Greek Reports (Ελληνικά)

Μίμης Σοφοκλέους, Το φως στον Βασίλη Μιχαηλίδη

Ανάμεσα στον διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό (Συναγωγή μελετών), Εκδόσεις «Αφή», Λεμεσός 2017

Παρουσίαση προγράμματος: Χρυστάλλα Καλλένου

Συνδιοργανωτές: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Πολιτιστική Κίνηση «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού», με την στήριξη του Δήμου Λάρνακας και της Ιεράς Μητρόπολης Κιτίου

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 29/3/18

Andreas Timotheou 1a LLLLΑνδρέας Τιμοθέου

Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην,

νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ’ άστρα μιλιούνια

ελάμπασιν που πανωθκιόν τζι εν έυρισκες ρουθούνιν

μέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια,

σιανεμιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη

μήτε του σιύλλου λάξιμον, με πετεινόν να κράξη.

Ήτουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη,

που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην.

Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωμένοι

μεσ’ στο Σαράγιον είχασιν μιάλον μετζιηλίσιν.

* * *

Εγείραν τα μεσάνυχτα τζι επήρεν το ξιφώτιν,

τζι ο Κκιόρ-ογλους πούτουν καλή, πολλά καλ’ η ψυσιή του

εξέβην πώσσω του κρυφά τζι επήεν στον Δεσπότην,

τζι εξύπνησέν τον τζι έκατσεν κοντά του τζιαι λαλεί του:

«Εν’ έσσω μου, Τζιυπριανέ, τ’ αμάξιν μου ζεμένον,

τ’ αμάξιν μου, Τζιυπριανέ, εν’ έσσω αντροσιασμένον,

τζι αν θέλης για να ποσπαστής που σίουρην κρεμμάλλαν

τζι αν θέλης που τον θάνατον να φύης να γλυτώσης,

να πας με το χαρέμιν μου κρυφά κρυφά στην Σκάλαν,

τα κουσουλάτα εν’ αννοιχτά, να πάης να τρυπώσης.

* * *

Ήρτεν του Μουσελλίμ-αγά φερμάνιν που την Πόρταν

τζι εψές άρπα τζι ανόρπιστα εγίνην μετζιηλίσιν,

τζι έσιει πκιον εις το σιέριν του την μαύρην σας την σόρταν,

στο σιέριν του τον θάνατον, στο σιέριν του την κρίσην.

Να μεν αρκής, Τζιυπριανέ, να χάννης τον τζιαιρόν σου,

να πάης να φαραντζιστής αν θέλης το καλόν σου.

Πρέπει να πας, ει δε τζι αν ου, εχάθης δίχως άλλον,

αν σ’ εύρ’ η μέρα το πωρνόν δα μέσα δα, εν νάσαι

νεκρός εις την κρεμμασταρκάν είτε νεκρός στον πάλλον.

Ανου να πάμεν γλήορα, τ’ αμάξιν καρτερά σε!»

* * *

Έσιυψεν ο Τζιυπριανός τζι έμεινεν νάκκον ώραν

τζι εδκιαλοίστην νακκουρίν τζι αννοίει τζιαι λαλεί του:

«Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,

γιατί αν φύω, το κακόν εν’ να γινή περίτου.

Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι ας πα’ να με σκοτώσουν,

ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι οι άλλοι να γλυτώσουν.

Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου

εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.

Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;

Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον του πισκόπου.»

* * *

Ύστερα ‘πέψασιν καμμιάν δωδεκαρκάν αθθρώπους

του Σαραγιού, τζι ετάξαν τους να διπλαρματωθούσιν,

τζι εφέραν που την φυλακήν τους τέσσερεις Πισκόπους

τζι ήτουν ούλοι μονόβουλοι να τους το ξαναπούσιν

για τέλεια ύστερην φοράν πως πα’ η τζιεφαλή τους.

Ευτύς ο Μουσελλίμ-αγάς αννοίει τζιαι λαλεί τους:

«Τζ’ελλάττης τζιαι κρεμμασταρκά εν τζιαι τα δκυο χαζίριν,

η ώρα σας εκόντεψεν τζι εν καρτερώ περίτου,

έχω τζινούρκαν προσταήν τώρα που τον Βεζύρην.»

Τότες Αρχιεπίσκοπος αννοίει τζιαι λαλεί του:

* * *

«Σκοτώστε μας τζιαι γράψετε τζι εμάς τον σκοτωμόν μας.

Μα τούτοι ούλ’ οι σκοτωμοί εν ούλοι για κακόν σας,

εσείς θαρκέστ’ αννοίετε το μνήμαν το δικόν μας,

τζι εν το πεισκάζετε πως εν το μνήμαν το δικόν σας.

Εσείς σιειροττερεύκετε τα πράματα θωρώ τα,

στην Πόλην εκρεμμάσετε τον Πατριάρχην πρώτα

τζιαι ταπισών άλλους πολλούς πισκόπους τζιαι παπάες.

Σκοτώστε όσους θέλετε, αμμ’ αν να σας ι-βλάψει,

το γαίμαν που σιονώννετε που μας τους δεσποτάες

εν λάιν εις την λαπρατζιάν π’ αφταίννει να σας κάψει.»

* * *

Εφαίνουνταν περίλυποι οι Τούρτζ’ οι Τζιυπριώτες,

γιατ’ ήτουν ούλλοι τους βριχτοί τζιαι σγιαν δκιαλοϊσμένοι.

Επρόσταξεν χαρούσιμος ο Μεσελλίμης τότες,

τζι επήραν τον Τζιυπριανόν, δκυο-τρεις αρματωμένοι

πουκάτω που την Συκαμνιάν, κοντά στον θάνατόν του

τζι εφάκκαν η συρτοθηλειά πάνω στο μέτωπόν του.

Υστερα γονατίσασιν τους άλλους τρεις πισκόπους

κατά την δύσην τζιαι τους τρεις αράδαν, τζι ομπροστά τους

ήτουν οι τρεις τζ’ελλάττηδες ούλλα τους αρκαθρώπους

τζι ελάμνασιν πουπανωθκιόν τζι επαίζαν τα σπαθκιά τους.

* * *

Τότες, Αρχιεπίσκοπος εψήλωσεν το δειν του

στον ουρανόν, τζι εφάνησαν τα μμάδκια του κλαμένα,

εφάνην πως επόνησεν που μέσα στην ψυσιήν του,

τζι είπεν τα τούν’ τα δκυο λόγια με δκυο σιείλη καμένα:

«Θεέ, που νάκραν δεν έσιεις ποττέ στην καλωσύνην,

λυπήθου μας τζιαι δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην».

Τζι ετρέξασιν τα ‘δρώματα απού το πρόσωπόν του,

απού του ήλιου την πολλήν την καψερήν την αύραν

τζι εβάλαν την συρτοθηλειάν ευτύς εις τον λαιμόν του

τζιαι τζιει πκιον ετελειώσασιν τα κάστια που ταύραν.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back to top button