αποδώσεις τέτοια νοσηρή επινόηση; Οπωσδήποτε όχι σε έναν αγαθό δαίμονα. Ανώφελο να ψάχνω το πρόσωπο της εκδικητικής Θεότητας που έφτιαξε τέτοιο απίθανο καλούπι.

Για να γεννιούνται παιδιά ανίκανα να καταλάβουν τον κόσμο, έναν κόσμο που δεν μπορεί να τα καταλάβει αλλά τα αμολά σε μια καταβόθρα που θα τα ρουφήξει ολοκληρωτικά, αφού προηγουμένως τα στροβιλίσει, τα ταπεινώσει τα εξουθενώσει, για να καταλήξει η ιλιγγιώδης περιδίνηση τους, που»;

Έκανα πολλές απόπειρες στην προσπάθεια μου να βρω τον τρόπο για να ξεκινήσω την παρουσίαση του βιβλίου «Το Λαχείο», της Ανδρούλας Τουμάζου που στην κλασσική του μορφή θα χαρακτηριζόταν ως νουβέλα ή μυθιστόρημα. Η μυθιστορία είναι όμως καθαρά ποιητική, με μια ποίηση επώδυνη, καθόλου ιαματική, ψυχοφθόρο, και νυγμώδη. Η τελευταία προσπάθεια είναι αυτή που κάνω τώρα, και είμαι σίγουρη ότι μέσα σ’ αυτήν, εμφιλοχωρεί η αμηχανία μου να περιοριστώ στην έξωθεν μαρτυρία ενώ κυριαρχεί η αδεξιότητα μου στο να ταυτίζομαι, ως πράττω συχνά, με κάποιον ήρωα του βιβλίου, συνήθως τον πιο τραγικό. Το απόσπασμα που σας διάβασα ξεκινώντας, προβάλλει την ύστατη αγωνία της μάνας, που δεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν φταίει, δεν καταλαβαίνει ότι και αυτή, και εγώ και εσείς ζούμε  στροβιλιζόμενοι σ᾽έναν κόσμο που δεν μας καταλαβαίνει, μάς ταπεινώνει, μάς ρουφά. Τυχερός όποιος αρπαχτεί από ένα θάμνο, τυχερή η Τουμάζου που αρπάχτηκε από την Ποίηση. Κι από εκεί κρεμάμενη περιγράφει πλάσματα που δεν καταλαβαίνουν τον δικό μας μη αυτιστικό κόσμο, κι εμείς δεν κατανοούμε τον δικό τους αυτιστικό.

Νομίζω πως ο τίτλος αδικεί το περιεχόμενο. Μιας και το λαχείο αυτό, κανείς μας δεν το αγόρασε και είναι τραγικό να κερδίζεις ένα λαχείο που δεν αγόρασες.

Γνωρίζω πολύ καλά την Ανδρούλα Τουμάζου και ταυτόχρονα δεν την ξέρω καθόλου. Δεν έχουμε πιει ποτέ ένα καφέ μαζί.

Κι αυτό με φέρνει στην εποχή των καφέδων με τις ελώδεις επιφάνειες θανάτων, ξεριζωμών, ακύρωσης της εφηβείας και μιας αδηφάγου προσπάθειας να αντικαταστήσουμε τους Ετρουσκικούς μας τάφους με πτυχία.

Το βιβλίο, είναι ξεκάθαρα ποίηση και ας λένε ότι θέλουν άλλοι κριτικοί αλλά και η ίδια η συγγραφέας.

Μια ποίηση αδρή, ροζιασμένη σαν τα χέρια των βασανισμένων, κρύα σαν τα χέρια των ερωτευμένων, ζεστή σαν το κλάμα γι᾽ αυτούς που ξεψυχούν, που φεύγουν, που μας απαρνούνται.

Η Ανδρούλα λέει είναι και Ελπίδα, γι᾽ αυτό ξεκινάει με έναν πίνακα του αγαπημένου μου Κλιμτ, σε ένα εξώφυλλο που σκόπιμα κόπηκε λάθος. Ελπίδα μιας κύησης, ελπίδα για το κύημα που αν γεννηθεί, θα γίνει ποίημα.

Ένιωσα το ίδιο μπροστά σε έναν πίνακα Αρμενίου ζωγράφου στο Σουσί, μια πόλη του Ναγκόρνο Καραμπάχ που ίσως είναι τα Σούσα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό δεν το ξεκαθάρισε κανείς και ποτέ. Μετά από πολλές περιπέτειες αυτός ο πίνακας, που δείχνει μια εγκυμονούσα να ακουμπάει το χέρι της στοργικά στην κοιλιά της, βρίσκεται στην κατοχή μου και αν θέλει η κυρία Τουμάζου μπορεί να τον κάνει εξώφυλλο στην επόμενη εποχή της ελπίδας: Μια γυναίκα κυοφορεί ό,τι μπορεί να φανταστεί ο καθένας, ανέμους, τριβόλους, θύελλες, εμείς λέμε ένα κοριτσάκι που θα ενηβωθεί και θα γεννήσει κάποια στιγμή ένα άλλο.

Κι αυτό ένα άλλο.

Θα μπορούσαμε απόψε να καλέσουμε όλους όσους αγαπούν ένα αυτιστικό παιδί, ένα αυτιστικό άτομο και νιώθουν αδικημένοι από την ύπαρξη του στην ζωή τους. Δεν ξέρω αν υπάρχουν και κάποιοι που νιώθουν ευλογημένοι, γι᾽ αυτά τα ζητήματα έχω τραγικές εμπειρίες. 

Για το πόσο δόκιμος είναι αυτός ο όρος -αυτιστικό άτομο- θα μας μιλήσουν οι ειδικοί, εγώ πάντως τα έκανα γης μαδιάμ όταν κάποιος Βουλευτής είπε σε έναν άλλο, ότι πάσχει από πολιτικό αυτισμό.

Η Ανδρούλα περιγράφει μια ζωή που δεν έζησε, αλλά ταυτόχρονα τη βίωσε μέσα από τους εναγκαλισμούς προσφιλούς της γυναικός. Της βιολογικής μάνας των αυτιστικών παιδιών. Έζησε τόσο έντονα το δράμα που θέλησε να το καταγράψει. Μέσα από μικρές σύντομες ιστορίες, μια-δυο σελίδες η κάθε μια το πολύ, αρθρώνεται το αφήγημα, εξελίσσεται μια τραγωδία που πλήττει θανάσιμα μια ασήμαντη Ελληνική οικογένεια, narratives που έχουμε ζήσει όλοι, μα όλοι, σε πολυποίκιλες εκφάνσεις μέσα στις μικρές ταπεινές αποχωρήσεις μας και πίσω από κλειστές πόρτες. Των σπιτιών και των ψυχών μας. Με βλέμμα που σε διαπερνά, σε σκίζει, σαν να βλέπει μέσα από σένα.

Το έχω ζήσει και ως γιατρός.

Αλλά αυτό το κομμάτι δεν μπόρεσε να αλλοιώσει τη θλίψη που μου προκαλούσε η κάθε σελίδα, την αγωνία της μητέρας που αναπτύσσει ένα αντισταθμιστικό αυτισμό για να αντιμετωπίσει τις ανέξοδες σιωπές των γειτόνων στις κραυγαλέες εκροές του πόνου.

Δεν θα αναλύσω τον μύθο, αυτό θα το κάνετε εσείς, διαβάζοντας το ιστόρημα. Επισημαίνω ότι με δυο μόναχα λέξεις, τις λέξεις μασίφ και φλοράλ, η Ανδρούλα περιγράφει έναν άνδρα που κάποιος άλλος θα χρειαζόταν σελίδες και σελίδες. Ο άνδρας που πέρασε χρόνια στην Αφρική και με την αγωνία του να γίνει πλούσιος δεν πρόλαβε να αγαπήσει, να ερωτευθεί να κάνει οικογένεια. Δύσκαμπτος μασίφ, φλοράλ για ό,τι πεταλουδίζει από την ψυχή του. Ένας ίσκιος μέσα στην καθημερινότητα. H γυναίκα δεν ξέρω αν έζησε ποτέ εκείνη την πρώτη αγάπη που την εγκατέλειψε μέσα στον άφατο πόνο, όχι γιατί δεν ήταν καλό κορίτσι, αλλά γιατί αυτός είναι ο ρόλος της πρώτης αγάπης. Δεν είναι για γάμους και παιδιά.

Δεν ξέρω ακόμη αν φταίνε οι παρασχίδες από το μασίφ ξύλο ή η σκόνη από τα νυσταγμένα βιβλία ενός φιλόσοφου εργοδότη που πήγαν και κάθισαν επάνω στα χρωματοσώματα, στο καταθλιπτικό DNA και μόχλευσαν τη γέννηση δύο παιδιών αυτιστικών κι ενός τρίτου που δεν μπορούσε να τα αγαπήσει ή να τα αποδεχθεί.

Όπως ήδη έχω πει το βιβλίο είναι ποιητικό. Ανασαίνει μέσα από την ποίηση, επενδύει την καθημερινότητα με την πιο ανώδυνη μορφή της και την κουβαλά σε μοναχικά δωμάτια και φωλιές ανατριχιαστικών τερμιτών.

Ποια είναι η Ανδρούλα. Συγγραφέας από την Αμμόχωστο, που ζει στην Αθήνα από μετοικεσίας Βαβυλώνος. Σπούδασε στη Φιλοσοφική και στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, έγραψε τη «Φοίβη», και το «Χοσγκελντίν», μυθιστορήματα, και τις συλλογές ποιημάτων «Του Απρίλη και του Μάη», «Κορυθαλία», «Νήσος εν Καμίνω» και «Ελεύθερη Πολιορκημένη». Είναι η αδελφή του Ήρωα της ΕΟΚΑ Παναγιώτη Τουμάζου που έπεσε μαχόμενος για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Εκεί στην Κακοπετριά, στα Πλατάνια, δεκαοκτάχρονος μαθητής που βγήκε στο αντάρτικο από τα δεκαέξι, συμμαθητής του Πετράκη Γιάλλουρου.

Έχει αυτό σημασία; Έχει! Τεράστια. Γιατί ο Γιώτης λίγο πριν πέσει έκοψε ένα κομμάτι αγριελιάς και το έβαλε στην τσέπη του. Αν πεθάνω μάστρε, είπε, οι Εγγλέζοι θα ξέρουν ότι αγωνιζόμαστε για την Ειρήνη. Η Ένωση θα έφερνε την Ειρήνη. Έκτοτε αναζητούμε όλοι οι αλαφροΐσκιωτοι, την Ειρήνη.

Μίλησα ένα βράδυ με την Ανδρούλα από τις Βρυξέλλες, κοντά μεσάνυχτα εκεί, στην Αθήνα ακόμη πιο προχωρημένη η ώρα. Ήθελα να μάθω αν περιέγραφε μια προσωπική της ιστορία, αν το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό, αν τα τρία παιδιά βγήκαν απ’  τα σπλάχνα της. Όχι μου είπε αλλά έζησα την ιστορία εν τω γεννάσθαι και εν των γίγνεσθαι. Τις ώρες που ακολούθησαν είχα πυρετό. Γιατί δεν ανήκω σ’ αυτούς που διαβάζουν πρώτα τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, για λόγους που δεν κατάλαβα ποτέ. Η Τουμάζου μπαίνει στον ρόλο της μάνας με καταπληκτική ευκρίνεια και τον ακολουθεί μέχρι τέλους με ενάργεια και σαφήνεια. Αφιερώνει το βιβλίο σε ένα Κωστή και σε μια Δέσποινα, έναν άνδρα και μια γυναίκα που έχουν παιδιά με αυτισμό και που βιώνουν τον πόνο διαφορετικά μπροστά σε ανίδεους παρατηρητές, πίσω από αραχνιασμένες και σκονισμένες κουρτίνες σιωπής. Σκόπιμα προδιαθέτει τον αναγνώστη η ποιήτρια ότι αυτά που θα γράψει δεν θα είναι λογοτεχνικές ενατενίσεις, γιατί θέλει να μπει σ’ ένα ρόλο όσο το δυνατό πιο πειστικά. Πόση ποίηση μπορεί να χωρέσει μέσα στην πάθηση που δεν είναι αρρώστια, δεν είναι νόσημα; Και βιάζεται.  Βιάζεται πολύ γιατί η κλεψύδρα τελειώνει, η ζωή της κάθε μέρα λιγοστεύει. Είναι εκπληκτικό το πόσο εύκολα μετατρέπει τις ελώδεις αγωνίες για τις οποίες σάς μίλησα προηγουμένως, όπου ο χρόνος κολλάει, σε ένα ατέρμονα δρόμο ταχύτητας για να προλάβει. Τί;

Η Τουμάζου σε αναγκάζει να τρέχεις μαζί της. Ο χρόνος είναι αψηλάφητος, άλλοτε δεν κυλά,  άλλοτε σε παρασέρνει.

Κυρίαρχο στοιχείο του συγγράμματος είναι τα αγωνιώδη γιατί της μητέρας, για το τι έφταιξε και το κοριτσάκι της δεν μπορεί ούτε να διαβάσει, ούτε να καταλάβει ό,τι και να του πουν, ούτε ξέρει τι είναι η ζωή και ο θάνατος, δυο ταυτόσημες έννοιες, ούτε έχει μνήμη να θυμάται πως η μητέρα πρόσκαιρα η παντοτινά έχει φύγει από κοντά της.

Η Ανδρούλα κάνει το χρέος της προς την φίλη, αδελφή και πολύτιμη της Δέσποινα και την κάθε Δέσποινα γράφοντας αυτό το βιβλίο. Η ίδια η Δέσποινα απολογείται στα παιδιά της για όσα υποφέρουν σε έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος γι᾽ αυτά, για την προσωπική της ευθύνη στο δράμα τους παίρνοντας επάνω της και τις ευθύνες του μασίφ φλοράλ ταξιδιώτη που ήταν περαστικός από το οικογενειακό δράμα. Του Σώτου που έζησε και πέθανε για το Αμερικανικό όνειρο.

Το πήγαινε-έλα Ελλάδα, σε χώρους ασφυκτικά λασπωμένους- Αμερική, στην απρόσωπη και άχρωμη Νέα Υερσέη, με τον Έβαν να εκδηλώνει στοιχεία απόσυρσης και εγκλωβισμού, τον Μάνο να αντέχει ή να μην αντέχει, και τη Νάσια να κουβαλάει την βαρύτερη έκφανση του αυτισμού, του οποίου η συγγραφέας μελετάει εξονυχιστικά όλες τις ιατρικές παραμέτρους, σε σημείο που να μην της ξεφεύγει τίποτα. Ακόμη και το υπερβολικά μεγάλο βάρος γέννησης πλείστων αυτιστικών παιδιών.

Ακολουθούν οι θάνατοι. Η Τουμάζου αναρωτιέται:.

«Γιατί λοιπόν τόσος οδυρμός του κόσμου ενώπιον του θανάτου, φυσιολογικό τέρμα είναι, αργά ή γρήγορα εκεί καταλήγει η μάταιη προσπάθεια, το κυνηγητό του άπιαστου, της επινοημένης έννοιας της ευτυχίας, ίσως γι᾽ αυτό στερήθηκα ακόμη και τη χάρη των δακρύων, τα δικά μου έχουν δραπετεύσει προ πολλού, αναλήφθηκαν λες στους ουρανούς, έξω βρέχει ασταμάτητα, περίεργο, συνεχόμενη ανοιξιάτικη βροχή, οι ουρανοί κλαίνε χωρίς υστερίες για λογαριασμό μου, μουρμουρίζουν λυπητερές κουβέντες για ζωντανούς, εγώ απλώς βουρκώνω, συνέχεια, δάκρυ γιοκ, ντιπ για ντιπ.

Κανένας ιερέας, κανένας σαμάνος, κανένας θεραπευτής, κανένας μάγος, κανένας άρχων του χάους δεν είναι ικανός να προσφέρει βοήθεια, η ελπίδα ήταν νεκρή άμα τη γεννήσει της κόρης μου, η αρρώστια ξεπερνούσε ακόμη και τον θάνατο, καταργούσε τον φόβο του θανάτου της, στην καλύτερη περίπτωση προσδοκούσα ένα ατύχημα που θα έπαιρνε και τις δύο μας στην άλλη όχθη ταυτόχρονα, στη χειρότερη ευχήθηκα να φύγει πριν από μένα, στο τέλος το επιχείρησα, συνειδητά ή όχι δεν το εξετάζω, που να τ᾽ αφήσω μόνο το πουλάκι μου, η Άτροπος όμως απέστρεψε το βλέμμα, λες και αίφνης έχασε το ψαλίδι της, λες και της ζητούσαμε μακροβιότητα!»

Μετά, το αυτιστικό κορίτσι θα απομείνει αποσβολωμένο μη έχοντας κανένα, παρά μονάχα μια μάνα να το κοιτάζει από τον παράδεισο, ο πατέρας, μη αποστρέψεις με από του προσώπου σου και τα δυο αγόρια σε έναν άλλο παράλληλο και επάλληλο κόσμο.

Η Δέσποινα περνάει μιαν εποχή στην κόλαση. Αυτή η εποχή είναι ολόκληρη η επίγεια ζωή της. Η πεμπτουσία του βιβλίου διαγράφεται στην φράση: αν υπάρχει παράδεισος με περιμένει, τη θητεία μου στην κόλαση την έκανα. Με γιατρούς, παραγιατρούς, ψυχολόγους, ειδικούς, δασκάλους, συνοδούς, με τον εκπληκτικό ελαφρώς αυτιστικό  Έβαν να τελειώνει το Πανεπιστήμιο και να εργάζεται σ᾽ αυτό κλεισμένος στον δικό του κόσμο, με τον θάνατο να κτυπά και να ξανακτυπά αφήνοντας την ανυπεράσπιστη Νάσια σ᾽ ένα Ίδρυμα της Νέας Υερσέης.

Το κεφάλαιο 59 είναι το μοναδικό στο οποίο όλοι εμείς οι απ᾽ έξω διαδραματίζουμε ένα ρόλο. Δεν είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Η Τουμάζου γράφει: Αν όπως θρυλείται η τελευταία αίσθηση που εγκαταλείπει τον νεκρό τη στιγμή του ενταφιασμού είναι η ακοή, οι οκτώ μέρες που μεσολάβησαν από τον θάνατο της Δέσποινας μέχρι την ταφή της ήταν σίγουρα αρκετές για να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας μαζί της, να της ζητήσουμε ψιθυριστά άφεση για πράξεις και παραλείψεις μας, να συνομιλήσουμε με τον θάνατο, να έχουμε μια ειλικρινή συνομιλία με την ζωή.

Νομίζω στο σημείο αυτό εισάγεται και η ατομική κοινωνική ευθύνη: Τι κάνουμε για όλους αυτούς που πάσχουν και δεν υπάρχει ίαση, βελτίωση, στήριξη, από ανάλγητα κράτη, αδιαφορία και αποστροφή από κοινωνίες αυτιστικές, κλεισμένες δηλαδή στον μικρόκοσμο της ασφάλειας τους, που ανοίγουν το παράθυρο κάθε τόσο, δίνουν ένα δίφραγκο, τον οβολό τους στα άτομα με ειδικές ανάγκες, καταλαγιάζουν την συνείδηση τους γιατί έπραξαν το καθήκον τους και ξανακλείνουν το παράθυρο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button